Γιάννης Κατσίκης: «Παραμύθια δεν έχουν ανάγκη μόνο τα παιδιά, αλλά και οι ενήλικες»

Γιάννης Κατσίκης: «Παραμύθια δεν έχουν ανάγκη μόνο τα παιδιά, αλλά και οι ενήλικες»

Μια ιστορία για να γίνει ιστορία του θα πρέπει «πρώτα απ’ όλα να κρύβει στο εσωτερικό της κάτι σαν παραμύθι», υποστηρίζει ο συγγραφέας ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ιστορικών βιβλίων, Γιάννης Κατσίκης μιλώντας στο Liberal και τονίζει ότι για «παραμύθια δεν έχουν ανάγκη μόνο τα παιδιά, αλλά και οι ενήλικες. Εκτός απ’ τα ταξιδιωτικά κείμενα (που με απασχολούν αρκετά) μου αρέσει ο ρόλος του παραμυθά για ενήλικες. Οι αναγνώστες, θέλω, να ξεχνούν τα καθημερινά βάσανα και τη μελαγχολική ρουτίνα για να πετάξουν στις σφαίρες της φαντασίας. Ταυτόχρονα όμως, ακόμη και όποτε είναι καλά καμουφλαρισμένο, επιδιώκω να υπάρχει βαθύτερο νόημα, επικρότηση ή καταδίκη ενός τρόπου ζωής».

Και μας μιλά για τα πάντα, και για το καινούργιο βιβλίο του, τη μυθιστορηματική βιογραφία του Χουάν ντε Φούκα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΩ, για τον ναυτικό πατέρα του, τον Καβάφη και για τον Ηρόδοτο, ας τον διαβάσουμε.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Κατσίκη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Δύσκολη η απάντηση. Μια έλεγα το ένα και μετά το αντίθετο χωρίς να ξέρω το σωστό. Τελικά (διαβάζοντας τις απαντήσεις και άλλων σε ανάλογες ερωτήσεις) κατανόησα τις συνήθειές μου. Στη διαδικασία της γραφής ξεχωρίζω τρία στάδια. Το πρώτο είναι η σύλληψη της ιδέας. Γίνεται απροειδοποίητα βλέποντας μια εικόνα, ένα πρόσωπο, ακούγοντας ή διαβάζοντας κάτι, σε οποιοδήποτε χώρο ή τόπο, άλλοτε στη φύση, άλλοτε βαδίζοντας στο δρόμο και κάποτε, κάποτε στα μέσα μαζικής μεταφοράς τα οποία, προ κορονοϊού, πρόσφεραν άπειρους ανθρώπινους χαρακτήρες για παρατήρηση.

Μετά, στο δεύτερο βήμα πρέπει να δώσω ψυχή στον ήρωα με μολύβι και χαρτί (σπανιότερα μ’ ένα πληκτρολόγιο και μια οθόνη). Ούτε εδώ υπάρχει τυποποίηση, αλλά τα πράγματα είναι πιο δεσμευτικά. Ακολουθεί το τελευταίο, πιο μακροχρόνιο στάδιο, της επεξεργασίας ενός πρόχειρου, βιαστικού κειμένου. Αν δεν έχω καθίσει στο γραφείο μου, δεν έχω μπροστά μου μια μεγάλη κούπα ζεστό ελληνικό καφέ και δεν έχω ανοίξει τον υπολογιστή, να προβάλλει φωτογραφίες από ταξίδια ή όμορφα λουλούδια, η απόδοσή μου πέφτει κατακόρυφα.

