Δημήτρης Κουρέτας: Να μιλήσουμε για το λάδι μας

Δημήτρης Κουρέτας: Να μιλήσουμε για το λάδι μας

Του Δημήτρη Κουρέτα

Ανάμεσα στις βασικές αιτίες υστέρησης στην ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας συγκαταλέγονται: η αδυναμία προσανατολισμού της αγροτικής παραγωγής στις απαιτήσεις της αγοράς, το σχετικά μικρό μέγεθος της γεωργικής γης ανά εκμετάλλευση σε ορισμένες καλλιέργειες, η γήρανση και η αρνητική ηλικιακή διάρθρωση του αγροτικού πληθυσμού, η μη οργανωμένη και περιορισμένη είσοδος νέων στον αγροτικό τομέα, το σχετικά χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης και το έλλειμμα πληροφόρησης και ενημέρωσης, η κατακερματισμένη και ανομοιογενής προσφορά γεωργικών προϊόντων, η χαμηλή χρήση μηχανικών μέσων (π.χ. συλλογή ελιάς) και ο περιορισμένος εκσυγχρονισμός της αγροτικής παραγωγής, η απουσία παρατήρησης και σχεδιασμού μιας αποτελεσματικής αγροτικής πολιτικής σε μακροχρόνια βάση, η απουσία επίβλεψης εφαρμογής των μαζικά επιδοτούμενων αγροτών, οι περιορισμένες σχέσεις και συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς και τέλος η απουσία στοχευμένης αγροτικής έρευνας.

Ο κλάδος του ελαιολάδου είναι πολύ σημαντικός για την πατρίδα μας και για να παραμείνει χρειάζονται ορισμένες παρεμβάσεις. Τις έχω σταχυολογήσει παρακάτω.

i) H παραγωγή προϊόντων ελιάς και ελαιολάδου με ταυτότητα και με αναγνωρισμένα?ταυτοποιημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά αναμένεται να συνεισφέρει σημαντικά σε αύξηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων του κλάδου. Η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κανονισμού 432/2012 και η μέτρηση βιταμίνης Ε στις βρώσιμες ελιές, θα τριπλασίαζε τα έσοδα των παραγωγών και ειδικά ορισμένων περιοχών (π.χ. Μαγνησίας).

ii) Παραγωγή προϊόντων έξτρα παρθένου ελαιολάδου εξαιρετικής ποιότητας με υψηλούς βιοδραστικούς δείκτες και με χρήση νέων τεχνολογιών ψυχρής έκθλιψης. Η υψηλή ποιοτική διαβάθμιση των προϊόντων αυτών αναμένεται να αυξήσει την προστιθέμενη αξία του κλάδου. Σύμφωνα με εκπροσώπους του ΣΕΒΙΤΕΛ, η ετήσια παραγωγή κατά μέσο όρο διαμορφώνεται μεταξύ 300.000-350.000 τόνων. Από αυτούς περί τους 180.000 εξάγονται, ενώ περί τους 120.000 διατίθενται για την εγχώρια κατανάλωση.

Ωστόσο, σήμερα η ποσότητα του εξαγόμενου ελληνικού τυποποιημένου ελαιόλαδου ανέρχεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒΙΤΕΛ, σε 25.000 τόνους. Ως εκ τούτου, οι εναπομείναντες 155.000 τόνοι αφορούν χύμα ελαιόλαδο.

Με βάση υπολογισμούς των εκπροσώπων του κλάδου, εάν αυτοί οι 155.000 τόνοι αποτελούσαν τυποποιημένο προϊόν, η συνολική προστιθέμενη αξία από την εξαγωγική διαδικασία τους για την εγχώρια οικονομία εκτιμάται σε 375 εκατ. ευρώ ετησίως (συνυπολογίζοντας και την προστιθέμενη αξία από την τυποποίηση, αλλά και τη φορολόγηση των επιχειρήσεων).

