Η Αθήνα στο τρίγωνο Ουάσιγκτον-Βρυξελλών-Άγκυρας

Με την Ευρώπη να περιμένει την Αμερική και την Αμερική να περιμένει την επούλωση των πληγών του εσωτερικού προεκλογικού διχασμού της και την ωρίμανση των γεωστρατηγικών επιλογών της η ελληνική διπλωματία καλείται να διαχειριστεί τις σχέσεις με την Τουρκία σε μια περίοδο που όλα δείχνουν ότι οι τελευταίες θα ακροβατούν για πολύ ακόμα σε μια κατάσταση, αν όχι αυξανόμενης, σίγουρα πάντως μονιμότερης έντασης με την Άγκυρα να προσπαθεί συστηματικά να ανοίξει τα περισσότερα δυνατά μέτωπα με την Αθήνα.

Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ έχουν εκδηλώσει την πρόθεση να επιστρέψουν στην περιοχή ως ο διεθνής παράγοντας που θα επιχειρήσει να "ξαναβάλει σε τάξη" τις πολυμερείς συγκρούσεις γεωοικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων χωρίς όμως να ορίζουν έναν Χόλμπρουκ που θα αναλαμβάνει τις επικίνδυνες διαμεσολαβητικές αποστολές επί τόπου, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος εκ των ευρωπαίων συμμάχων θα αναλάβει την εργολαβία των ρυθμιστικών παρεμβάσεων σε περίπτωση αμεσότερου κινδύνου. 

Αν συνεχίσει να είναι το Βερολίνο ο "εντεταλμένος διαμεσολαβητής", η Αθήνα πολύ λίγα πράγματα θα έχει να ελπίζει από. την εκπλήρωση των "διπλωματικών καθηκόντων" της γερμανικής καγκελαρίας. Πολύ δε λιγότερα τώρα που αυτή θα βρίσκεται υπό καθεστώς μεσοβασιλείας αναμένοντας τη διαδοχή της Άνγκελα Μέρκελ. Η τελευταία δεν θα θελήσει ποτέ ο εκκολαπτόμενος διάδοχός της να βρεθεί αντιμέτωπος με τα εκατομμύρια των Τούρκων ψηφοφόρων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Ούτε και να διακινδυνεύσει τις επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ των γερμανικών ομίλων στην ασθμαίνουσα τουρκική οικονομία.  Ούτε και να αναλάβει το ρίσκο ενός νέου μεταναστευτικού κύματος προσφύγων από τα τουρκικά παράλια. Ούτε και να χρεωθεί την απομείωση της σημασίας των γερμανορωσικών συμφερόντων αγωγού Nord Stream 2 έναντι του ανταγωνιστικού Med-Stream που έχει την υποστήριξη της Αμερικής και "δένει" τις ΗΠΑ με τα συμφέροντα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου-Ιταλίας και δευτερευόντως Ιορδανίας, Παλαιστίνης και Γαλλίας.

Το πρόβλημα, ωστόσο, με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν περιορίζεται μόνον στη μεταβατικότητα και τη μονομέρεια του γερμανικού παράγοντα στην εξίσωση των γεωπολιτικών ισορροπιών στη λεκάνη της Μεσογείου. Είναι πρωτίστως το μηδενικό άθροισμα που παράγει για την κοινή πολιτική εξωτερικών και άμυνας το παιχνίδι των ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων στα ζητήματα της ασφάλειας. Όσο αυτό το πρόβλημα παραμένει άλυτο, η ευρωπαϊκή κυριαρχία θα διακυβεύεται, η στρατηγική αυτονομία της θα μένει μετέωρη και η Τουρκία θα έχει πολλά παιχνίδια να παίζει επιδιώκοντας να επιβάλει την επικυριαρχία της στην περιοχή και τη βούλησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Το ερώτημα κατά συνέπεια είναι πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα. 

Μια λύση θα ήταν αυτή που προτείνει ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης (βλ. Το Βήμα της Κυριακής", 21. 02. 2021): 

α) Θεσμοθέτηση "ειδικής πλειοψηφίας" αντί της απαιτούμενης σήμερα ομοφωνίας για τη λήψη αποφάσεων διπλωματικού ή αμυντικού περιεχομένου. 

β) Θέσπιση επταμελούς Συμβουλίου Ασφαλείας της Ένωσης πενταετούς θητείας κατά τα πρότυπα του Σ.Α. του ΟΗΕ με την συμμετοχή τριών μόνιμων μελών, τριών εκ περιτροπής και του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ οι αποφάσεις του οποίου θα λαμβάνονται με πλειοψηφία 4/7.

γ) Ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με κατάληψη της θέσης που σήμερα κατέχει ευρωπαϊκό κράτος-μέλος. 

δ) Συμμετοχή όλων των υπό ένταξη τρίτων χωρών στην PESCO (Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας Αμυντικής Πολιτικής). 

ε) Ενίσχυση της Ρήτρας Αμοιβαίας Συνδρομής που κατά την Συνθήκη της Λισαβόνας δεσμεύει τα κράτη-μέλη αλλά που τώρα προτείνεται να δεσμεύει ως ξεχωριστή οντότητα την ΕΕ. 

στ) Εγγύηση Εξωτερικών Συνόρων ΕΕ, δηλαδή, όχι μόνον προστασία των συνόρων, όπως προβλέπεται και σήμερα, αλλά εγγύηση με διάθεση των κατάλληλων μέσων για την επίτευξή της. 

