Η ΕΕ, ο Ερντογάν και η εθνική μας κλάψα

Η ΕΕ, ο Ερντογάν και η εθνική μας κλάψα

Ίσως δεν είναι τυχαίο που ο Καζαντζίδης θεωρήθηκε ο εθνικός μας τραγουδιστής. Δεν αναφερόμαστε στο απαράμιλλο μέταλλο της φωνής του, αλλά στο μήνυμα των τραγουδιών του. Πάντα μέσα στο παράπονο, στην γκρίνια για την άδικη κοινωνία, στην εθνική μας κλάψα - «έψαξα άδικα να βρω ανθρώπους να με νιώσουνε  μα δυστυχώς δεν βρήκα».

Η αριστερά την κλάψα την είχε καμάρι για τον αγνό λαό που ήταν «πάντα ευκολόπιστος  και πάντα προδομένος». Η δεξιά για το έθνος,  για  την αδικία που μονίμως υφίσταται «η μικρά πλην έντιμος Ελλάς».

Τα ίδια και τώρα με την Σύνοδο Κορυφής και τις οιμωγές για τη διστακτικότητα άμεσων κυρώσεων στην Τουρκία. Το ότι η ΕΕ παραχωρεί γεωπολιτικό πεδίο στην Τουρκία αδυνατώντας να συγκροτήσει ενιαία εξωτερική πολιτική, και ότι θα το βρει μπροστά της εν καιρώ τω μέλλοντι, είναι δεδομένο. Αλλά είναι μακροπρόθεσμο.

Η έντονη κριτική όμως δεν γίνεται επ’ αυτού αλλά  που πάλι δεν μας έκανε τη χάρη να αποφασίσει εδώ και τώρα την επιβολή κυρώσεων,  για να γλυτώσει εμάς από τους τουρκικούς  μπελάδες που πρωτίστως είναι δικοί μας και δευτερευόντως της ΕΕ. Κριτικές και οιμωγές που απορρέουν από τη διαχρονική ελληνική ανάγκη στην αναζήτηση προστατών (και οι  αριστεροί το ίδιο έκαναν με οφθαλμόν προς την μεγάλη Σοσιαλιστική Πατρίδα).  Τους εναποθέτουμε  την τύχη μας, και τους κατηγορούμε ότι μας αδικούν όταν δεν ανταποκρίνονται ολοκληρωτικά στα αιτήματά μας.

Η ΕΕ δεν είναι οι  Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ώστε να έχουν ενιαία εξωτερική πολιτική.  Αποτελείται από  ξεχωριστά κράτη  που έχουν τα δικά τους συμφέροντα. Και επειδή  αυτά τα κράτη  έχουν εθνική συγκρότηση, η ενιαιοποίηση θα αποβεί αρκετά αργόσυρτη σε σύγκριση με τις  αντίστοιχες ιστορικές  διαδικασίες των ΗΠΑ και της Αυστραλίας. Αυτές οι χώρες υπήρξαν  χωνευτήρι ανθρώπων και ομάδων με εθνική και φυλετική καταγωγή, όχι συγκροτημένων εθνών.

Οι ευρωπαϊκές χώρες, μας αρέσει ή όχι,  δεν θα απεμπολήσουν τα οικονομικά  τους  συμφέροντα για να απαλλάξουν την Ελλάδα από την πίεση που της ασκεί  η Τουρκία. Με κάποια δόση αυθαιρεσίας -αφού δεν έχει συμβεί- νομίζουμε το ίδιο θα έκανε και η Ελλάδα, αν η Πορτογαλία πιεζόταν γεωστρατηγικώς από την Ισπανία, στην περίπτωση που με την δεύτερη είχαμε  ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς, κερδοφόρες επενδυτικές και εμπορικές δοσοληψίες. Θα αρκούμασταν σε μια χαλαρή ευχή «οι δύο χώρες να συζητήσουν σε πνεύμα αλληλοκατανόησης και να διευθετήσουν τις διαφορές τους στην  προοπτική της ειρηνικής συνύπαρξης».

Το κάναμε άλλωστε προσφάτως (για άλλο λόγο και καλά κάναμε), στον πόλεμο Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν. Ενώ ως λαός είμαστε ιστορικά, δικαιοκρατικά και συναισθηματικά,  υπέρ  των πολύπαθων Αρμενίων, το διακύβευμα της αλλαγής συνόρων ενδεχομένως να αποτελούσε την  εκκίνηση μιας δυναμικής προοπτικής μελλοντικών διευθετήσεων,  ένα  κεκτημένο  «manual».  Η Ελλάδα επουδενί έπρεπε να  δείξει ότι συναινεί, την στιγμή που ακόμη διατηρείται το ιστορικό άγος της διηρεμένης Κύπρου (για να μην αναφερθούμε σε ενδεχόμενες αυριανές επιβουλές στη Θράκη).

