Η αβάσταχτη ελαφρότητα όσων φωνάζουν για τις ΜΕΘ

Η αβάσταχτη ελαφρότητα όσων φωνάζουν για τις ΜΕΘ

Πολύ συχνά στη σφαίρα του δημοσίου λόγου, αναφερόμαστε για τον αριθμό κλινών ΜΕΘ, που υποστηρίζει το υγειονομικό σύστημα μιας χώρας, τόσο κατά την περίοδο προ πανδημίας, όσο και κατά τη διάρκεια αυτής.

Ενώ πολύ συχνά ακούμε και διαβάζουμε διάφορα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη του κορονοϊού, πολύ λίγο έχουμε ασχοληθεί με την θνησιμότητα των ασθενών που εισέρχονται σε μονάδες ΜΕΘ.

Μια προσεκτική ματιά θα μας διαφώτιζε για τις πραγματικές προτεραιότητες της διαχείρισης. Επιπλέον, ίσως ακούγαμε λιγότερο «κούφια λόγια», για την έλλειψη κλινών ΜΕΘ και να προσανατολιζόμασταν στην ελαχιστοποίηση των εστιών διασποράς, όπου είναι και το ζητούμενο.           

Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη του UCSF (University of California San Francisco) διαβάζουμε.  Η σύγχρονη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) κατέχει την υψηλότερη μονάδα θνησιμότητας από οποιαδήποτε μονάδα ενός νοσοκομείου.

Υπάρχουν περίπου 4 εκατομμύρια εισαγωγές σε ΜΕΘ ετησίως στις ΗΠΑ, με μέσο ποσοστό θνησιμότητας να κυμαίνεται από 8-19% ή περίπου 500.000 θανάτους ετησίως. Η ΜΕΘ είναι επίσης ένας από τους χώρους, στους οποίους τα ιατρικά λάθη είναι πιθανότερο να συμβούν λόγω της πολυπλοκότητας της περίθαλψης. Δεδομένου ότι ο πληθυσμός των ασθενών είναι σοβαρά άρρωστος και υποβάλλεται ταυτόχρονα σε πολλές σύνθετες παρεμβάσεις, αυτοί οι ασθενείς είναι εξαιρετικά ευάλωτοι σε βλαβερές συνέπειες. 

Εκτός από τον αντίκτυπό στη θνησιμότητα, η περίθαλψη αποτελεί ένα δαπανηρό στοιχείο του εθνικού προϋπολογισμού για την υγειονομική περίθαλψη, με κόστος που εκτιμάται σε 81,7 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2005, αντιπροσωπεύοντας το 13,7% των νοσοκομειακών δαπανών, το 4,1% των εθνικών δαπανών για την υγεία και το 0,66% του ΑΕΠ.

Το κόστος βεβαίως, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της διαμονής στη ΜΕΘ. Για αυτούς τους λόγους, υπήρξε σημαντικό ενδιαφέρον για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων της ΜΕΘ, τόσο όσον αφορά τη θνησιμότητα όσο και την ωφέλιμη διαχείριση των πόρων.

Παρότι είναι σχετικά νωρίς για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, ωστόσο διάφορες μελέτες έχουν δείξει πως οι ασθενείς που έχουν προσβληθεί από SARS-COVID 19 και εισέρχονται σε  ΜΕΘ παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Πληρέστερη εικόνα θα έχουμε πολύ αργότερα, όταν μπορέσουν να επεξεργαστούν οι επιστήμονες τα στατιστικά στοιχεία που για την ώρα σποραδικά εμφανίζονται. 

Σύμφωνα λοιπόν με την Anaesthesia (περιοδικό του συλλόγου αναισθησιολόγων), όπου συγκεντρώθηκε η επεξεργασία αναλυτικών δεδομένων από διάφορες έρευνες, η θνησιμότητα των ασθενών με Covid-19 που εισάγονταν σε ΜΕΘ άγγιζε το 62% τον Μάρτιο του 2020. Το ποσοστό έπεσε στο 42% μετά από δύο μήνες, ενώ τον Οκτώβριο το 2020, έπεσε ακόμα παρακάτω στο 36%.

Η ραγδαία πτώση οφείλεται κυρίως στη βελτίωση των θεραπειών που χορηγούνται στους ασθενείς, τόσο σε φαρμακευτική, όσο και σε μη φαρμακευτική αγωγή. Επιπλέον, το ιατρικό προσωπικό διαθέτει περισσότερες γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση των ασθενών, από ότι στην αρχή της πανδημίας. 