Αυτά τους χειμώνες. Τα καλοκαίρια περιμένω πρώτα να νυχτώσει, για να βρεθώ ανάμεσα στα λουλούδια μου στην ταράτσα, χωρίς να μ’ ενδιαφέρει αν έχει δροσιά ή υπερβολική ζέστη. Έτσι «παίρνει στροφές» το μυαλό μου. Αρκετές φορές προσπάθησα να επεξεργαστώ κείμενα σε μια παραλία απολαμβάνοντας τη φύση, αλλά έμενα στην απόλαυση του τοπίου, ουδέποτε ήμουν αποτελεσματικός. Μολονότι χώρισα τη συγγραφή ενός βιβλίου σε τρία στάδια, οφείλω να διευκρινίσω ότι αυτά δεν είναι σαφώς διαχωρισμένα, ενόσω ένα τμήμα βρίσκεται στο πρώτο στάδιο, ένα άλλο κομμάτι ίσως κοντεύει να ολοκληρωθεί.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όπως ένας μικρός σπόρος εξελίσσεται σ’ ένα δέντρο, το πρώτο ερέθισμα (σχεδόν πάντοτε, μια απλή φράση, μια εικόνα ή κάτι άλλο φευγαλέο) είναι ένας σπόρος που πιθανόν να αναπτυχθεί ή να μείνει παντοτινά σπόρος που δε φύτρωσε, μια απλή ιδέα. Για να μεγαλώσει, πρέπει να καλλιεργηθεί, να γεννηθεί μια αρχή, ένα τέλος, μια ενδιάμεση πλοκή (στο περίπου όχι στο σύνολό της)  που πρέπει να υπάρχει στην ψυχή μου όταν επιχειρώ να της δώσω ζωή. Επαναλαμβάνω, να υπάρχουν απλά οι γενικές γραμμές, αφού οι πιο ενδιαφέρουσες σκηνές, τα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα ξεπηδούν ξαφνικά κατά τη διαδικασία της γραφής σα να υπήρχαν από πριν κρυμμένα μέσα μου χωρίς να το γνωρίζω.

Στα ταξιδιωτικά αφηγήματα η διαδικασία είναι διαφορετική. Δεν αρκεί μια εικόνα ή ένα γεγονός. Όταν επισκέπτομαι έναν τόπο (πριν παρακινηθώ να γράψω γι’ αυτόν) θα πρέπει να παρατηρήσω μια σειρά εικόνων, τοπίων ή μνημείων, αποκλειστικά δικών του, τέτοιων που θα με εντυπωσιάσουν και θα με προτρέψουν να μοιραστώ την ύπαρξή τους με μελλοντικούς αναγνώστες. Επίσης, μέσα από τη διαδικασία της γραφής, πρέπει να επιθυμώ να ζήσω τη συγκίνηση της επίσκεψης αυτού του τόπου για δεύτερη φορά.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Δεν είναι βιβλίο, αλλά ένα ανέκδοτο διήγημα. Λίγο πριν επιβιβαστώ στο πλοίο για την επιστροφή στον Πειραιά, ένα πανέμορφο ιδιωτικό γιοτ, αραγμένο σ’ ένα λιμάνι του Αιγαίου, μου έδωσε το ερέθισμα. Ήταν κατάλευκο και στο φουγάρο του είχαν αναπαραστήσει την προσωπίδα του Τουταγχαμών. Εκείνη την ημέρα φυσούσε δυνατό μελτέμι, αλλά σ’ ολόκληρη τη διαδρομή έμεινα όρθιος, ακουμπισμένος στην κουπαστή προς τη μεριά της πλώρης. Ώρες σκεπτόμουν και ξανασκεπτόμουν καθώς με μαστίγωνε ο αέρας και με χτυπούσαν καταπρόσωπο οι σταγόνες των κυμάτων, ώσπου, φθάνοντας στον Πειραιά το σούρουπο, είχα στο μυαλό μου κάθε πτυχή της υπόθεσης. Είναι απ’ τα πιο αγαπημένα μου διηγήματα.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Στην ουσία, είναι αδύνατο να ξεφύγω από εμμονές που έρχονται και ξαναέρχονται, έστω κι αν τούτες δεν είναι ορατές στους τρίτους. Αφορούν τόσο τους χαρακτήρες όσο και την πλοκή. Για παράδειγμα, το φλας μπακ μου έχει γίνει δεύτερη φύση την οποία προσπαθώ να περιορίσω στο ελάχιστο κατά την επεξεργασία του κειμένου, αλλά ουδέποτε καταφέρνω να εξαλείψω τελείως. Οι χαρακτήρες επίσης, όσο κι αν φαινομενικά διαφέρουν, όλοι διαθέτουν κοινά σημεία, τόσα ώστε πολλές φορές σκέπτομαι μήπως αποτελούν διαφορετικές όψεις ενός και του αυτού προσώπου.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρώτα απ’ όλα να κρύβει στο εσωτερικό της κάτι σαν παραμύθι. Παραμύθια δεν έχουν ανάγκη μόνο τα παιδιά, αλλά και οι ενήλικες. Εκτός απ’ τα ταξιδιωτικά κείμενα (που με απασχολούν αρκετά) μου αρέσει ο ρόλος του παραμυθά για ενηλίκους. Οι αναγνώστες, θέλω, να ξεχνούν τα καθημερινά βάσανα και τη μελαγχολική ρουτίνα για να πετάξουν στις σφαίρες της φαντασίας. Ταυτόχρονα όμως, ακόμη και όποτε είναι καλά καμουφλαρισμένο, επιδιώκω να υπάρχει βαθύτερο νόημα, επικρότηση ή καταδίκη ενός τρόπου ζωής.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Συνήθως πρέπει να ξεφεύγει από το μέτρο. Τα γεγονότα στα οποία εμπλέκεται να έχουν μια διάσταση πέρα απ’ την καθημερινότητα, κάτι ξεχωριστό που -έστω κι αν αυτό δεν είναι αδύνατο-  μάλλον αποκλείεται να συναντήσουμε. Συνήθως οι αναζητήσεις του ήρωα ή της ηρωίδας μετατρέπονται σε κάτι αυτοκαταστροφικό, χωρίς ωστόσο να αναιρούνται οι προσπάθειές τους να ζήσουν μια ζωή που βλέπουμε μόνο στα όνειρα, είτε στα ευχάριστα είτε στους εφιάλτες.

