Διάλογος ή σύγκρουση, είναι ψευτοδίλημμα

Είναι μια συνήθης μέθοδος δημιουργίας θετικών εντυπώσεων για τις απόψεις μας, η διατύπωση διλημμάτων όπου απέναντι στην δική μας θέση βάζουμε μια εμφανώς ακραία, με αρνητικά χαρακτηριστικά. Στο δίλημμα «διάλογος ή σύγκρουση» ποιος νουνεχής άνθρωπος θα προτιμούσε τον πόλεμο; Ομοίως, στο εξίσου απλουστευτικό και προπαγανδιστικό δίλημμα «αποτροπή ή υποταγή», νομίζω πως η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θα επέλεγε την αποτροπή.

Είναι προφανές πως με τέτοιους όρους δεν μπορεί να γίνει γόνιμος διάλογος και ιδίως αν αυτός αφορά τα ελληνοτουρκικά, καθώς συσκοτίζουμε το πρόβλημα με αυτές τις απλοϊκές προσεγγίσεις.

Ένα είναι σίγουρο, μέχρι στιγμής. Είναι η πάγια θέση της Ελλάδας πως η μόνη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία αφορά την υφαλοκρηπίδα. Ως εκ τούτου, ό,τι και να ισχυρίζονται οι γείτονες στις διαπραγματεύσεις, αν ποτέ φτάσουμε σε αυτό το σημείο, θα συζητήσουμε μόνο το συγκεκριμένο θέμα και ή θα συμφωνήσουμε ή θα πάμε με συνυποσχετικό στην Χάγη. Δεν μπαίνω στα ψιλά γράμματα αυτής της μακράς πορείας, που βεβαίως δεν είναι και τόσο ψιλά.

Μέχρις εδώ είναι τα αγαθά του διαλόγου. Μετά όμως τι γίνεται; Η Τουρκία θέτει ζήτημα εναρμόνισης του εναέριου χώρου τής πατρίδας μας με τα χωρικά ύδατα, θέτει θέμα τουρκικής μειονότητας στην Θράκη και βέβαια το φλέγον θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου που, όπως ισχυρίζεται, αφορά την εθνική της ασφάλεια.

Είναι και προφανές και αυτονόητο πως ο διάλογος σταματά εδώ. Δεν νομίζω πως θα υπάρξει ποτέ ελληνική κυβέρνηση που θα διαπραγματευτεί -χωρίς να έχει προηγηθεί στρατιωτική ήττα- αυτά τα θέματα. Θα καταρρεύσει, πάραυτα.

Όμως από την στιγμή που η Τουρκία έθεσε στο τραπέζι αυτά τα προβλήματα, θα αποτελούν ένα σταθερό σημείο εντάσεων και τριβών στο διηνεκές. Στην κυριακάτικη «Καθημερινή», ο Τούρκος ακαδημαϊκός και υπέρμαχος της συνεργασίας των δύο χωρών Κεμάλ Κιριτσί, δήλωσε πως «η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει να ζουν με τις διαφορές τους». Αυτό εγώ το μετέφρασα πως η Ελλάδα θα πρέπει να ζει υπό τις απειλές της Τουρκίας, καθώς εμείς δηλώνουμε πως εκτός από την υφαλοκρηπίδα δεν έχουμε άλλο πρόβλημα με τους γείτονες.

Συνεπώς, για να ανεπεξέλθουμε ως έθνος απέναντι σε ένα μόνιμο καθεστώς απειλών, μια τακτική θα πρέπει να έχουμε. Αυτήν την αποτροπής. Δηλαδή πανίσχυρες Ένοπλες Δυνάμεις και μια αποφασισμένη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να τραβήξει την σκανδάλη, αν παραστεί ανάγκη. Γιατί το δόγμα της αποτροπής δεν απαιτεί μόνον ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις. Απαιτεί να δώσουμε στην απέναντι πλευρά να καταλάβει πως είμαστε αποφασισμένοι να τις χρησιμοποιήσουμε κιόλας. Να αντιληφθούν οι ελίτ της Τουρκίας πως θα καταβάλουν σημαντικό κόστος, αν αποτολμήσουν σύγκρουση, πολύ μεγαλύτερο από το οποιοδήποτε προσδοκώμενο όφελος, αν τελικά υπάρξει κι αυτό.

Βέβαια, μακάρι να δικαιωθούν οι καλόπιστοι που πιστεύουν πως οι καλές προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών, αρκούν για να αμβλύνουν τις διαφορές που υπάρχουν. Πάντως, αν αναλύσουμε την φυσιογνωμία του κεμαλικού κράτους και τις πολιτικές που ακολουθεί σταθερά, δεν θα πρέπει να είμαστε και τόσο αισιόδοξοι.