Του Βασίλη Πρέλιου
Όταν αρχές Ιουλίου του 2015 ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έλαβε μέρος στο παρθενικό του Eurogroup, άπαντες οι εταίροι τον είχαν υποδεχθεί με χαμόγελα και ανακούφιση. Βρετανοτραφής, άψογος χειριστής της αγγλικής και φυσιογνωμία συμπαθής με χαρακτήρα προσηνή και διαλλακτικό, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή του προκατόχου του, Γιά(ν)νη Βαρουφάκη, ο οποίος πίστευε ότι το Eurogroup είναι αμφιθέατρο γεμάτο από θαυμαστές του.
Ο Ευκλείδης πήρε τις γραμμένες στο επιστολόχαρτο του ξενοδοχείου σημειώσεις του, φόρεσε εκείνο το σχεδόν αφελές χαμόγελό του και μπήκε στην ψυχρή αίθουσα. Αντιμετώπισε μόνο φιλικά πρόσωπα, ευχές για καλή επιτυχία στο έργο του και μερικά «επιτέλους» από τους ομολόγους του. Μεταξύ μας, οποιοσδήποτε και να αναλάμβανε το βαρύ φορτίο του Υπουργείου Οικονομικών μετά τον τυφώνα Βαρουφάκη, θα τύγχανε της ίδιας αντιμετώπισης, πολλώ δε ένας διακεκριμένος οικονομολόγος όπως ο «Γιουκλίντ».
Η συνέχεια γνωστή: «σύγκλιση», αγαστή συνεργασία με το επιτελείο Σαπέν, μετουσίωση σε πράξη της συμφωνίας σε επίπεδο ηγετών που μετά την 17ωρη διαπραγμάτευση έφερε ο Αλέξης Τσίπρας ερμηνεύοντας ιδιοτύπως ένα αποτέλεσμα δημοψηφίσματος που είχε εξοργίσει τους «θεσμούς». Ο Γιουκλίντ λογιζόταν τότε ως ένα πειθήνιο όργανο, ο συγκαταβατικός και βολικός τύπος με το british charm που μιλάει τη γλώσσα των «θεσμών», ο άνθρωπος με το εξαιρετικό βιογραφικό που τίθεται επικεφαλής της νέας προσπάθειας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με κατεύθυνση την έξοδο στις αγορές. Από το 1965 (σε ηλικία 5 ετών) που ο ναυπηγός πατέρας του, Στέφανος, πήρε όλη την οικογένεια και μετοίκησε στην Αγγλία, ο Ευκλείδης έγινε μόνιμος κάτοικος Μεγάλης Βρετανίας, σπούδασε στα καλύτερα κολλέγια, ξεκίνησε από το Saint Paul του Λονδίνου (κάποιες πηγές λανθασμένα του πιστώνουν το Eton), πέρασε από το Sussex και ολοκλήρωσε στην ακριβοθώρητη Οξφόρδη των εκλεκτών.
Philosophy, Politics and Economics, «Φιλοσοφία, Πολιτική και Οικονομικά». Δίπλα – δίπλα με τον έτερο «τσάρο της Οικονομίας», το νυν Διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, σε μια άτυπη κόντρα από τότε της «ετερόδοξης» με την «ορθολογική» σχολή. «Ο Γιάννης είναι mainstream, εγώ παρόλο που φαίνομαι δεξιούλης, είμαι μαρξιστής και supply-sider» έλεγε χαμογελώντας πριν χάσει το χιούμορ του. Γιατί ο Ευκλείδης το έχασε το χιούμορ του, για την ακρίβεια έχασε την αύρα της θετικής ενέργειας, χαμένος στη δίνη της επίλυσης του «ελληνικού προβλήματος». Ένα πρόβλημα που όπως αποδεικνύεται και από τη δυσεπίλυτη δεύτερη αξιολόγηση, παραμένει σταθερά και αμείωτα ψηλά στις ατζέντες των «θεσμών», αλλά ταυτόχρονα απασχολεί ολοένα και λιγότερο τον πραγματικό κόσμο. Διότι η Ελλάδα και το πρόβλημά της έγινε αφηρημένη έννοια, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έπαψε να απασχολεί τα διεθνή μέσα και μοιραία η συζήτηση επέστρεψε στα καθ' ημάς.
Και είναι επίσης γνωστό, πως με οτιδήποτε καταπιαστούμε ως χώρα, ως έθνος, το ξεσκίζουμε. Από την υπερβολή του σούπερ συμπαθητικού Ευκλείδη με τα ωραία κασκόλ και το κόκκινο backpack, περάσαμε στον Τσακαλώτο του «ναι μεν αλλά». Σημαντικές οι σπουδές του και οι δημοσιεύσεις του, αλλά ο συμπαθής Γιουκλίντ προέκυψε κορυφαίο μέλος των 53, τρόπον τινά της αντιπολιτευτικής φωνής του ΣΥΡΙΖΑ, του αντίπαλου δέους στον Αλέξη Τσίπρα. Συμπαθητικά τα σπαστά ελληνικά, ωραία τα ποδοσφαιρικά quotes στο κοινοβούλιο (άλλωστε ακραιφνής παοξής – ναι με ξι), η επιστολή όμως με τη «συγνώμη» για το μέρισμα στους συνταξιούχους είχε τη δική του υπογραφή. Όπως τη δική του υπογραφή (φαίνεται ότι) θα έχει και ο χαμηλωμένος στις 6000 ευρώ πήχης του αφορολόγητου και τα «προληπτικά μέτρα» που ζητούν σύσσωμοι οι «θεσμοί».