Εκτός από την αναμονή νέων στοιχείων για τη διαπίστωση περαιτέρω βελτίωσης, υπάρχει και το ερωτηματικό της ανταπόκρισης στις μεταλλάξεις που παρατηρήθηκαν προς το τέλος της προηγούμενης χρονιάς. Πάντως, είναι εμφανές πως η ραγδαία πτώση φαίνεται πως επιβραδύνεται και σταθεροποιείται μεταξύ των ποσοστών 30-40% 

Φυσικά παρατηρούνται διαφορές σε γεωγραφικό επίπεδο, που κινούνται έξω από των παραπάνω μέσο όρο. Νοσοκομείο από την επαρχία Βικτόρια της Αυστραλίας παρουσίασε θνησιμότητα μόλις 11%, ενώ χώρες της Μέσης Ανατολής έφτασαν σε ποσοστό 62%.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την πολύ μεγάλη απόκλιση. Όπως ότι η μέτρηση από τις χώρες της Μ. Ανατολής έγινε στην έξαρση της πανδημίας, σε αντίθεση με την Αυστραλία που μπήκε αργότερα στον κύκλο και η επιδημία βρισκόταν σε ύφεση.             

 Οι συγγραφείς σχολιάζουν ότι η ανάλυση περιορίζεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει παγκόσμια τυποποίηση του τι συνιστά εντατική περίθαλψη, κριτήρια εισόδου για τους ασθενείς, υποκείμενα χαρακτηριστικά υγείας των ασθενών και σοβαρότητα της κρίσιμης ασθένειας ή αναφορά σχετικά με τη φύση ή την ένταση των θεραπειών. Επομένως, οι άμεσες συγκρίσεις μεταξύ μελετών από διαφορετικές περιοχές μπορεί να είναι δύσκολες.

Μια άλλη δημοσίευση από το UCL, υπογραμμίζει τη συσχέτιση της πληρότητας των ΜΕΘ με την θνησιμότητα των ασθενών. Όταν το σύστημα αγγίζει το επίπεδο πληρότητας 85%, όπου είναι και το όριο της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης η πιθανότητα θανάτου αυξάνεται κατά 20%. Επίσης, όπως δημοσιεύει το CCDHCB (Critical Care Department at Hospital Clínic de Barcelona), ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται με την ηλικία των ασθενών, όπου κάθε έτος αυξάνει την πιθανότητα κατά 1%.

Δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι η  μεγάλη επάρκεια σε ΜΕΘ μπορεί να λειτουργήσει παραδόξως σε εσφαλμένη πρόγνωση της υγειονομικής κατάστασης. Ο εφησυχασμός ότι υπάρχουν επαρκή κρεβάτια μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερημένες αποφάσεις και με δεδομένη τη γεωμετρική αύξηση των κρουσμάτων, μία φαινομενικά ελεγχόμενη κατάσταση να εξελιχθεί σε υγειονομική κρίση.

 Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, χώρες που βρίσκονται πολύ ψηλά σε αριθμό κλινών ΜΕΘ ανά κάτοικο δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα από την πανδημία.  Αρτιότερα και καλύτερα χρηματοδοτούμενα υγειονομικά συστήματα από το δικό μας, κατέρρευσαν κυριολεκτικά, από το βάρος της διαρκούς εισαγωγής ασθενών.  Αντιθέτως οι χώρες που εμφανίζονται να επιτυγχάνουν ως προς την διαχείριση - μεταξύ των οποίων και η δική μας κατά το πρώτο κύμα- δεν οφείλεται στην επάρκεια των ΜΕΘ, αλλά σε άλλα μέτρα με κυριότερο της κοινωνικής αποστασιοποίησης.  Άλλωστε όλα αυτά τα συστήματα έχουν σχεδιαστεί να λειτουργούν σε κανονικές περιόδους και όχι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που διανύουμε σήμερα. Αλλά θα επανέλθω αργότερα σε αυτό. 

Κάποιοι που κυβέρνησαν πρόσφατα, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβαν να πραγματοποιήσουν τη νοσοκομειακή  μεταρρύθμιση, γιατί είχαν άλλες προτεραιότητες, επιμένουν ότι η έλλειψη κλινών ΜΕΘ είναι αυτή που μεγεθύνει το πρόβλημα.