ζ) Σύσταση Δύναμης Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας με συγκρότηση ειδικών αποστολών. 

Λύση με καλές αναμφισβήτητα ιδέες αλλά και με ένα σοβαρό ελάττωμα: την χρονοβόρα εφαρμογή τους. 

Όλες οι άλλες λύσεις είναι λιγότερο θεσμικού και περισσότερο πολιτικού χαρακτήρα. Θα είναι πιο δύσκολες αλλά εντέλει πιο αποτελεσματικές. Γιατί κακά τα ψέμματα, πολιτικά είναι κατεξοχήν και τα ζητήματα που θέτει η ασφάλεια του ευρωπαϊκού χώρου. 

Για παράδειγμα,: Δεν είναι εξ αιτίας θεσμικών κενών που δεν πέτυχε η γερμανική διαμεσολάβηση για την αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι εξ αιτίας της γερμανικής στρατηγικής εμμονής στον προσεταιρισμό  μιας αναθεωρητικής δύναμης, όπως η Τουρκία, ωσάν να επρόκειτο για μια δύναμη που δεν αμφισβητεί όχι μόνον την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή κυριαρχία στη θάλασσα που πλέον η ίδια θεωρεί δική της "Γαλάζια Πατρίδα". 

Το ίδιο ισχύει και για όλες τις ουσιώδεις διαφορές που υφίστανται χωρίζοντας όχι μόνον την Ελλάδα από την Τουρκία.  αλλά και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλήρη  ενοποίησή της.

Δυστυχώς για αυτήν είναι αυτές οι διαφορές, που χωρίζουν τα επί μέρους εθνικά συμφέροντα από τα κοινά ευρωπαϊκά, που θέτουν εν αμφιβόλω την τύχη του άνευ ιστορικού προηγούμενου εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η συνοχή του είναι άλλωστε αυτή που δοκιμάζεται όταν η Τουρκία επιχειρεί να διασπάσει το ευρωπαϊκό μέτωπο επιτιθέμενη στην Γαλλία και κρατώντας  στο απυρόβλητο τη Γερμανία. Ή όταν πολύ περισσότερο υπαγορεύει στην Άγγελα Μέρκελ ποιους θα καλέσει στην συνάντηση του Βερολίνου για τη Λιβύη αποκλείοντας την Ελλάδα τη στιγμή που  το τουρκολιβυκό μνημόνιο, διεμβολίζοντας τις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες νοτιοανατολικά της υφαλοκρηπίδας της Κρήτης, συνιστά βασική παράμετρο του λιβυκού προβλήματος. 

Και είναι η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα δοκιμάζεται εφεξής διαρκώς είτε στις σχέσεις της με την Ρωσία είτε στις σχέσεις της με την Κίνα. Πολύ δε περισσότερο στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όταν έρθει η ώρα να λογαριαστούν αυτοί που επωφελούνται από την διαιώνιση της σημερινής "αταξίας" στις διεθνείς σχέσεις με αυτούς που θα θελήσουν να τις βάλουν σε μια (νέα) τάξη. 

Μπορεί να υπάρχουν οι θαυμαστές της Ευρώπης που αναζητά την ισχύ της στο "πυκνό πλέγμα πολυμερών εμπορικών αλληλεξαρτήσεων, που παράγουν λογικές αμοιβαία επωφελών οικονομικών συναλλαγών, που αποδυναμώνουν την επιλογή των πολεμικών συγκρούσεων. Στην υποστήριξη της πολυμερούς συνεργασίας, στην εγγενή αντιπάθεια προς την πόλωση και τις ψυχροπολεμικές διαιρέσεις που κυοφορούν θερμοπολεμικές συρράξεις. Στην επιμονή και υπεροχή του ευρωπαϊκού μοντέλου, τη σύνθεση αυτή φιλελεύθερου κράτους δικαίου, πλανητικής ευθύνης, υπεράσπισης του διεθνούς συστήματος και κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Που, με όλες τις ανεπάρκειές του, αντιστάθηκε ωστόσο στη βαρβαρότητα του τραμπισμού " ( Γ. Παγουλάτος, εφημερίδα "Καθημερινή", 14.02. 2021).

Υπάρχουν, όμως, και οι γεωστρατηγικές απειλές που δεν μπορούν να περιμένουν πότε το ευρωπαϊκό σύστημα διακρατικής διακυβέρνησης θα είναι σε θέση να τις αντιμετωπίσει. Ιδιαίτερα όταν οι απειλές αυτές άπτονται ζωτικών συμφερόντων, όπως είναι τα συμφέροντα του ελληνισμού που διακυβεύονται στις όχι μόνον τουριστικού ενδιαφέροντος μεσογειακές θάλασσες. 

Ίσως, (και) γιαυτό, παράλληλα με την προώθηση των συμμαχιών της με τις χώρες της Μέσης Ανατολής, που επίσης απειλούνται από τον σουνιτικό ηγεμονισμό της Τουρκίας, είναι καιρός η Ελλάδα να αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της σύμπηξης σταθερότερων συμμαχιών με τις χώρες εκείνες της Ευρώπης που αντιλαμβάνονται ότι για την  Ένωσή της θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, εάν στον σκληρό της πυρήνα εξακολουθήσει να πρυτανεύει η μεταμοντέρνα λογική της ηθελημένης άγνοιας της ιστορικότητας των διεθνικών σχέσεων.