Στα ταξιδιωτικά κείμενα πάλι θεωρώ έναν ολόκληρο λαό ή μια χώρα σαν ένα μοναδικό άτομο με πολλά πρόσωπα που το καθένα κοιτάζει μια διαφορετική άποψη της χώρας, όπως κάποιες ινδουιστικές θεότητες με πολλαπλά πρόσωπα. Πρωτίστως όμως, η χώρα ή ο λαός-ήρωας του ταξιδιωτικού κειμένου πρέπει να είναι γοητευτικός και να προσφέρει στον αναγνώστη παραδείγματα προς μίμηση ή αποφυγή, τόσο στο σήμερα όσο και στο χθες.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Πριν πολλά χρόνια βρισκόμουν σε μια εξοχή κοντά στη Νάπολη της Ιταλίας, σε μια απότομη πλαγιά πλάι στη θάλασσα. Ήταν άνοιξη κι ο καιρός σχεδόν καλοκαιρινός. Όπως αγνάντευα το τοπίο, ξαφνικά, μου φάνηκε πως κάτι κουνήθηκε. Χαμηλώνοντας το βλέμμα, είδα αρκετά μέτρα πιο μακριά, ένα κίτρινο φίδι που έτρεχε να κρυφτεί. Από αυτό το περιστατικό, σε συνδυασμό με τα υπόγεια του κάστρου στο νησάκι της Ίσκιας, όπου υπήρχε ένας ειδικός θάλαμος για να αποξηραίνονται τα πτώματα των νεκρών καλογριών, σχεδόν να γίνονται μούμιες, γέννησαν τον ήρωα σ’ ένα διήγημα του πρώτου βιβλίου μου.