Και εάν μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε τον ευρωπαϊκό κανονισμό 432/2012, περι ισχυρισμών υγείας η προστιθέμενη αξία του ελαιολάδου για την Ελλάδα θα ήταν 1,5 δις ευρώ.  Σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP που επικαλούνται παράγοντες της αγοράς, οι εξαγωγές μας σε αξία διαμορφώνονται στα 180 εκατ. ευρώ, ενώ εάν προσμετρηθούν και τα έλαια που δεν είναι προς βρώση, τότε το ποσό ανέρχεται σε περίπου 220 εκατ. ευρώ.

iii) Ολική διαχείριση των αποβλήτων των ελαιοτριβείων (υγρά απόβλητα και φύλλα) με αξιοποίηση τους για παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας όπως:

1) Αντιοξειδωτικών για χρήση σε τρόφιμα, καλλυντικά, ζωοτροφές και συμπληρώματα

διατροφής. Για παράδειγμα σε όλη την περιοχή της Θεσσαλίας παράγονται αναλόγως της καρποφορίας των ελαιοδένδρων 30.000?50.000 τόνοι υγρών αποβλήτων με περιεχόμενο 3?4 γραμμάρια αντιοξειδωτικών / κιλό και εμπορική αξία 300?600 Ευρώ ανά κιλό αντιοξειδωτικού. Επίσης τα φύλλα της ελιάς αποτελούν 3?5% του ελαιοκάρπου και αν συλλεχθούν αποτελούν πολύτιμη πηγή αντιοξειδωτικών.

2) Παραγωγή ζωοτροφών με ενσωμάτωση των υγρών αποβλήτων με άλλα γεωργικά απόβλητα/ παραπροϊόντα/ υποπροϊόντα. Μελέτες δημοσιευμένες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Τμήμα Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας και του ΤΕΙ Θεσσαλίας τα έτη 2015 και 2016, αποκαλύπτουν ότι η κατανάλωση τέτοιων ζωοτροφών , αλλάζει θεαματικά προς το καλύτερο για τον καταναλωτή το προφίλ των λιπαρών σε χοιρινά και πρόβατα.

iv) Παραγωγή προϊόντων τύπου anti pasti δηλαδή ορεκτικών με χρήση ελιάς και παρθένου ελαιολάδου ή και πάστας ελιάς στην συνταγή των προϊόντων. Το πρόβλημα της διάθεσης του ελαιολάδου είναι η χαμηλή τιμή στην οποία διατίθεται κυρίως στην Ιταλία λόγω της μη τυποποίησης του και αντίστοιχα το πρόβλημα της βρώσιμης ελιάς είναι η δημιουργία αποθεμάτων μακράς διαρκείας που δημιουργεί πρόβλημα ρευστότητας στις επιχειρήσεις του κλάδου. Τα δύο αυτά προβλήματα μπορούν να λυθούν με ανάπτυξη προϊόντων μεσογειακής διατροφής που ανήκουν στην κλάση των ορεκτικών με συμμετοχή της ελιάς και του ελαιολάδου ως συστατικά τους. Τα προϊόντα αυτά είναι ιδιαίτερα υψηλής προστιθέμενης αξίας και με μεγάλο μερίδιο αγοράς.

v) Ως ευκαιρία για τον κλάδο παρουσιάζεται το άνοιγμα των μεγάλων αγορών της Ρωσίας και της Κίνας που μπορούν να απορροφήσουν μεγάλο όγκο προϊόντων με την προϋπόθεση ότι θα πρέπει να υπάρχει υψηλή ποιοτική διαβάθμιση και πιστοποίηση ποιότητας και αναπτυγμένα πλάνα μάρκετινγκ για την διείσδυση στις εν λόγω αγορές με προσαρμογή των προϊόντων στην κουλτούρα και τις καταναλωτικές συνήθειες των εν λόγω αγορών.

vi) Παραγωγή προϊόντων με βάση το παρθένο ελαιόλαδο και ανάμιξη με βότανα και αιθέρια της Μεσογειακής διατροφής για την ενίσχυση της γεύσης και την χρήση τους ως πρόσθετα σε σαλάτες και στην μαγειρική. Τα εν λόγω προϊόντα έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία και διαφοροποιούν την διάθεση του παρθένου ελαιολάδου ή και των πυρηνελαίων αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία.

Τα παραπάνω είναι πράγματα που γίνονται σε διάφορα Ελληνικά ΑΕΙ και ΤΕΙ αλλά δεν υπάρχει συντονισμός. Ποιος θα μπει μπροστά να τα συντονίσει;