Είναι έτοιμη η Ευρώπη να αποχαιρετίσει τη Γερμανία που ήξερε;

Ανεξάρτητα από την αποτίμηση της δεκαεξαετούς παραμονής της Άνγκελα Μέρκελ στο τιμόνι της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης, η αποχώρησή της από την Καγκελαρία δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο ερωτηματικό για το μέλλον όχι μόνον της Γερμανίας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τα σημερινά δεδομένα κανείς από τους επίδοξους διαδόχους της δεν φαίνεται να διαθέτει τα χαρίσματά της ούτε και να είναι έτοιμος να αναπληρώσει το κενό ηγεσίας που θα δημιουργηθεί με την πολιτική αποδρομή της.

Στα χαρίσματα της σημερινής Καγκελαρίου ασφαλώς δεν συμπεριλαμβάνονται τα οραματικά της. Στην πραγματικότητα δεν τα διέθετε, ούτε και να την χαρακτήρισαν σε οποιαδήποτε φάση της ηγεσίας της. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό υπήρξε από μόνο του ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Μικρότερο ίσως για την Γερμανία. Πολύ μεγαλύτερο όμως για την Ευρώπη.

Ήταν σαν να είχε μείνει η Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς οδικό χάρτη και πυξίδα σε μια περίοδο που η υπόθεση της ενοποίησής της ήταν μετά την διεύρυνσή της η σημαντικότερη όλων. Και μόνον το γεγονός ότι δεν αποφεύχθηκε η αποκοπή της Μεγάλης Βρετανίας από την ευρωπαϊκή οικογένεια, έδειξε πόσο τα πράγματα είχαν αρχίσει να στραβώνουν.

Η παρολίγον έξοδος της Ελλάδας είχε εξάλλου προηγηθεί και είχε δείξει το μέγεθος των προκλήσεων για τις οποίες η Ένωση είχε βρεθεί παντελώς απροετοίμαστη. Μπορεί και στην μια και στην άλλη περίπτωση οι ευθύνες να μην βάραιναν αποκλειστικά την Γερμανία και την ηγεσία της. Φανέρωναν παρόλα αυτά τι είχε αρχίσει να μην πηγαίνει καθόλου καλά.

Δεν ήταν μόνον η ασωτία της μιας πλευράς. Ήταν και η απρονοησία της άλλης. Και ήταν σίγουρα και η προτεσταντική ηθική που δεν διευκόλυνε τη λύση της εξίσωσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008-2010. Και οπωσδήποτε η γερμανικής εμπνεύσεως δημοσιονομική πειθαρχία που είχε επιβληθεί με την Συνθήκη του Μάαστριχτ είχε συμβάλει τα μέγιστα όχι μόνον στην αποστέωση της ευρωπαϊκής ιδέας, αλλά και στην αμφισβήτηση της ορθότητας της μεθόδου με την οποία προσέγγιζε το θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Μπορεί, βέβαια, ο λουθηρανισμός της Καγκελαρίου να μην εξηγεί από μόνος του το πώς η ισχυρότερη σύμφωνα με το Forbes γυναίκα του κόσμου δεν κατάφερε να δει πέρα από την μύτη των γερμανικών συμφερόντων το μέγεθος των ευρωπαϊκών προβλημάτων που όφειλε ως εκ της θέσεώς της να λύσει. Σίγουρα πάντως η δημιουργία αυτών των προβλημάτων δεν ήταν άσχετη με την καθαρά διαχειριστική λογική που είχε η αντιμετώπισή τους από το Βερολίνο. Όπως δεν ήταν ήταν άσχετη και με το γεγονός ότι δεν ήταν μόνον ο Σόυμπλε που έφταιγε για την παραγωγή των γερμανικών πλεονασμάτων από τα ελλείματα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.

Αν τελικώς δεν υπήρχε ένας εξίσου επίμονος και υπομονετικός, αλλά καθόλου δογματικός, Ντράγκι δεν αποκλείεται ολόκληρη η Ένωση να παρουσίαζε σήμερα το θέαμα της χαμένης στην πανδημία γερμανικής συνοχής.

Δεν θα πάψε, βέβαια, η Γερμανία μετά την Μέρκελ να αποτελεί την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Θα αρχίσει όμως να αντιμετωπίζει προβλήματα που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα της επιτρέψουν να παίξει τον ηγετικό ρόλο που έπαιζε μέχρι σήμερα στην Ευρώπη επιβάλλοντάς της τόσο τις οικονομικές όσο και τις γαιωπολιτικές επιλογές της.

Θα υποχρεωθεί πρώτα από όλα να προσαρμοστεί σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν πριν από την πανδημία αφενός και αφετέρου την επιστροφή των ΗΠΑ σε έναν πιο εξωστρεφή πλανητικό ρόλο σαν και αυτόν που μοιάζει να επαναδιεκδικεί η νέα διοίκηση Μπάιντεν.

Προκειμένου να συνεχίσει να χαίρει της ασφάλειας που της παρέχει η αμερικανική αμυντική ομπρέλα θα υποχρεωθεί να επανεξετάσει τις προνομιακές σχέσεις που διατηρούσε με την Ανατολή προς την οποία ήταν διαχρονικά στραμμένη από την εποχή που ο Μπίσμαρκ έριξε το σύνθημα Drach nach Osten.

H "Εξάπλωση προς Ανατολάς" έπαψε βέβαια να έχει το εδαφικό περιεχόμενο που της έδινε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η διαχρονική γερμανική θεωρία περί "ζωτικού χώρου". Δεν έπαψε όμως να ορίζει τα ενδιαφέροντά της και τις προτεραιότητές της.

Εντός του πλαισίου της σφυριλατήθηκαν οι παραδοσιακοί δεσμοί της με την Τουρκία.

Εντός του ίδιου πλαισίου τοποθετήθηκαν οι προνομιακές της σχέσεις της με την Ρωσία, παρά τα όσα υπέστη στο ανατολικό μέτωπο του πολέμου από τον οποίο βγήκε κομματιασμένη.

Στο ίδιο πλαίσιο προφανώς η Μέρκελ συγκατένευσε, αν δεν ενθάρρυνε, την σπουδή με την οποία στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκλεισε το επενδυτικό deal με την Κίνα αναθερμαίνοντας συνομιλίες που είχαν παγώσει επί χρόνια και αξιοποιώντας την βελτίωση των όρων που πρόσφερε με προσωπική του παρέμβαση ο Σι Τζινπίνγκ προκειμένου να εμβολίσει την ευρωατλαντική συμμαχία πριν την εγκατάσταση του νέου αμερικανού Προέδρου στο Οβάλ Γραφείο.

Παρά τα πλεονεκτήματα που η επενδυτική συμφωνία με την Κίνα παρέχει μεταξύ άλλων ειδικότερα στην γερμανική, και όχι βέβαια μόνον, αυτοκινητοβιομηχανία. είναι αμφίβολο αν θα προλάβει να τα απολαύσει.

Οι Αμερικανοί έχουν διαβάσει την βελτίωση των σινοευρωπαϊκών οικονομικών σχέσεων ως παγίδα στην οποία η Ευρώπη έπεσε εν τη γαιωστρατηγική αφελεία της. Γαυτό προφανώς και θα πιέσουν για την ματαίωση μιας συμφωνίας που ερμηνεύουν ως διάσπαση του ενιαίου δυτικού μετώπου απέναντι στην ζωτική ανάγκη για τα μεσομακροπρόθεσμα δυτικά συμφέροντα να υποχρεωθεί η Κίνα να αποδεχθεί ένα διεθνές οικονομικό μοντέλο πραγματικά φιλελεύθερο και βασιζόμενο σε κανόνες που οι πρακτικές του Πεκίνου παραβιάζουν συστηματικά.

Το ίδιο ισχύει και για τον γερμανορωσικό αγωγό Nord Stream 2 με το σχέδιο του οποίου οι Αμερικανεί είχαν εξ αρχής διαφωνήσει για πολλούς λόγους. Η αναφορά σε αυτό απο τον αμερικανό υπουργό εξωτερικών Άντονυ Μπλίνκεν στην πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες ότι οι διαφωνίες αυτές παραμένουν ούτε ότι οι γερμανορωσικές σχέσεις θα περάσουν δοκιμασίες από τις οποίες πολύ δύσκολα θα βγουν αλώβητες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα γερμανικά συμφέροντα.

Ανάλογες ενδεχομένως θα είναι οι συνέπειες για την Γερμανία και από τυχόν επιδείνωση των ευρωατλαντικών σχέσεων με την αγαπημένη της Τουρκία. Ούτως ή άλλως το πιθανότερο είναι ότι το Βερολίνο θα τεθεί και εδώ προ διλημμάτων που θα το φέρουν σε δυσκολότερη θέση από αυτήν που φανταζόταν επί Μέρκελ.

Η Τουρκία με πρώτη ευκαιρία θα ξαναξεδιπλώσει την επιθετικότητα που εμπεριέχει εξ ορισμού ο νεο-οθωμανικός αναθεωρητισμός της και η φιλοδοξία της να κρατήσει ίσες αποστάσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής προκειμένου να ενισχύσει το ρόλο της ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Θα προσπαθήσει να φανεί χρήσιμη και στις δυο πλευρές του αναδυόμενου καινούριου ψυχροπολεμικού σκηνικού. Μάλλον όμως δεν θα είναι εύκολο να τα καταφέρει υπό συνθήκες αυξανόμενης γειωστρατηγικής έντασης σαν και αυτή που θα επικρατήσει αναπόφευκτα, αν οι υφιστάμενες σήμερα εύθραυστες διεθνείς ισορροπίες διαταραχθούν έτι περαιτέρω.

Ανάλογου μεγέθους θα είναι και τα οικονομικά διλήμματα που θα τεθούν στην Γερμανία στην μεταμερκελική και μεταπανδημική εποχή.

Ο Μάριο Μόντι είχε εξάρει προ ημερών (βλ. συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής 21.3.2021) τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε αυτή την φορά η σημερινή Καγκελάριος στην γρήγορη και γενναιόδωρη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική αντίδραση της ΕΕ στην υγειονομική κρίση, σε αντίθεση με τα αντανακλαστικά που είχε επιδείξει απέναντι στην ελληνική κρίση του 2010-2015. Ίσως σε αυτό να συνετέλεσε και το γεγονός ότι στην κυβέρνησή της τώρα δεν υπάρχει Σόυμπλε ενώ στην κεφαλή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκεται η Λαγκάρντ.

Όμως αυτή την φορά το δίδυμο Μακρόν- Ντράγκι δεν θα αρκεσθεί σε μια απλή χαλάρωση των όρων της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επέβαλε στην ευρωζώνη με την Συνθήκη του Μάαστριχτ η γερμανική οικονομική ορθοδοξία.

Δείχνου και οι δυο να είναι ανένδοτοι στην απόφασή τους να διαπραγματευτούν σκληρά την πλήρη αναθεώρηση της ιδρυτικής συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή την αναθεώρηση, εκτός άλλων, και την πρόβλεψη της αμοιβαιοποίησης του δημοσίου ευρωπαϊκού χρέους.

Το πιθανότερο είναι ότι το μπλοκ των βόρειων χωρών θα προβάλει ισχυρή αντίσταση. Δεν θα έχει όμως ούτε την Μέρκελ να το καθοδηγεί, ούτε την άτεγκτη Γερμανία να ρίχνει το αυξημένο ειδικό της βάρος για να κρατήσει τις ισορροπίες εντός της προτεσταντικής δημοσιονομικής ορθοδοξίας.

Με την πάλαι ποτέ κραταιά γερμανική Χριστιανοδημοκρατία να έχει υποστεί μάλλον ανήκεστες πολιτικές βλάβες από την αποτυχημένη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, τα σκάνδαλα να έχουν προκαλέσει σοκ στα παραδοσιακά συντηρητικά ακροατήρια κλονίζοντας την εμπιστοσύνη τους στην ηθική ακεραιότητα του γερμανικού πολιτικού προσωπικού και το έλλειμα ηγεσίας να στερεί την δυνατότητα της κυβερνώσας σήμερα παράταξης να κερδίσει μια αυτοδύναμη πλειοψηφία στην ομοσπονδιακή Βουλή που θα αναδειχθεί από τις εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου η Γερμανία θα έχει πολλά εσωτερικά προβλήματα για να υπερασπισθεί σθεναρά τις απόψεις που μέχρι σήμερα μοιραζόταν με το κλαμπ των βορειοευρωπαίων.

Για τον Μακρον θα είναι η μεγάλη ευκαιρία να ηγηθεί των χωρών του Νότου παίρνοντας το αίμα του πίσω για όσες υποχωρήσεις έχει κάνει τα προηγούμενα χρόνια λόγω της χαρακτηριστικής και απόλυτης προσήλωσής του στην ευρωπαϊκή ιδέα. Τον υποχρέωνε να αποφεύγει κάθε τριβή που θα μπορούσε να ρηγματώσει τον γαλλογερμανικό άξονα. Όμως τώρα με τον Ντράγκι και την δοκιμασμένη τεχνογνωσία του στο πλευρό του θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έναν νέο πιο φιλόδοξο και σίγουρα πιο ευέλικτο άξονα.

Έχουν όμως και οι δυο ένα πρόβλημα από το οποίο παραδόξως η Γερμανία μοιάζει πια να απαλλάσσεται: μια πολύ ισχυρή εσωτερική ευρωσκεπτικιστική αντιπολίτευση έτοιμη να εκμεταλλευτεί την κατάσταση αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση βυθιζόμενη σε μια υγειονομική κρίση που αποτυγχάνει να ελέγξει και σε μια πρωτοφανή κρίση εμπιστοσύνης που έχει προκαλέσει στους πολίτες της η απερίγραπτη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί με τις αστοχίες των ιθυνόντων της.

Με την Γερμανία, που ήταν μέχρι σήμερα η χώρα-κλειδί της ευρωπαϊκής σταθερότητας, να μένει ουσιαστικά ακέφαλη στην μετά-την-Μέρκελ εποχή, το παγκόσμιο σύστημα να γίνεται έρμαιο ενός εντεινόμενου ανταγωνισμού των μεγάλων και περίπου ισοδύναμων δυνάμεων του πλανήτη και την Ευρώπη να βγαίνει ηττημένη από την πανδημία οποιαδήποτε καθυστέρηση στη λύση του προβλήματος ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί σε ζήτημα ζωής ή θανάτου για την ολοκλήρωσή της.