Haters (gonna hate)

Έχω διάφορους τρόπους για να ξαλεγράρω από τη δουλειά — όλοι έχουμε. Ένας από αυτούς είναι να χαζεύω τις σελίδες κάποιων haters. Όχι αναγκαστικά δικών μου haters, μολονότι τις πιο πολλές φορές είναι και δικοί μου. Σπάνις χρόνου τέχνας κατεργάζεται, εξ ου κι έχω σκαρφιστεί έναν σχετικώς γρήγορο τρόπο — τον εξής: έχοντας πληκτρολογήσει άπαξ τα ονόματά τους στην μπάρα του Facebook που γράφει «Search» (Αναζήτηση), τρόπον τινά εκπαίδευσα το πρόγραμμα να τους θυμάται. Έτσι, από ένα σημείο και μετά, με το που κάνω κλικ με τον κέρσορα στο Search, αμέσως μού τους δείχνει όλους, τον ένα κάτω από τον άλλο, και μπορώ να επιλέξω όποιον θέλω, ή και όλους τους, με τη σειρά. Δεν χωράει πολλούς η Αναζήτηση: εφτά με οχτώ το πολύ. Αλλά ευτυχώς· εφτά με οχτώ είναι ήδη αρκετοί — με περισσότερους θα έχανες απλώς κι άλλο χρόνο. Και, όπως λέμε πάντα εδώ από τη στήλη, ο χρόνος είναι η μοναδική μας περιουσία, και είναι πάντα λίγος. Αλλά εφτά, μια φορά την ημέρα, είναι μια χαρά.

Το κόλπο αυτό είναι καλό ιδίως για άτομα σαν εμένα, για ανθρώπους που διατηρούν σχετικά ομογενοποιημένες timeline, για χρήστες των social media δηλαδή που ποσώς ενδιαφέρονται για τις απόψεις της «άλλης πλευράς» — και δεν ενδιαφέρονται, όχι επειδή θέλουν να ζουν σε «echo chamber» (αυτό δυστυχώς είναι αδύνατον), αλλά κυρίως γιατί τις ξέρουν εκ των προτέρων, πριν καλά-καλά τις μάθει αυτή η άλλη πλευρά. Γενικώς, όπως οι αρκούδες στην αιχμαλωσία που φέρνουν γύρες το κλουβί τους επί ώρες και μέρες και χρόνια, οι απόψεις της άλλης πλευράς συνήθως δεν είναι απόψεις αλλά στερεοτυπικές και αναμενόμενες αντιδράσεις. (Προσοχή: στην «άλλη πλευρά» είμαστε κι «εμείς«, έτσι και μας δεις από απέναντι).

Αυτοί οι haters (δικοί μου ή haters γενικώς, όπως είπαμε: άνθρωποι που μισούν τόσο πολύ τον εαυτό τους, ή απλώς πληγωμένοι· άνθρωποι που τους ξινίζει η ύπαρξη όπως σ’ εμάς το παλιό γιαούρτι που έχει μείνει ανοιχτό στο ψυγείο), αυτές οι έρμες ψυχές τέλος πάντων, σαν τον τζόκερ του βασιλιά με τα κουδούνια στο καπέλο, χτυπούν τα καμπανάκια τους με κάθε ευκαιρία, και τα χτυπούν ακόμη πιο δυνατά ακόμη και όταν, σπανίως, δεν παρουσιάζεται καμία ευκαιρία: για να ακουστούν, ό,τι και να ’ναι αυτό που θέλουν να πουν. Με τα σουσούμια τους όμως, προσφέρουν άθελά τους —εκτός από φτηνή, #diplis, διασκέδαση— τη δυνατότητα να στοχαστείς λίγο παραέξω από τις βεβαιότητές σου για μια σειρά από θέματα: είτε για να κλονιστούν για μια στιγμή, αν έτσι ίσως θα έπρεπε, είτε για να τις δέσεις ακόμη παραπάνω. Όμως πάν’ απ’ όλα είναι —το ξαναλέω— ένα φτηνό είδος διασκέδασης. Φτηνό και ένοχο: ομολογώ πως θα ντρεπόμουν να αποκαλύψω δύο ή τρία από αυτά τα ονόματα. Είναι σαν να τρως στα κρυφά και γρήγορα-γρήγορα μια γκοφρέτα γυρνώντας από το σούπερ-μάρκετ, όπου πήγες για να πάρεις πράγματα με χαμηλά λιπαρά και Ω-3.

Το άλλο που συμβαίνει περιτρέχοντας τέτοιες σελίδες είναι να μάθεις με μια γρήγορη ματιά, όπως παλιά κοιτούσες τις εφημερίδες στο περίπτερο, την ημερησία διαταγή της αντιπολιτεύσεως: είτε της κοινοβουλευτικής, είτε της εσωτερικής τής ΝΔ — και οι δυο έχουν ενδιαφέρον, για όποιον επιμένει να έχει αυτή την πετριά ή για όποιον —όπως εγώ— είναι η δουλειά του, ακόμη και όταν αυτές οι δύο διαταγές τείνουν να ταυτίζονται εξ αντιδιαστολής. (Ένα πρόσφατο παράδειγμα: οι κλειστές μονάδες, που δεν τις θέλει κανείς. Οι μεν γιατί είναι «φυλακές» και Γκουαντάναμο και έχουμε χούντα, οι δε γιατί έτσι θα μείνουν οι ξένοι μας στα νησιά και μετά θα το σκάσουν και πιο μετά θα ’ρθουν κι άλλοι, και οι «πιο δε» γιατί έτσι χάνουν μπόλικα εκατομμύρια ευρώ τον μήνα από τους πρόσφυγες).

Λοιπόν: αν δεν το κάνετε ήδη, σας συμβουλεύω να το κάνετε κι εσείς. Συγκεντρώστε εφτά-οχτώ από τους πιο ενδιαφέροντας τέτοιους τύπους, και χαζέψτε μια φορά την ημέρα τη σελίδα τους. Κάντε το χωρίς να εμπλακείτε περισσότερο. Μη σχολιάζετε ποτέ, πουθενά. (Παρά μόνο σε αναρτήσεις φίλων που αγαπιέστε, για πράγματα που αγαπάτε). Έχουμε δουλειά μπροστά μας, και η δουλειά δεν μπορεί να περιμένει.

Και ζωή. Κυρίως αυτό.