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Αδύνατον να θυμηθώ ποιο ακριβώς ήταν το πρώτο επειδή ήμουν πολύ νέος, στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, ήταν πάντως κάποιο του Ιουλίου Βερν ο οποίος με συνάρπαζε. Είχα διαβάσει σχεδόν ολόκληρη την αλησμόνητη σειρά των κόκκινων βιβλίων της «Άγκυρας» (όλα με την ίδια περιποιημένη εμφάνιση). Το πιο αγαπημένο μου ήταν «Η μυστηριώδης νήσος» που την διάβασα δύο ή τρεις φορές.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Πολλά βιβλία επηρέασαν τη ζωή και τον τρόπο σκέψης μου. Στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, τα βιβλία του Βερν μου γέννησαν την αγάπη για τα ταξίδια και την επιθυμία να γνωρίσω άλλους πολιτισμούς. Έπειτα, στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου-Λυκείου (τη μια χρονιά το Γυμνάσιο ήταν ενιαίο, την επόμενη χωρισμένο) τα βιβλία του Κρόνιν, της Περλ Μπακ, του Στάινμπεκ επέδρασαν στην κοσμοθεωρία μου. Ίσως φανεί περίεργο, ίσως φταίει το σχολείο, ίσως η αντίδραση στη μόδα της μεταπολίτευσης, αλλά η γνωριμία μου με την ελληνική λογοτεχνία αρχίζει μετά το Πανεπιστήμιο.

Σπανιότατα επανέρχομαι σε κάποιο βιβλίο μολονότι επιθυμώ να ξαναδιαβάσω αρκετά, επειδή θα τα έβλεπα πιο ολοκληρωμένα, πιο ώριμα σε μια δεύτερη ανάγνωση. Τα αίτια ίσως είναι ψυχολογικά, νιώθω πως οφείλω να διαβάσω άπειρα ακόμη βιβλία μεγάλης σημασίας, αλλά η ταχύτητα της ανάγνωσης μειώνεται όσο κυλούν τα χρόνια κι έχω την εντύπωση πως δε διαθέτω τον απαραίτητο χρόνο.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Άπειροι. Θα αναφέρω μονάχα δυο ποιητές μολονότι πολλοί είναι ανεβασμένοι στο ίδιο βάθρο. Πρώτο τον Καβάφη. Με συγκινούν ιδιαίτερα τα ποιήματα με θεματολογία από το ελληνιστικό υπόβαθρο της Εγγύς Ανατολής. Θεωρώ ότι εκείνη η εποχή, με τη «διεύρυνση του κόσμου», την αύξηση της κινητικότητας και του εμπορίου, παρουσιάζει ομοιότητες με τους σύγχρονους καιρούς. Οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών του Καβάφη (σύγχρονοι χαρακτήρες που προβάλλονται στο παρελθόν) είναι τέτοιοι που θα επιθυμούσα να γίνουν και ήρωες δικών μου διηγημάτων (σίγουρα απίθανο). Μετά έρχεται στο μυαλό μου ο Καββαδίας, με πιο αγαπημένο μου έργο τη «ΒΑΡΔΙΑ».

Πιθανότατα αυτές οι προτιμήσεις διαμορφώθηκαν από την αγάπη μου για ταξίδια σε άγνωστους τόπους (όπως είπα, γεννήθηκε μέσα στα μυθιστορήματα του Βερν). Θα εκμυστηρευτώ ότι ακούγοντας τους στίχους του Καββαδία στα τραγούδια του Μικρούτσικου, εμπνεύστηκα αρκετές σκηνές. Από τους πεζογράφους δε θα μνημονεύσω ονόματα, είναι υπερβολικά μεγάλος ο αριθμός. Η ελληνική λογοτεχνία διαθέτει «βαρύ πυροβολικό» αυτού του λογοτεχνικού είδους. Αν δεν υπήρχε το εμπόδιο του εκφραστικού πλούτου της ελληνικής, πολλοί σύγχρονοι και παλαιότεροι πεζογράφοι  -νομίζω-   θα βρίσκονταν μέσα στα πρώτα ονόματα του διεθνούς πεδίου των γραμμάτων.

