Η αργόσυρτη υπέρβαση του κρατισμού στην Ελλάδα

Η αργόσυρτη υπέρβαση του κρατισμού στην Ελλάδα

Του Πάνου Καζάκου*

Στην εποχή του 3ου Μνημονίου και μετά από ένα τραυματικό διάλειμμα συνεχίζεται η δύσκολη πορεία προσαρμογής θεσμών και πολιτικών της χώρας. Το τρίτο Μνημόνιο και το «συμπληρωματικό Μνημόνιο» ισοδυναμούν με δύο νέες προσπάθειες για εισαγωγή και σταθεροποίηση ενός νέου «παραδείγματος» οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που άρχισε με το πρώτο Μνημόνιο το 2010. Οι προβλεπόμενες αλλαγές προκαλούν αναταράξεις αλλά, αν ολοκληρωθούν, θα επιφέρουν θεμελιώδεις μεταβολές του περιεχομένου και των θεσμών της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Η οικονομική και θεσμική φιλοσοφία των Μνημονίων, επομένως του τρίτου Μνημονίου και του συμπληρώματός του, διαφέρει ουσιωδώς από τις πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος που στρέβλωναν τυπικούς κανόνες και κατέληγαν σε ένα αντιπαραγωγικό εν τέλει αλισβερίσι. Έρχεται επίσης σε αντίθεση με την αδιαφοροποίητη δυσπιστία έναντι του μηχανισμού της αγοράς που καλλιεργήθηκε στην ευρύτερη κεντροαριστεράμε βάση παραδοχές που έχουν ιστορικά διαψευσθεί.

Αυτές οι διαφορές  αναδεικνύονται κάθε φορά που τίθεται θέμα ανάπτυξης, δηλαδή μιας ικανοποιητικής και διατηρήσιμης ανόδου του ΑΕΠ.

Το «παράδειγμα», που είναι ενσωματωμένο στο Μνημόνιο, έχει ως βασικά χαρακτηριστικά τη  δημοσιονομική ισορροπία, τον υγιή ανταγωνισμό στις αγορές και τη μείωση του μεγέθους του κράτους με ιδιωτικοποιήσεις και άλλα μέτρα. Ο στόχος είναι να επιστρέψει η χώρα σε διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ταυτόχρονα όμως απαιτεί και ένα καλύτερο κράτος που αντιμετωπίζει τις περιβαλλοντικές απειλές (βλ. ανακύκλωση απορριμμάτων, δασικούς χάρτες, χωροταξία), εκλογικεύει την κοινωνική πολιτική με αποτελεσματικούς θεσμούς αλληλεγγύης, καθιστά λειτουργικότερη τη δικαιοσύνη και αποτελεσματικότερη τη Δημόσια Διοίκηση, βελτιώνει την ποιότητα των υπηρεσιών του (υγεία!)  κλπ.  Πρόκειται εν πολλοίς  για στοιχειώδη μέτρα που λογικά αποτελούν συστατικά στοιχεία κάθε συνετής πολιτικής- αριστερής ή δεξιάς. Για να επιτύχει τους στόχους αυτούς το Μνημόνιο συνδέεται με σημαντικές ροές πόρων (διαρθρωτικά ταμεία κ.α.). Επιζητεί δηλαδή να συμβιβάσει τον οικονομικό στόχο της ανάπτυξης μέσω των ανοιχτών αγορών  με κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους  που προϋποθέτουν εν τέλει ένα ενεργό μεν αλλά αποτελεσματικό κράτος, ισχυρό έναντι μεμονωμένων  συμφερόντων.

Στο ζήτημα των στρεβλώσεων των αγορών  σημειώνεται «ατμοσφαιρική» πρόοδος. Στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών φαίνεται ότι γίνεται πλέον ευρύτερα κατανοητό ότι υπάρχει θέμα στρεβλώσεων του ανταγωνισμού λόγω κρατικών ρυθμιστικών παρεμβάσεων που προστατεύουν συγκεκριμένες ομάδες ή λόγω ανοχής μονοπωλιακών πρακτικών (καρτέλ).

Στις  εργασιακές σχέσεις έχουν επίσης τεθεί ευαίσθητα θέματα. Η επανάληψη από την ελληνική πλευρά ασαφών και εν μέρει παραπλανητικών δηλώσεων για «κόκκινες»γραμμές δεν απαντά  σε ερωτήματα που προκύπτουν από την κατάσταση της χώρας: Πως μπορούν οι επιχειρήσεις να επιβιώνουν σε αντίξοες συνθήκες; Τι ακριβώς πετυχαίνουν υπουργικές απαγορεύσεις απολύσεων; Ως ποιο βαθμό οι ισχύοντες συνδικαλιστικοί κανόνες (π.χ. για λήψη αποφάσεων απεργίας) είναι δυσλειτουργικοί; Πως επηρέασαν την τύχη μεγάλων επιχειρήσεων; Ποιες είναι οι δικές μας εμπειρίες; Ποιο σύστημα εργασιακών σχέσεων θα ενθάρρυνε ξένες παραγωγικές επενδύσεις που τόσο χρειάζεται η χώρα; Ποιους αφορά το ζήτημα των «μαζικών» απολύσεων; Εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις έκλεισαν μαζικά χωρίς μαζικές απολύσεις! Ποιες ακριβώς «βέλτιστες πρακτικές» εννοούμε εμείς που έχουμε δεσμευθεί να τις αναζητήσουμε; Ή είναι οι «βέλτιστες πρακτικές» συνώνυμο του statusquo; Τι πρέπει να συμβεί ακόμα για να καταλάβουμε ότι το κράτος δεν παρέχει περισσότερη ασφάλεια στους εργαζόμενους εμποδίζοντας την ευελιξία των επιχειρήσεων γιατί τότε τις ωθεί προς το κλείσιμο. Η ευελιξία των επιχειρήσεων είναι προϋπόθεση για την επιβίωση ή ανάπτυξή τους και, οπωσδήποτε, για την είσοδο νέων στην παραγωγή. Το κράτος  όμως μπορεί να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό δίκτυ ασφαλείας για τους εργαζόμενους. Η προάσπιση του statusquo είναι αδιέξοδη πολιτική.