Κάπως έτσι ο Ευκλείδης έμεινε μόνος και προσπαθεί να συνθηκολογήσει με τα πιστεύω και τα θέλω των δανειστών. Διότι όπως και να τους πούμε, όσο κι αν ωραιοποιήσουμε τις εκφράσεις, δανειστές είναι και δανειστές ήταν πάντα. Αδιάφορο αν αποκαλούνται troika, κουαρτέτο ή θεσμοί, οι ίδιοι άνθρωποι είναι πάντοτε και το κάθε Eurogroup θα είναι ένα ακόμα «κρίσιμο» Eurogroup που απλώς θα παρατείνει την αγωνία και θα κάνει το Γιουκλίντ κατά τι πιο αδύναμο. Αναλώσιμος δεν θα γίνει ποτέ, ο Τσακαλώτος δεν είναι Ιφιγένεια, δεν θα γίνει ποτέ εξιλαστήριο θύμα κανενός, το έχει καταστήσει σαφές διαρρέοντας τα σωστά πράγματα στους σωστούς ανθρώπους. Η δική του άποψη περί διαπραγμάτευσης είναι στο μοτίβο «προτείνουμε το minimum, εκείνοι το maximum και τα βρίσκουμε στα μισά του δρόμου». Αυτή τη φορά τα μισά του δρόμου είναι πολύ πιο πίσω από τα μισά του Ευκλείδη, ο οποίος σε καμία των περιπτώσεων δεν εντάσσεται στο γκρουπ των «δραχμιστών» αλλά από την άλλη δεν μπορεί μονίμως να συνηγορεί σε παραλογισμούς συμμετέχοντας σε εγχώρια πολιτικολογία.
Έχω την αίσθηση ότι τελευταία αναλογίζεται ολοένα και περισσότερο την ακαδημαϊκή καριέρα που ξεκίνησε στο Kent, συνέχισε στο Καποδιστριακό άμα τη επιστροφή του το 1993 στην Ελλάδα και διέκοψε ελαφρά τη καρδία όταν εντάχθηκε για τα καλά στον πολιτικό μηχανισμό του Συνασπισμού της Αριστεράς. Θα μπορούσε να διδάσκει και σήμερα στη Μεγάλη Βρετανία, να φορά τα ωραία τουίντ κοστούμια του και να ζει μια κανονική ζωή μακριά από την τρέλα του Eurogroup, το χάος της ελληνικής οικονομίας και μιας ματαιόδοξης πολιτικής καριέρας στην Ελλάδα που αποσυντίθεται. Δεν το κάνει αφ' ενός διότι κατά κάποιους είναι ο «δεύτερος πόλος στον Αλέξη Τσίπρα», αφ' ετέρου διότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι επί των ημερών του είναι εφικτή μια λύση που θα έδειχνε φως στην άκρη του τούνελ. Στήριγμα βρίσκει στη σύζυγό του Heather, μια εξαίρετη οικονομολόγο που εργάζεται στο τμήμα μελετών της ΤτΕ, με την οποία γνωρίστηκε στα χρόνια του Kent και στα τρία του παιδιά. «Πολιτικά» στηρίγματα είναι λίγο πρώιμο να ειπωθούν, φαντάζει αρκετά μακρινό το σενάριο ενός Γιουκλίντ «δελφίνου» και ρυθμιστή της επόμενης μέρας μετά τον Αλέξη Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πολιτική όμως, που μόνο και μόνο η υποψία γίνεται συνώνυμο του κινδύνου και δη στην Ελλάδα όπου ανέκαθεν οι αντιφρονούντες με κεντρικές πολιτικές επιλογές μετατρέπονταν σε ηγετικές φυσιογνωμίες της επόμενης μέρας (όπως αποδείχτηκε περίτρανα και με την περίπτωση Σαμαρά και με την περίπτωση Σημίτη) τίποτα δεν αποκλείεται. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν θα συνθηκολογεί για πολύ ακόμα, άλλοι ότι σταθμίζει τις παραμέτρους και ακολούθως θα σχεδιάσει τα μελλούμενα. Το ζήτημα είναι πως τώρα, στα δύσκολα και με δεκάδες σενάρια να σέρνονται (περίπου όπως η αξιολόγηση) ο Ευκλείδης είναι μόνος του και θεσμικά απροστάτευτος, γιατί είτε φέρει εις πέρας την αξιολόγηση είτε όχι, η Ελλάδα έχει μείνει πάρα πολύ πίσω και η οικονομία είναι πολύ μακριά από την πολυπόθητη ανάπτυξη.
(Photo by Sooc)