Του Δημήτρη Σκάλκου*
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μία παγίδα χαμηλής ανάπτυξης. Η πολύχρονη και επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή, η προώθηση των μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών και η απομάκρυνση του Grexit, δεν μετουσιώθηκαν σε ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Και η αναιμική ανάπτυξη του πρώτου εξαμήνου του έτους (0,8%) εντείνει την ανησυχία για την επίτευξη των (αναθεωρημένων) αναπτυξιακών στόχων του προϋπολογισμού (1,8%).
Είναι φανερό ότι, στην ελληνική περίπτωση ο «επιταχυντής της ανάπτυξης» (accelerator effect) δεν λειτουργεί, καθώς η βελτίωση επιμέρους δεικτών της οικονομίας δεν ενισχύει αποφασιστικά την εμπιστοσύνη και τις προσδοκίες κέρδους της επιχειρηματικής κοινότητας. Η αδρανοποίηση του αναπτυξιακού επιταχυντή οφείλεται κύρια σε τρεις λόγους:
Πρώτον, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση στις επιχειρήσεις αποτελεί ισχυρό αντικίνητρο στην ανάληψη νέων επιχειρηματικών σχεδίων και στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Σήμερα η Ελλάδα διατηρεί έναν από τους υψηλότερους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, τη στιγμή μάλιστα που διεθνώς επικρατεί ένας φορολογικός ανταγωνισμός και προγραμματίζονται νέες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών (Σλοβακία, Ουγγαρία). Αποτυγχάνει να διευρύνει τη φορολογική βάση, δεν αξιοποιεί το εργαλείο των φορολογικών κινήτρων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (Πολωνία, Πορτογαλία), δεν ενισχύει την καινοτομία.
Ακόμη χειρότερα, η Ελλάδα επιβαρύνει φορολογικά κάθε οικονομική δραστηριότητα. Το 2016 ήταν η μοναδική χώρα που αύξησε το ΦΠΑ, η μοναδική (μαζί με τη Νορβηγία) που αύξησε το φόρο εισοδήματος για όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες, ενώ ταυτόχρονα ήταν μία από τις ελάχιστες χώρες που αύξησαν τη φορολογική σφήνα (δηλαδή τη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση του κόστους εργασίας).
Δεύτερον, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας είναι πρόδηλα ανεπαρκής και η έλλειψη ρευστότητας στραγγαλίζει τις επιχειρήσεις. Η πιστωτική επέκταση παραμένει καθηλωμένη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, η πορεία υλοποίησης του ΕΣΠΑ αναφορικά με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας είναι απογοητευτική, το (περιορισμένο στα χρόνια της κρίσης) πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ) υποεκτελείται. Παράλληλα, η απαίτηση πολυετούς διατήρησης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στερεί τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για την ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων, εντείνει τις υφεσιακές πιέσεις και περιορίζει τη δυνατότητα άσκησης της ζητούμενης κοινωνικής πολιτικής.
Τρίτον, η παρούσα κυβέρνηση έχει προ πολλού απολέσει την πολιτική αξιοπιστία της και αδυνατεί να καθησυχάσει τη διάχυτη αβεβαιότητα επενδυτών και καταναλωτών κάτι που αποτυπώνεται στη ροή των τραπεζικών καταθέσεων. Δεν είναι μόνο οι νωπές μνήμες της καταστροφικής διαπραγμάτευσης του 2015. Είναι επίσης η συνεχής κωλυσιεργία στην ολοκλήρωση των προβλεπόμενων αξιολογήσεων του προγράμματος προσαρμογής (χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για τις προηγούμενες δύο αξιολογήσεις), η ανυπαρξία ενός εθνικής ιδιοκτησίας προγράμματος θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η αδυναμία εκπόνησης ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου που να ενσωματώνει τα ελληνικά προϊόντα στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Συμπερασματικά, ο περιορισμός της (πέρα από κάθε οικονομική λογική) φορολογικής επιβάρυνσης, η βελτίωση των όρων χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και η ύπαρξη μιας αξιόπιστης μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης, είναι οι αναγκαίες συνθήκες προκειμένου η ελληνική οικονομία να ακολουθήσει την τροχιά δυναμικής και διατηρήσιμης ανάπτυξης που χρειάζεται ο τόπος.
*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα;» (εκδόσεις Επίκεντρο).
OECD Tax Policy Reforms 2017