Ας προσθέσουμε ότι οι θεσμοί δεν ζητούν ευελιξία χωρίς ασφάλεια. Το αντίθετο μάλιστα. Το Μνημόνιο υποδεικνύει την ανάγκη για καλύτερες ενεργές πολιτικές απασχόλησης  με την αναμόρφωση του ΟΑΕΔ, αποτελεσματικότερους θεσμούς επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης κ.α. 

Τέλος,  μια μάλλον υποτιμημένη πτυχή του νέου Μνημόνιο  είναι ότι διαμορφώνει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την οικονομική και ειδικότερα τη δημοσιονομική πολιτική (Δημοσιονομικό Συμβούλιο, Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε» («υπερταμείο»), Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής  («κόφτης»), Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή Δημοσίων Εσόδων  κ.α. Οι αλλαγές αυτές, που εν μέρει συμπληρώνουν αδρανοποιημένα μέτρα προηγούμενων κυβερνήσεων (π.χ. το δημοσιονομικό συμβούλιο) τείνουν να μειώσουν το βαρύ χέρι της πολιτικής στη δημόσια οικονομία και περιουσία. Πελατειακές πρακτικές και άλλες adhoc παρεμβάσεις ήταν άλλωστε υπεύθυνες για την αναποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Το νέο θεσμικό πλαίσιο, τείνει να «πειθαρχήσει» το πελατειακό σύστημα.

Γενικότερα, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποσαφηνίσει τη «θεσμική φιλοσοφία» της. Αυτό αφορά γενικά μεν στο πεδίο «νόμος και τάξη», ειδικά δε στις ανεξάρτητες αρχές. Ανάπτυξη με  αποκλεισμούς δεν γίνεται. Αλλά ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς - για να προσφύγουμε στην ορολογία πρόσφατης μελέτης - σημαίνει σταθερούς κανόνες που ισχύουν για όλους, είναι δηλαδή inclusive,  είτε μιλάμε για διορισμούς, είτε για ρυθμίσεις των αγορών προϊόντων, είτε για αναθέσεις έργων, προστασία της κοινής περιουσίας (του περιβάλλοντος), φορο- και εισφοροδιαφυγή, λογοδοσία. Σημαίνει ακόμα  θεσμούς που εμποδίζουν την ιδιοτελή οικειοποίηση πόρων (διαφθορά και σπατάλη). Και συνυφαίνονται με ένα λειτουργικό νομικό σύστημα. Το αντίθετο είναι οι «εξορυκτικοί» (extractive) θεσμοί που διανέμουν αυθαίρετα εύνοιες σε άτομα και ομάδες ενώ  αποκλείουν άλλα και άλλες και οδηγούν στην οικονομική παρακμή.[1]

Όλα αυτά (άνοιγμα των αγορών, δημοσιονομικοί θεσμοί που πειθαρχούν τους πολιτικούς, συμμετοχικοί θεσμοί) και πολλά άλλα προσκρούουν σε αλλεπάλληλες γραμμές άμυνας της ελληνικής πολιτικής οικονομίας. Οι πολύμορφες αντιδράσεις στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη αποφασισθεί  συνεχίζονται, μερικές φορές με επιδέξια χρήση νομικών εργαλείων και πολιτικών τεχνασμάτων για αποφυγή μεταρρυθμίσεων που ανατρέπουν κεντρικές πολιτικές επιλογές (βλ. υπόθεση Cosco).

Η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει,εκτός της προγραμματικής-ιδεολογικής κληρονομιάς της, τους προσοδοθηρικούς θεσμούς και τους γύρω από αυτούς διαμορφωμένους συσχετισμούς επιρροής που είχαν εμπεδωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Οι διαπλοκές κορυφής ήταν μόνον η κορυφή του παγόβουνου.  Το προσοδοθηρικό σύστημα υποκρύπτεται σε σειρά «διαρθρωτικών δεικτών» στους οποίους αντικατοπτρίζονται οι σημαντικότερες υστερήσεις της χώρας που λειτουργούν ως φρένο για την ανάπτυξη. Συνολικά, το θεσμικό μας πλαίσιο δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί και αυτό,  σε συνδυασμό με την αμφιθυμία τμημάτων της κυβέρνησης, τη σκληρή στάση πάσης φύσης ομάδων συμφερόντων και τη διάχυτη απογοήτευση των πολιτών, εμποδίζει την ανάκαμψη. Και αυτά συμβαίνουν την ώρα που το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον τείνει να πάρει χαρακτηριστικά κινούμενης άμμου.                                                                        

[1] Acemoglou, Daron and Robinson, James  Why nations fail. The origins of power, prosperity and poverty, Crown Press, New York 2012.

*Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους  στη Βουλή των Ελλήνων