Η πανάκριβη ψήφος μας

Η πανάκριβη ψήφος μας

Του Γιάννη Στεφανίδη*

Η ενστικτώδης ανθρώπινη αντίδραση μπροστά σε ένα πρόβλημα είναι να το προσπεράσει – και η τάση αυτή αυξάνει ευθέως ανάλογα με τη βαρύτητα του προβλήματος. Βέβαια, ο στρουθοκαμηλισμός ποτέ δεν έσωσε κανέναν. Έτσι, ως αμέσως δημοφιλέστερη επιλογή προβάλλει η αντιμετώπιση του προβλήματος με το μικρότερο δυνατό κόστος, τον ελάχιστο δυνατό πόνο. Η διάψευση συνήθως είναι ζήτημα χρόνου.

Επανειλημμένα, λαοί που ήρθαν αντιμέτωποι με μια μεγάλη δοκιμασία στήριξαν ηγεσίες που έδιναν εύκολες απαντήσεις, επαγγέλλονταν ανώδυνες λύσεις και, κατά κανόνα, υποδείκνυαν διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους ως υπεύθυνους για την κακή τροπή των πραγμάτων. Αργά ή γρήγορα, οι επιλογές αυτές αποδεικνύονταν καταστροφικές, όπως διδάσκουν η ιταλική και γερμανική εμπειρία του μεσοπολέμου, αλλά και η ελληνική, σχεδόν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Όταν ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση, το φθινόπωρο του 2009, η εθισμένη στην παροχολογία πλειονότητα των ψηφοφόρων, επέλεξε τον Γιώργο Παπανδρέου, με την ελπίδα ότι «λεφτά υπάρχουν», και απέρριψε την ανάγκη μιας περιόδου «περισυλλογής», την οποία, με μεγάλη καθυστέρηση, αναγνώριζε ο Κώστας Καραμανλής. Άλλωστε, δύσκολα εμπιστεύεσαι το τιμόνι σε κάποιον που μόλις είχε ρίξει έξω το σκάφος.

Χάθηκε πολύτιμος χρόνος έως ότου η σκληρή πραγματικότητα προσγειώσει τη νέα κυβέρνηση και τη φέρει στα νερά του πρώτου μνημονίου. Ακολούθησαν δύο χρόνια σκληρής προσαρμογής, εμπειρία που γέννησε ένα τεράστιο κύμα φυγής: φυγής από την πραγματικότητα, αλλά και φυγής από τη χώρα, όπου στένευαν τα περιθώρια αξιοπρεπούς απασχόλησης.

Το πρώτο είδος φυγής, που επέλεξε η μεγάλη πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, επέδρασε στην κοινή μας μοίρα όχι τόσο με τις μαζικές εκδηλώσεις των «αγανακτισμένων», που απαξίωναν όχι μόνο τους κυβερνώντες αλλά και κορυφαίους θεσμούς της δημοκρατίας, όσο με την άνθιση θεωριών συνωμοσίας και πολιτικού και οικονομικού κομπογιαννιτισμού κόντρα στη λογική του πρώτου και, μετ'' ου πολύ, του δεύτερου μνημονίου. Η περιρρέουσα αυτή ατμόσφαιρα εξέθρεψε την άνοδο σχημάτων και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, άνοδο που αποτυπώθηκε εύγλωττα στις εκλογές του Μαΐου του 2012.

Κυρίαρχο συναίσθημα τότε ήταν ο θυμός, σε σημείο που κατέπνιγε κάθε ψύχραιμη φωνή για τα αίτια της εθνικής μας δοκιμασίας: Πρωθύστερα, οι πλείστοι Έλληνες απέδιδαν την κρίση στα μνημόνια, αρκετοί πίστευαν ότι ήταν θύματα αεροψεκασμού, και όλο και περισσότεροι δήλωναν έτοιμοι να απορρίψουν την ευρωζώνη αλλά και την ΕΕ. Μετέτρεψαν τότε το ΠΑΣΟΚ σε μικρό κόμμα, γιγάντωσαν τον ΣΥΡΙΖΑ, και απλόχερα χάρισαν έδρες στη λαϊκιστική και τη νεοναζιστική ακροδεξιά.

Στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου 2012, η ΝΔ μετά βίας διατήρησε το προβάδισμα, επειδή, στο παρά 5΄, συσπείρωσε μετριοπαθείς ψηφοφόρους που κάπως αναπλήρωσαν την απώλεια μεγάλου μέρους των παραδοσιακών δεξιών ψηφοφόρων της. Αν σε αυτό συνέβαλε η αρχική άρνηση του Αντώνη Σαμαρά να συναινέσει στην εφαρμογή του πρώτου μνημονίου («ουδείς αναμάρτητος») ή η συνεργασία του στην εισαγωγή του δεύτερου και στο PSI, είναι θέμα ανοικτό προς συζήτηση.
Τα δυόμισι χρόνια που ακολούθησαν αποδείχτηκαν λίγα προκειμένου να γίνει αισθητή η ανάρρωση της οικονομίας και να αναχαιτισθεί το αντιμνημονιακό ρεύμα. Στο διάστημα αυτό, δεν είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα είχε καλύτερη τύχη αν έδειχνε μεγαλύτερη τόλμη ως προς την επιβολή οδυνηρών αλλά αναγκαίων δομικών αλλαγών. «Σιγά μη κάνουμε μεταρρυθμίσεις» ήταν το απόφθεγμα της περιόδου.

Ο βίος της κυβέρνησης των «Σαμαροβενιζέλων» συντομεύθηκε όταν, με περισσή άγνοια κινδύνου (στην καλύτερη εκδοχή), ο ΣΥΡΙΖΑ εκβίασε τη διεξαγωγή των εκλογών του Ιανουαρίου 2015, που τον έφεραν στη διακυβέρνηση παρέα με τους ΑΝΕΛ. Ακολούθησε η εξάμηνη «τρελή» (ανα)διαπραγμάτευση με τους δανειστές, που κορυφώθηκε στο «δημοψήφισμα» της 5ης Ιουλίου 2015.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, εκείνο το δραματικό εξάμηνο, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων αδυνατούσαν να συλλάβουν αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος έβλεπε, ότι δηλαδή η διαχείριση της τύχης της χώρας είχε περιέλθει σε μια ανεύθυνη ηγεσία με πολλά στοιχεία opera buffa – διασκεδαστικά μόνο γι' αυτούς που μάς κοιτούσαν απ' έξω. Ακόμα και όταν ο Αλέξης Τσίπρας διέκρινε το βάραθρο στο οποίο οδηγείτο η χώρα και σηματοδότησε αλλαγή πορείας πετώντας από το σκάφος τον Γιάνη Βαρουφάκη, ακόμα και τότε μια σαφής πλειονότητα τον εξουσιοδοτούσε να εφαρμόσει εκείνος το τρίτο, ήδη, μνημόνιο, το οποίο αχρείως είχε επιφέρει η πολιτική του.

Επί μία τετραετία, η κυβέρνηση Τσίπρα διαχειρίστηκε τη στασιμοχρεοκοπία της χώρας, εικόνα την οποία δεν ανατρέπει η αναιμική ανάπτυξη του 2018. Μείωσε στο ελάχιστο το μεταρρυθμιστικό σκέλος του μνημονίου, ενώ υπερθεμάτισε στην επιβολή φόρων και εισφορών, ικανών όχι απλώς να πιάσουν αλλά και να ξεπεράσουν τους μνημονιακούς στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα – κι αυτό προκειμένου να επενδύσει όχι στο μέλλον αλλά στην εκλογική εύνοια πάσης φύσεως επιδοματούχων. Έτσι, όχι μόνο ακύρωσε την όποια πρόοδο είχε σημειωθεί προηγουμένως, αλλά άφησε παρακαταθήκη δεκάδες δισεκατομμύρια φρέσκου χρέους και υποθηκευμένο τον εθνικό μας πλούτο για πολλές-πολλές δεκαετίες.

Σήμερα, μια κρίσιμη μάζα εκλογέων σώματος ετοιμάζεται να επενδύσει όσα αποθέματα πολιτικής εμπιστοσύνης τής απέμειναν σε μια ηγεσία που, κόντρα σε προβλέψεις και προκαταλήψεις, εκφράζει ένα μέτωπο της λογικής. Για να φτάσουμε στο σημείο αυτό, απαιτήθηκε μια παιδευτική διαδικασία δέκα ετών που κατέδειξε ότι η ψήφος έχει κόστος, ικανό να βαρύνει και τους αγέννητους Έλληνες. Ας αντλήσουμε κάποια αισιοδοξία από αυτή την εξέλιξη, παραμερίζοντας προς στιγμήν το γεγονός ότι άλλοι τόσοι συμπατριώτες μας ακόμα προστρέχουν σε τελάληδες της φυγής. Αν μη τι άλλο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δείχνει να τρέφει τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες του, εντός λίγων ημερών, προκατόχου του.

 

*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.