Ανήκουν στους ειδικούς να περιγράψουν επακριβώς τις ιστορικές και γεωπολιτικές σχέσεις που συνιστούν τον λεγόμενο άξονα  Γερμανίας–Τουρκίας. Αλλά ο άξονας αυτός δεν είναι ιδιαίτερα  διακριτός στο διεθνές πλέγμα ισχύος. Περισσότερο μετρούν  οι σημαντικότατες και επικερδείς οικονομικές τους σχέσεις (κατά πολύ σημαντικότερες των δικών μας), όπως και τα  τέσσερα  εκατομμύρια Τούρκων επί  γερμανικού εδάφους, αλλά και το μέγα φόβητρο του μεταναστευτικού. Όσο για το εμπάργκο  όπλων που ζητάμε, αρκεί να πούμε ότι τα έξι υποβρύχια  τύπου Παπανικολής που έχει παραγγείλει η Τουρκία στη Γερμανία είναι φιλί ζωής για τον σημαντικό όμιλο Tyssenkrup.

Το ίδιο και με τις Ισπανία και Ιταλία,  όπου πέραν των πολλών επενδύσεων σε Τουρκία, οι ισπανικές και ιταλικές  τράπεζες  είναι οι πιο εκτεθειμένες στα τουρκικά ομόλογα. Ε, δεν θα ανατιναχθούν για χάρη μας.

Θέλουμε με αυτό να πούμε ότι τα κλαυθμηρίσματα  επειδή δεν τιμωρούν τον κακό  μας γείτονα δεν είναι ρεαλιστικά. Αξιοσημείωτο είναι ότι όλα τα κόμματα  το ίδιο  κλαυθμηρίζουν.  Ο ΣΥΡΙΖΑ που μιλάει  για  παταγώδη αποτυχία Μητσοτάκη και κατώτερη των περιστάσεων ΕΕ, και η Φώφη  που κατηγορεί τον Μητσοτάκη ότι έσπευσε να συμφωνήσει αμαχητί, την ίδια πολιτική έχουν με τον Μητσοτάκη. Υποτίθεται ότι αυτοί θα κατάφερναν καλύτερα από τον Μητσοτάκη να τιμωρήσει η ΕΕ τον Ερντογάν.

Μόνο που το θέμα δεν είναι  αυτό, καθώς είναι άσχετο από τη  διπλωματική δεινότητα του Κυριάκου, του Αλέξη ή της Φώφης. Το θέμα είναι ποιος προτείνει κάποια άλλη πολιτική πέρα από πατερούληδες που θα μας προστατέψουν. Το θέμα βασικά είναι στο τι θα κάνουμε  εμείς με αυτόν. Και επί του προκειμένου δεν ακούσαμε  άλλη πρόταση -πρόταση που να βασίζεται σε μας. Στο  αν θα έπρεπε (για παράδειγμα το αναφέρουμε) να βυθίσουμε το Oruc Reis, ή να καταρρίψουμε τουρκικά αεροπλάνα,  ή να ασκήσουμε  veto στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Ειδικά για το τελευταίο πολύ σωστά, αφού το λεόντειο ποσό των 32 δισ. με τα 20 εξ αυτών επιχορηγήσεις (συν τα 40 δισ. του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου) είναι μάννα εξ ουρανού σε μια πελιδνή  οικονομία.

Οπότε παρόλες τις δυσλειτουργίες της Ένωσης, παρόλες τις γερμανικές  ατολμίες, και παρόλες τις αντιρρήσεις των Βορείων (που μας στηρίζουν μεν στο τουρκικό αλλά δεν ήθελαν τη αμοιβαιοποίηση του χρέους με τους  «τζίτζικες» του Νότου), ακόμη και η άρση του VETO από τους αφορεσμένους της Ουγγαρίας και της Πολωνίας ώστε να ανοίξει το πουγκί,  δείχνουν ότι η ΕΕ κάτι έκανε για μας.

Ναι, δεν χαστούκισε τον Ερντογάν αλλά αυτό δεν θα το κάνει κανείς για χάρη μας. Είναι δικό μας θέμα. Ναι θα έχει συνέπειες. Ας αποφασίσουμε αν θα τις  αποδεχτούμε.