Εύα Μαθιουδάκη: «Η γραφή είναι για μένα ο τόπος μιας δύσκολα κατακτημένης ελευθερίας»

Εύα Μαθιουδάκη: «Η γραφή είναι για μένα ο τόπος μιας δύσκολα κατακτημένης ελευθερίας»

«Δεν έχω συγγραφικές εμμονές. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε διάφορα είδη γραφής. Η γραφή είναι για μένα ο τόπος μιας δύσκολα κατακτημένης ελευθερίας. Επειδή σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου λειτουργώ, και λόγω επαγγέλματος, σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, όταν γράφω, αφήνω μόνο το ένστικτό μου να με οδηγεί. Το ένστικτο αλλά και μιας μορφής εσωτερικού πλούτου που έχω συσσωρεύσει από τα παιδικά μου χρόνια, παρατηρώντας και μελετώντας. Σαν να φορώ ένα ζευγάρι γυαλιά που βλέπει μέσα σε αυτόν τον κόσμο έναν άλλο κόσμο, αλλά κυρίως τον άνθρωπο και τα πάθη του.»   

Η Εύα M. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Αμβούργο και εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η πρώτη της νουβέλα «Αυτός ο ένας, ο Αρίστος» και το 2017 η συλλογή διηγημάτων «Μικρά πείσματα». Ακολούθησαν «Ο Φταίχτης» που συνέγραψαν με τον Κωστή Σχιζάκη και φέτος τον Απρίλιο οι «Μέρες της Κηφισιάς» (εκδ. Καστανιώτη).

«Στις “Μέρες της Κηφισιάς” βρέθηκα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με κάτι πρωτόγνωρο», εξομολογείται στο Liberal.gr. «Είχα ολοκληρώσει το βιβλίο-μια αρκετά λυρική νουβέλα -αν μου επιτρέπεται να πω- και ήμουν έτοιμη να τη στείλω στον εκδότη μου που την περίμενε, όταν ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο άρχισα να γράφω το βιβλίο από την αρχή ενσωματώνοντας την υπάρχουσα πλοκή καθώς και κάποιες ιστορικές πινελιές. Το εντυπωσιακό ήταν ότι με έναν μαγικό τρόπο έδεσαν τα κείμενα μεταξύ τους σαν να ήξερα από την αρχή πού ήθελα να καταλήξω. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την αρχική νουβέλα αφαίρεσα μόλις μερικές σελίδες που δεν ταίριαζαν με την τελική ιστορία μου. Σαν να τραβούσα μπροστά γράφοντας και ένας άλλος “εαυτός” να γελούσε μαζί μου σχεδιάζοντας κάτι άλλο.»

Ήταν, εξάλλου, το βιβλίο που της κρατούσε τις πιο πολλές εκπλήξεις. Έναν ήρωα που ονειρεύτηκε, κυριολεκτικά και ήταν «Ο Λευτέρης ο πρώτος και μεγάλος έρωτας της ηρωίδας μου Ισμήνης στις “Μέρες της Κηφισιάς”»:

«Είχα ξυπνήσει μια μέρα πολύ πρωί, ποιος ξέρει με τι βασανάκια. Στο μυαλό μου γυρόφερνε η ιστορία της Ισμήνης, ώσπου από την κούραση έπεσα ξανά σε λήθαργο. Το αξιοσημείωτο δεν είναι ότι ονειρεύτηκα τον Λευτέρη, το αξιοσημείωτο είναι ότι στον ύπνο μου πληκτρολογούσα στον υπολογιστή περιγράφοντας τον νέο μου ήρωα. Είχα γράψει νοερά σχεδόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο λέξη τη λέξη και είχα την εντύπωση ότι είχε γίνει καλό και μάλιστα το είχα επιμεληθεί και λιγουλάκι να μη με λένε τσαπατσούλα (γέλια). Λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι είχα αρχίσει να στολίζω το κείμενο με μουσικές, με αεράκι, με αρώματα, με βαθύσκιωτα φυλλώματα. Δεν σας το εξομολογούμαι για να σας εντυπωσιάσω αλλά γιατί από παιδί ονειρευόμουν να βρεθεί ένας τρόπος για να συνδυαστούν όλες οι τέχνες μεταξύ τους… ένα βιβλίο με ζωγραφιές, λέξεις, μουσική, χρώματα και μυρωδιές… ποιος ξέρει μπορεί και να το προλάβουμε κι αυτό!» Θα μας πει, ανοίγοντας το εργαστήρι της γραφής της. Ευελπιστώντας σε ένα νέο λογοτεχνικό είδος που θα ξυπνά όλες μας τις αισθήσεις. Εν μέρει, άλλωστε, ήδη το έχει καταφέρει στις «Μέρες Κηφισιάς.»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κυρία Μαθιουδάκη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Γράφω σχεδόν παντού χωρίς ιδιαίτερη τελετουργία. Μάλιστα, λόγω βεβαρυμμένων επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων, όταν ετοίμαζα τα δυο πρώτα μου βιβλία, τη νουβέλα «Αυτός ο ένας, ο Αρίστος», Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2014 και τα διηγήματα της συλλογής «Μικρά Πείσματα» που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Το Ροδακιό το 2017, έγραφα ακόμη και στα μέσα μαζικής μεταφοράς καταγράφοντας στο κινητό μου σκέψεις ή ακόμη και μικρά διηγήματα που στριφογύριζαν στο μυαλό μου και έπρεπε να πάρουν σχήμα και μορφή για να μην ξεχαστούν μέσα σε αυτό το συνεχές τρέξιμο και στην καθημερινή παραζάλη. Φυσικά η επεξεργασία τους ή ακόμα και η διαγραφή τους γινόταν πάντα στο σπίτι.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όταν γράφω μυθιστόρημα, νουβέλα ή και μεγάλο διήγημα υπάρχει σχεδόν πάντα μια κεντρική ιδέα την οποία προσπαθώ να προσεγγίσω, αλλά αυτό που μου είναι απολύτως απαραίτητο για να ξεκινήσω είναι να φανταστώ, να «δω» μπροστά μου τον κεντρικό ήρωα. Αντιθέτως στη μικρή φόρμα εμπνέομαι από μια εικόνα, ένα γεγονός ή ακόμη και μια λέξη που άκουσα ή διάβασα.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Νομίζω το τελευταίο, το μυθιστόρημα οι «Μέρες της Κηφισιάς» που κυκλοφόρησε φέτος τον Απρίλιο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Εδώ δεν επρόκειτο για συνεργασία δυο συγγραφέων, όπως έγινε στην περίπτωση του μυθιστορήματος «Ο φταίχτης» που κυκλοφόρησε το 2019, ούτε για το κυνήγι του χρόνου όπως έγινε με αρκετά διηγήματα της συλλογής «Μικρά Πείσματα» όπου βιαζόμουν να τα αποτυπώσω στο κινητό για να αποκτήσουν έναν κεντρικό πυρήνα πριν φτάσω στη στάση του προορισμού μου.

Στις «Μέρες της Κηφισιάς» βρέθηκα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με κάτι πρωτόγνωρο. Είχα ολοκληρώσει το βιβλίο-μια αρκετά λυρική νουβέλα -αν μου επιτρέπεται να πω- και ήμουν έτοιμη να τη στείλω στον εκδότη μου που την περίμενε, όταν ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο άρχισα να γράφω το βιβλίο από την αρχή ενσωματώνοντας την υπάρχουσα πλοκή καθώς και κάποιες ιστορικές πινελιές.

Το εντυπωσιακό ήταν ότι με έναν μαγικό τρόπο έδεσαν τα κείμενα μεταξύ τους σαν να ήξερα από την αρχή πού ήθελα να καταλήξω. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την αρχική νουβέλα αφαίρεσα μόλις μερικές σελίδες που δεν ταίριαζαν με την τελική ιστορία μου. Σαν να τραβούσα μπροστά γράφοντας και ένας άλλος «εαυτός» να γελούσε μαζί μου σχεδιάζοντας κάτι άλλο.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Δεν έχω συγγραφικές εμμονές. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε διάφορα είδη γραφής. Η γραφή είναι για μένα ο τόπος μιας δύσκολα κατακτημένης ελευθερίας. Επειδή σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου λειτουργώ, και λόγω επαγγέλματος, σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, όταν γράφω αφήνω μόνο το ένστικτό μου να με οδηγεί.

Το ένστικτο αλλά και μιας μορφής εσωτερικού πλούτου που έχω συσσωρεύσει από τα παιδικά μου χρόνια, παρατηρώντας και μελετώντας. Σαν να φορώ ένα ζευγάρι γυαλιά που βλέπει μέσα σε αυτόν τον κόσμο έναν άλλο κόσμο, αλλά κυρίως τον άνθρωπο και τα πάθη του.    

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Αξίες, ανθρώπινες αξίες.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Όπως σας είπα, επικεντρώνομαι πολύ στους ήρωες μου. Θέλω οι αναγνώστες μου να τους θυμούνται. Να θυμούνται την Ισμήνη και τον πρόσφυγα Παναγή στις «Μέρες της Κηφισιάς» ή τον έφηβο τον Παναγιώτη, που πήρε τον «κακό» δρόμο στον «Φταίχτη» ή και τον «Αρίστο», τον νεαρό φοιτητή που αποφάσισε να γίνει αγρότης και να επιστρέψει στην Κρήτη το 2010 εν μέσω οικονομικής κρίσης. Να θυμούνται τους ήρωες μου κι ας μη θυμούνται ούτε εμένα ούτε τον τίτλο των βιβλίων μου.  

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο Λευτέρης ο πρώτος και μεγάλος έρωτας της ηρωίδας μου Ισμήνης στις «Μέρες της Κηφισιάς». Είχα ξυπνήσει μια μέρα πολύ πρωί, ποιος ξέρει με τι βασανάκια. Στο μυαλό μου γυρόφερνε η ιστορία της Ισμήνης, ώσπου από την κούραση έπεσα ξανά σε λήθαργο. Το αξιοσημείωτο δεν είναι ότι ονειρεύτηκα τον Λευτέρη, το αξιοσημείωτο είναι ότι στον ύπνο μου πληκτρολογούσα στον υπολογιστή περιγράφοντας τον νέο μου ήρωα.

Είχα γράψει νοερά σχεδόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο λέξη τη λέξη και είχα την εντύπωση ότι είχε γίνει καλό και μάλιστα το είχα επιμεληθεί και λιγουλάκι να μη με λένε τσαπατσούλα (γέλια). Λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι είχα αρχίσει να στολίζω το κείμενο με μουσικές, με αεράκι, με αρώματα, με βαθύσκιωτα φυλλώματα.

Δεν σας το εξομολογούμαι για να σας εντυπωσιάσω αλλά γιατί από παιδί ονειρευόμουν να βρεθεί ένας τρόπος για να συνδυαστούν όλες οι τέχνες μεταξύ τους… ένα βιβλίο με ζωγραφιές, λέξεις, μουσική, χρώματα και μυρωδιές… ποιος ξέρει μπορεί και να το προλάβουμε κι αυτό!