Παρουσιάζουν την τελευταία γραμμή άμυνας ως πρώτη. Όμως οφείλουν να μας απαντήσουν και σε δύο ερωτήματα. Πρώτον, ποιος είναι ο ελάχιστα ωφέλιμος αριθμός κλινών που θα έπρεπε να έχουμε ; Και δεύτερον ποιος είναι ο αριθμός θανάτων που αποδέχονται να έχουμε;  Θα έπαιρναν κάποιοι το ρίσκο να πεθάνουν περισσότεροι συνάνθρωποί μας με την ίδια ευκολία που πήραν το ρίσκο να κολλήσουν προκειμένου να διαδηλώνουν; 

Η χώρα μας σχεδόν διπλασίασε τον αριθμό κλινών σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αν υποθέσουμε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε τον μαγικό αριθμό 3.000 κλινών covid, γεγονός πρακτικά αδύνατο και συνάμα  πρωτόγνωρο καθώς θα μας κατέτασσε στις υψηλότερες θέσεις από τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Με βάση τα στατιστικά στοιχεία που παραθέσαμε, έχοντας πληρότητα κλινών ΜΕΘ στο 65% και παίρνοντας το κατώτερο μέρος ποσοστού θνησιμότητας του 30% τότε οι υπολογισμοί μας δίνουν 585 θανάτους, όπου υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις -  όχι και τόσο ακραίες, όπως έχουμε διαπιστώσει  -  θα μπορούσε να ήταν και ημερήσιοι. 

Επειδή οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, πιστεύω πως αν είχαμε την ατυχία από ένα λάθος της ιστορίας να μας κυβερνούν ακόμα, δεν θα έπαιρναν αποφάσεις με την ίδια ελαφρότητα που τις ξεστομίζουν σήμερα, γνωρίζοντας ότι υπάρχει μία υπεύθυνη κυβέρνηση να τις παίρνει αντί αυτών. Εν συντομία θα έπρατταν το ίδιο. 

Δυστυχώς, η χώρα μας δεν διαφέρει από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου όπου η δημοκρατία και η ειρήνη των τελευταίων 80 ετών έχει δημιουργήσει πολίτες μόνο κατ’ όνομα, καθώς προάγουν την ατομικότητα τους και προσφάτως τη διαφορετικότητά τους σε βάρος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου ή της κοινότητας τους. 

Δεν είναι τυχαίο ότι η διαχείριση της πανδημίας, ήταν πιο επιτυχημένη στις Ασιατικές χώρες έναντι των Ευρωπαϊκών. Είτε αφορά την κομμουνιστική Κίνα, είτε την απολυταρχική Σιγκαπούρη, είτε τις δημοκρατικές Ιαπωνία, Ν. Κορέα ή Ταιβάν, οι πολίτες τους συμμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τις υποδείξεις των κυβερνήσεων τους. Προέταξαν το κοινό συμφέρον από το βραχυπρόθεσμο και κοντόφθαλμο ατομικό.   

Επανερχόμενος στην υποσημείωση που άφησα, υπάρχει ένα σοβαρό ενδεχόμενο να έχουμε μπει σε μία φάση όπου επιδημίες θα εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα.

Η δημιουργία και συντήρηση ΜΕΘ, θα μπορούσε να καταστεί ιδιαίτερα δαπανηρή και πιθανότατα πρακτικά άχρηστη όταν προκύψει μια νέα πανδημία με άλλα χαρακτηριστικά.

Στον τομέα της πρόληψης, μπορεί να απαιτείται διαχείριση σε τοπικό, ή περιφερειακό επίπεδο. Με σύμμαχο την τεχνολογία θα πρέπει τα υγειονομικά συστήματα μας να προσαρμοστούν και να είναι σε θέση να δημιουργούν δομές – κινητές κατά βάση – όπου θα συναρμολογούνται  σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα με την ταυτόχρονη μετακίνηση υγειονομικού προσωπικού και μετά το πέρας του συναγερμού θα διαλύονται με την ίδια ευκολία.                   

* Ο Νικόλαος Δ. Τσαγκανέλιας εργάζεται για πάνω από 27 χρόνια στο χρηματοοικονομικό χώρο. Από το 2015 εργάζεται στην Tavira Securities με έδρα το Λονδίνο, ως Hedge Fund Operations & Risk