Του Γιάννη Σαρίδη*
Στις 30 Νοεμβρίου 2016, κατέθεσα ερώτηση στον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, ζητώντας να ενημερωθώ για τον αριθμό και τα οικονομικά μεγέθη των σχεδίων, τα οποία είναι κατατεθειμένα στη Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων, καθώς μοιράζομαι κι εγώ την πεποίθηση, πως ένας καταιγισμός επενδύσεων είναι ο (απολύτως) μοναδικός τρόπος να βγει η Χώρα από το σημερινό της τέλμα.
Ο Υπουργός, κ. Παπαδημητρίου απάντησε, κοινοποιώντας μου σχετικό έγγραφο της παραπάνω υπηρεσίας από το οποίο προέκυπτε, πως στις 12 Δεκεμβρίου 2016 ήταν κατατεθειμένα σε αυτή 13 σχέδια, συνολικού ύψους 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου. Τα σχέδια αυτά προέρχονταν κυρίως από τους τομείς του Τουρισμού (6) και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (5), ενώ ένα ήταν στο μεταλλευτικό κλάδο και ένα στο λιανικό εμπόριο.
Ασφαλώς, το συνολικό ύψος των 3,6 δισ. είναι απογοητευτικότατο, αν αναλογιστεί κάποιος τις ανάγκες της Ελληνικής Οικονομίας, ενώ δυσάρεστη ήταν κι η γεωγραφική διασπορά των επενδύσεων - για παράδειγμα, μόνο 2 από τα 13 σχέδια αφορούν τη Μακεδονία (τουριστικό συγκρότημα στη Χαλκιδική και φωτοβολταϊκός σταθμός στη Ν.Ε. Δράμας). Επιπλέον, τομείς στους οποίους η Ελλάδα έχει (ή θα έπρεπε να έχει) σημαντικές προοπτικές, όπως η Μεταποίηση, οι Μεταφορές κι οι Επικοινωνίες, απουσιάζουν πλήρως.
Με νέα μου ερώτηση, στις 6 Μαρτίου 2017, ζήτησα από τον κ. Παπαδημητρίου να με ενημερώσει, τόσο για την εξέλιξη των παραπάνω επενδυτικών σχεδίων, όσο και για την ενδεχόμενη κατάθεση νέων. Ο Υπουργός απάντησε (πάλι εντός των χρονικών πλαισίων που θέτει ο Κανονισμός της Βουλής, πράγμα ευχάριστο, όσο και σπάνιο γι'' αυτή, τουλάχιστον, την Κυβέρνηση), κοινοποιώντας μου νέο έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Στρατηγικών Επενδύσεων.
Στο έγγραφο αυτό περιγράφεται η, μικρή ή μεγάλη, πρόοδος σε κάποια από τα κατατεθειμένα σχέδια, αλλά η σημαντικότερη πληροφορία ήταν άλλη: «Δεν έχει υπαχθεί στο Νόμο περί Στρατηγικών Επενδύσεων από 12/12/2016 έως σήμερα (σ.σ. 17/3/2017) άλλο επενδυτικό σχέδιο».
Φυσικά, το τελευταίο στοιχείο λίγους θα εκπλήξει, καθώς αυτό το χρονικό διάστημα συμπίπτει με την ανυπαρξία προόδου στη διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά και την ανάδυση επιπτώσεων από άλλα λάθη, πρόσφατα και διαχρονικά, στην οικονομική διαχείριση της Χώρας (κεφαλαιακοί έλεγχοι, φορολογικό σύστημα, ιδιωτικοποιήσεις, γραφειοκρατία, διαφθορά). Επιπλέον, για τις μικρής κλίμακας επενδύσεις η εικόνα είναι η ίδια ή χειρότερη και για να πιστοποιηθεί αυτό δε χρειάζεται κοινοβουλευτικός έλεγχος, καθώς αρκεί μια βόλτα στους εμπορικούς δρόμους των πόλεων.
Οι απαντήσεις του κ. Παπαδημητρίου, για όποιον αναγνώστη ενδιαφέρεται να τις μελετήσει σε βάθος, είναι διαθέσιμες στο δικτυακό τόπο της Βουλής, στην ενότητα του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Η δική μου ανάγνωση είναι, πως οι δυνητικοί επενδυτές βλέπουν τη Χώρα να βαδίζει, ορθότερα να σέρνεται, πάνω σε λεπτό πάγο κι είναι εξαιρετικά δύσκολο να μας εμπιστευθούν στην κλίμακα που έχουμε ανάγκη.
Αυτή η κατάσταση, σε ένα διεθνές περιβάλλον το οποίο γίνεται διαρκώς ασταθέστερο, όσο και ανταγωνιστικό, δε στερεί μόνο τις προοπτικές μας για προκοπή, αλλά θέτει και κινδύνους για τη μελλοντική μας εθνική υπόσταση. Είτε, λοιπόν, σοβαρευόμαστε αύριο (κατά προτίμηση νωρίς το πρωί) ή η Ελλάδα, αργά η γρήγορα, θα βρεθεί σε μια θέση, που θα προτιμούσα να μην περιγράψω.
*Ο κ. Γιάννης Σαρίδης είναι Βουλευτής Α'' Θεσσαλονίκης της Ένωσης Κεντρώων.