Μ’ ενθουσιάζει ο Καζαντζάκης στις ταξιδιωτικές αφηγήσεις του, αλλά και οι σύγχρονοι (ίσως επειδή προσπαθώ κι εγώ να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε τούτο το είδος). Είμαι διψασμένος επίσης για τους διάσημους περιηγητές του 19ου αιώνα, προτιμώντας τους Γάλλους που συνήθως διαβάζω στο πρωτότυπο. Τελειώνοντας, δεν πρέπει να παραλείψω τον πρώτο ταξιδιωτικό συγγραφέα, τον αγαπημένο Ηρόδοτο.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Έχω απόλυτη ανάγκη το εντελώς αντίθετο της απόλυτης σιωπής, χρειάζομαι τους ήχους της μουσικής. Την ώρα της συγγραφής (σε οποιοδήποτε από τα τρία στάδια) ακούω μουσική. Συνήθως προτιμώ μουσική με όργανα μόνο, χωρίς λόγια  (οποιοδήποτε είδος, ελαφρά, κλασική ή έθνικ). Ακούγοντας ελληνικά τραγούδια (λιγότερο στους αγγλικούς στίχους) παρασύρομαι. Τα καλοκαίρια, στη σκοτεινιά της ταράτσας έχω οπωσδήποτε ανοιγμένο το τρανζιστοράκι. Γράφοντας, δε διαβάζω κάτι άλλο, εκτός αν χρειαστεί  ν’ αντλήσω στοιχεία από τις πηγές (κυρίως στις ταξιδιωτικές αφηγήσεις).

Επιπρόσθετα, κάνοντας πού και πού ένα στιγμιαίο διάλειμμα, μ’ αρέσει να σηκώνω το μάτι για να δω στην οθόνη του υπολογιστή τυχαίες φωτογραφίες που έχω αποθηκευμένες. Γενικά, έχω ανάγκη τα σύντομα διαλείμματα κάθε τόσο. Μια μικρή χειρωνακτική εργασία με βοηθά στη λύση δύσκολων σημείων της πλοκής ή της διατύπωσης. Συνηθίζω επίσης να σκέπτομαι τα δύσκολα σημεία ξαπλωμένος πριν αποκοιμηθώ ή το πρωί, τεμπελιάζοντας αγουροξυπνημένος.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που εκδόθηκε αυτήν την περίοδο;

Πρώτα θέλω να ευχαριστήσω δημόσια τον φίλο εκδότη Πέτρο Μιχάλη που (όπως πάντα στις ΑΩ εκδόσεις) επιμελήθηκε προσωπικά το βιβλίο και έφτασε σ’ ένα αποτέλεσμα το οποίο αναδεικνύει το κείμενο.

Πολλά τα ερεθίσματα για τη μυθιστορηματική βιογραφία του Χουάν ντε Φούκα. Θεωρούσα παραμύθια κάποιες διαδόσεις, όπως εκείνη που ήθελε Έλληνα τον Κολόμβο. Πάντοτε όμως αναρωτιόμουν γιατί δεν αναφέρονται έλληνες εξερευνητές, ενώ πολλοί χριστιανοί κατέφευγαν στη Δύση για να διαφύγουν την Οθωμανική καταπίεση. Ο ναυτικός πατέρας μου έκανε την πρώτη νύξη για τον Φούκα. Αυτό με παρακίνησε. Βρήκα ότι τους πρώτους αιώνες της τουρκικής κατάκτησης, αρκετοί ρωμιοί αναζήτησαν την τύχη τους στο νέο κόσμο και κάποιοι, όπως ο Φούκα ή ο Πέδρο δε Κάντια, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξερεύνησή του. Ήταν προσωπικότητες με έντονα περιπετειώδη ζωή που με καλούσαν να τους κάνω ήρωες κάποιας ιστορίας. Εξυπακούεται, πρώτος ο Φούκα.

Εργάστηκα τρία χρόνια, τα στοιχεία ήταν λιγοστά, δυσεύρετα κι αρκετές φορές αντιφατικά. Αναγκάστηκα να επιλέξω ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές, ενώ, συμπεραίνοντας απ’ τα γνωστά (δηλαδή την διήγηση στον Μάικλ Λοκ κυρίως) έπρεπε να αναπλάσω τα κενά σεβόμενος τα γεγονότα και τη νοοτροπία της εποχής. Στο βιβλίο, εκτός από τη ζωή του συμπατριώτη μας εξερευνητή (ο σερ Μάικλ τον αποκαλεί Έλληνα – Greek η αγγλική λέξη) επιχείρησα να αναφέρω, με το μεγαλύτερο δυνατό ρεαλισμό, τα πάμπολλα συνταρακτικά γεγονότα εκείνης της περιόδου που είχαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου.