Έχουμε να σκεφτούμε πολλά

Το γεγονός ότι οι καταδικασθέντες για σοβαρά εγκλήματα Χρυσαυγίτες ήταν εκλεγμένοι βουλευτές δεν δηλώνει κάποια συλλογική ευθύνη. Σημαίνει όμως ότι όλα όσα συνέβησαν την προηγούμενη δεκαετία αφορούν όλους μας και θα είναι λάθος να ξορκίσουμε ως εξαίρεση ή ως ένα «ατύχημα της ιστορίας» το ότι δηλωμένοι ναζιστές βρέθηκαν να κάθονται στα έδρανα της Βουλής ως εκπρόσωποι ενός λαού που υπέφερε από τον Ναζισμό και στο όνομα αυτού διέπραξαν ειδεχθή εγκλήματα.

Οι κοινωνίες είναι σαν τα οικοσυστήματα: η ανοχή σε συμπεριφορές που πηγάζει από τις αντιλήψεις και τις στάσεις που πλειοψηφούν κάθε φορά δημιουργούν το εύκρατο κλίμα που χρειάζονται κάποια «λουλούδια» να ξεπεταχτούν και να ριζώσουν για τα καλά.

Μπορεί η ευθύνη για όσα έκανε η Χρυσή Αυγή να μην είναι συλλογική λοιπόν αλλά στην κοινωνία που ζούμε όλοι εμφανίστηκε και απέκτησε ισχύ. Κι αυτό είναι αρκετό να μας βάλει σε σκέψεις.

Ήταν σοφή η προτροπή του Βαγγέλη Βενιζέλου όταν ανακοινώθηκαν οι ποινές στους κατηγορούμενους να δούμε το κλείσιμο αυτής της υπόθεσης ως αφορμή για αναστοχασμό. Κι επειδή τα ελληνικά κόμματα δεν έχουν αναπτύξει μηχανισμούς διαλόγου και εσωτερικής ζύμωσης ώστε να μπορούν να νοηματοδοτούν τα γεγονότα είναι η δεύτερη συνεχόμενη ημέρα που με άρθρο μας θα υποστηρίξουμε την ιδέα ότι το βάρος του αναστοχασμού πέφτει στον καθένα από εμάς ξεχωριστά.

Τώρα που όλα τελείωσαν είναι καλή ευκαιρία να σκεφτούμε κάποια πράγματα. Μπορούμε να ξεκινήσουμε προσπαθώντας να θυμηθούμε όσα σκεφτήκαμε και νιώσαμε όταν είδαμε σε στούντιο τηλεόρασης, σε πανελλήνια μετάδοση, τον καταδικασμένο πλέον Ηλία Κασσιδιάρη να χαστουκίζει τη Λιάνα Κανέλλη.

Τι σκεφτήκαμε όταν πληροφορηθήκαμε ότι τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής επιτέθηκαν σε πάγκους μεταναστών μικροπωλητών στο πανηγύρι στη Ραφήνα;

Τι νιώσαμε όταν ακούσαμε στις ειδήσεις ότι στα Πετράλωνα, ο Σαχζάτ Λουκμάν δολοφονήθηκε με μαχαιριές στην καρδιά ενώ πήγαινε με το ποδήλατό του στη λαϊκή αγορά που εργαζόταν; Αισθανθήκαμε καθόλου οργή προς την ελληνική πολιτεία που επέτρεπε στους Χρυσαυγίτες να παρέχουν «υπηρεσίες προστασίας» προς τους κατοίκους του 6ου Διαμερίσματος της Αθήνας;

Νιώσαμε απελπισία όταν έπρεπε να δολοφονηθεί ένας Έλληνας, ο Παύλος Φύσσας για να αντιδράσει η πολιτεία στους εκλεγμένους εγκληματίες η οποία μέχρι τότε τους παρακολούσε αμήχανη;

Τσακωθήκαμε ποτέ με τον ταξιτζή που μας έλεγε χρυσαυγίτικα; Με την ιδιοκτήτρια του μπακάλικου της γειτονιάς μας που εκλογίκευε τις πράξεις των Κασιδιάρηδων;

Επιχειρήσαμε ποτέ να μεταπείσουμε τον γείτονα που μας δήλωνε με ξετσιπωσιά ότι ψήφισε ένα νεοναζιστικό κόμμα ή καθόμασταν να ακούμε σιωπηλοί τις ασχήμιες του; 

Πιο τρομακτικό κι από τη δράση των Νεοναζί ίσως να είναι το γεγονός ότι κάποιοι από εμάς δεν ντραπήκαμε να δηλώνουμε ότι τους ψηφίζουμε και τους υποστηρίζουμε.
Πιο ντροπιαστική από την ψήφο στη Χρυσή Αυγή ίσως να ήταν η σιωπή της πλειοψηφίας απέναντι στη φρίκη της.

Όταν τον Ιανουάριο του 2013 δολοφονήθηκε από τη Χρυσή Αυγή ένας μετανάστης κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι λίγους μήνες αργότερα θα δολοφονουνταν πάλι από την ίδια οργάνωση, ένας συμπολίτης και συμπατριώτης μας, ο Παύλος Φύσσας. Κι όμως συνέβη και αυτό.

Αν ως κοινωνία δεν είχαμε επιδείξει ανοχή, ίσως και να μην ξαναζούσε η χώρα μας ναζιστικές δολοφονίες. Αλλά συνέβη. Και το γεγονός αυτό, τώρα που τελείωσαν όλα, πρέπει να μας βασανίσει αρκετά ως σκέψη.