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Αν θυμάμαι καλά, ήταν «Το χρονικό του Σαν Μικέλε» του σουηδού γιατρού Άξελ Μούντε, ένα από τα παλιά βιβλία της βιβλιοθήκης της μητέρας μου. Είχε αγαπηθεί τη δεκαετία του ΄50, την εποχή δηλαδή που η μητέρα μου ήταν νεαρό κορίτσι. Και είναι κρίμα ότι κυκλοφορεί μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δεν είναι ένα. Σίγουρα όμως τα βιβλία μου άλλαξαν τη ζωή. Η ανακάλυψη της αναγνωστικής απόλαυσης σε νεαρή ηλικία ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη στα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τη δεκαετία του 1970 σχεδόν κάθε καλοκαίρι παραθερίζαμε σε ένα σπίτι που τα μόνα βιβλία που διέθετε ήταν οι έξι τόμοι με τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη, την πρώτη έκδοση που είχε επιμεληθεί ο Γιώργος Βαλέτας το 1954.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, εγώ ένα επτάχρονο τότε παιδί, αφού τελείωνα με τις «Μικρές Κυρίες» ή τον «Ντέιβιντ Κόπερφλιντ», έπιανα έναν από όλους αυτούς τους τόμους και τον ξεφύλλιζα στην τύχη. Καταλαβαίνετε βέβαια τη φρίκη μου… όμως τα καλοκαίρια και οι ώρες της μεσημεριανής υποχρεωτικής κατάκλισης μου φαίνονταν ανυπόφορα μακριές. Εν ολίγοις μέχρι τα 12 μου χρόνια είχα συνηθίσει τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και έβρισκα ικανοποίηση διαβάζοντας τον «Έμπορο των Εθνών» και τη «Γυφτοπούλα» του. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο της Δικτατορίας είχαμε ελάχιστα βιβλία στη διάθεση μας, όμως ξεκοκκαλίζαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Δύσκολη ερώτηση γιατί είναι πολλοί. Δεν σας κρύβω ότι είμαι λίγο παλιομοδίτισσα. Διαβάζω συστηματικά σύγχρονη ελληνική και ξένη  λογοτεχνία, αλλά έχω μια εμμονή με μεγάλα κλασικά έργα στα οποία επιστρέφω ξανά και ξανά. Η ποίηση δεν λείπει ποτέ από το κομοδίνο μου όπως επίσης και τα βιβλία που ασχολούνται με τη θεωρία της τέχνης.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όπως σας είπα και παραπάνω, δεν έχω παγιωμένες συνήθειες. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας, λόγω και της τηλεργασίας, απέκτησα (επιτέλους) μια δική μου γωνιά στο σπίτι. Όχι, δεν πρόκειται για κλειστό γραφείο. Απλά μια γωνιά στην τραπεζαρία με τον υπολογιστή μου, ένα δυο λεξικά και πάντα σχεδόν ένα μπουκετάκι λουλούδια από τον περίπατό μου. Μου αρέσει να αισθάνομαι τη ζωή δίπλα μου.

Να βρίσκομαι μέσα σε αυτό το οικογενειακό κουκούλι ή έξω στην πολυκοσμία. Αν τύχει και με πάρει η νύχτα γράφοντας, τότε για συντροφιά ανοίγω το ραδιόφωνο στο πολύ χαμηλό. Το Δεύτερο πρόγραμμα το οποίο έχει ποιοτική ελληνική μουσική που μου είναι οικεία δεν με αποσπά. Αντίθετα, όταν βρίσκομαι στο αρχικό στάδιο σύλληψης ενός βιβλίου ακούω κλασική μουσική, αλλά τότε βέβαια συγκεντρώνομαι στη μουσική και δεν ασχολούμαι με κάτι άλλο.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Είναι πολύ νωρίς να σας μιλήσω γι? αυτό. Απολαμβάνω αυτό το κενό διάστημα ρεμβάζοντας και διαβάζοντας. Είναι τόσο πολύτιμο το διάστημα αυτό. Είμαι και ψυχαναγκαστικός τύπος κι αν αρχίσω κάτι πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, οπότε αυτή τη φορά θα αργήσω να το ξεκινήσω…(γέλια). Γράφω βέβαια κάποια διηγήματα όταν έχω κέφι και συνεχίζω πολύ αργά τις μεταφράσεις ποιημάτων από τα γερμανικά και τα γαλλικά. Μια συλλογή επιλεγμένων ποιημάτων του γερμανικού κυρίως ρομαντισμού που προορίζω για εφήβους.