Δεν αξίζουμε τον Γιώργο Λιάγκα

Δεν αξίζουμε τον Γιώργο Λιάγκα

Της Κατερίνας Οικονομάκου

Ο Γκάι Μπερν πέθανε την περασμένη Δευτέρα στο Δουβλίνο, σε ηλικία 85 ετών. Ο Μπερν ήταν ένας θρύλος της ιρλανδικής τηλεόρασης και μια από τις εμβληματικές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής στην πατρίδα του. Μέσω της τηλεοπτικής εκπομπής του, πρώτα τις καθημερινές και στη συνέχεια τα σαββατοκύριακα, ο Γκάι Μπερν έμπαινε επί 37 χρόνια σε όλα τα ιρλανδικά σπίτια. Οι Irish Times τίμησαν τη μνήμη του με ένα οκτασέλιδο αφιέρωμα.

Ο συντάκτης της νεκρολογίας του στους New York Times κάνει λόγο για έναν άντρα ευφυή, ήρεμο, ευγενικό και κομψό, ο οποίος υποδεχόταν πάντα τους καλεσμένους του άψογα προετοιμασμένος. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος προτρέπει τους αναγνώστες του να φανταστούν τον Μπερν σαν έναν συνδυασμό Τζόνι Κάρσον, Γουόλτερ Κρόνκαϊτ και Όπρα Γουίνφρεϊ. Ο γνωστός αρθρογράφος των Irish Times Φίνταν Ο' Τουλ μιλάει για έναν άνθρωπο πολύ ξεχωριστό. Έναν άνθρωπο που μπορούσε να είναι αφοπλιστικά χαριτωμένος και γοητευτικός, και την ίδια ώρα εντελώς αδίστακτος, πράγμα που του επέτρεπε να ανοίγει δρόμο μέσα από τους πιο σκοτεινούς τόπους και να κάνει τους Ιρλανδούς να ομολογούν δημοσίως όσα δεν τολμούσαν να παραδεχτούν ιδιωτικώς.

Ο Γκάι Μπερν δεν έβλεπε τον εαυτό του σαν δημοσιογράφο. Αυτοπροσδιοριζόταν ως τηλεοπτικός παρουσιαστής, που έκανε μια ψυχαγωγική εκπομπή. Ο Μπερν κυνηγούσε τα νούμερα, αμείλικτα. Και τα πετύχαινε. Ήθελε τα θέματα της εκπομπής του να δίνουν τροφή για συζητήσεις, όλη την εβδομάδα. Σήμερα, υποθέτω, θα έβαζε στόχο να προκαλεί θόρυβο στα σόσιαλ μίντια, να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των Ιρλανδών στο FB και το τουίτερ. Ποιος υπήρξε πάντα ο πιο σίγουρος τρόπος να τραβήξει και να κρατήσει κανείς την προσοχή, αν όχι το σκάνδαλο και η πρόκληση;

Αλλά όλα τα σκάνδαλα δεν έχουν την ίδια αξία. Και τις προκλήσεις του, τις επιλέγει κανείς: Το 1985, στην συντηρητική, καθολική Ιρλανδία όπου η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμη εκτός νόμου, ο Γκάι Μπερν κάλεσε στο τηλεοπτικό στούντιο δυο Αμερικανίδες πρώην καλόγριες, οι οποίες είχαν μιλήσει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία τους. Έξω από το κτίριο, ένα πλήθος από σκανδαλισμένους πιστούς έψελνε προσευχές. Ο Μπερν δεν υποχώρησε στην πίεση που επιχείρησαν να ασκήσουν. Και δεν υποχώρησε τη στιγμή, μάλιστα, που ο ίδιος ήταν κοινωνικά συντηρητικός και πιστός στο θεό.

Το 1987, στη διάρκεια μιας συζήτησης για την αντισύλληψη και το AIDS, ο Μπερν έβγαλε ένα προφυλακτικό, η πώληση του οποίου είχε μόλις πρόσφατα νομιμοποιηθεί παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας, και παρουσίασε στους τηλεθεατές ένα βίντεο για τη σωστή του χρήση. Αυτά συνέβαιναν στην κρατική τηλεόραση της αυστηρά, αδυσώπητα καθολικής Ιρλανδίας, όπου η τυραννική επιρροή της Εκκλησίας ρύθμιζε τις ζωές εκατομμυρίων αντρών και γυναικών. Κι ο Μπερν, ήταν ο αγαπημένος τηλεπαρουσιαστής της μέσης Ιρλανδέζας νοικοκυράς.

Το 1984, η 15χρονη Αν Λόβερ πέθανε την ώρα που έφερνε στο κόσμο το παιδί της, μόνη, μέσα σε παγωμένο παρεκκλήσι, κάτω από ένα άγαλμα της Παναγίας. Ο Μπερν, ο οποίος είχε και ημερήσια, πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή, κάλεσε ηθοποιούς οι οποίοι διάβασαν εκατοντάδες επιστολές από γυναίκες που διηγούνταν τις δικές τους εμπειρίες από κρυφές, μοναχικές γέννες και παράνομες αμβλώσεις.

Θα πει κανείς ότι ο συνειρμός ήταν αστείος: Διαβάζοντας τη νεκρολογία του θρυλικού παρουσιαστή της ιρλανδικής τηλεόρασης, ο νους μου ξέφευγε διαρκώς προς τον Γιώργο Λιάγκα. Ξέρω, ακούγεται από κωμικό έως εξωφρενικό, αλλά
την ώρα που διάβαζα, οι δικές μου πιο πρόσφατες τηλεοπτικές αναφορές περιλάμβαναν εκείνο το βίντεο που έχει γίνει βάιραλ, με την τηλεοπτικό διασκεδαστή και τις συμπαρουσιάστριές του να χαχανίζουν με μια υπόθεση
σεξουαλικής παρενόχλησης.

Θα περιμένω να δω αν η διακηρυγμένη βεβαιότητα ότι «αυτά θέλει ο κόσμος» είναι δικαιολογημένη, αφού πρώτα προσφερθεί στους Έλληνες τηλεθεατές μια εκπομπή που κυνηγάει την πρόκληση, αλλά το κάνει με γνώση, με αυτοπεποίθηση, με τόλμη και, επιτέλους, με αυτοσεβασμό. Εντάξει, και λίγη κομψότητα δεν θα έβλαπτε. Έχουμε την τηλεόραση που αξίζουμε; Όχι, αξίζουμε τον Γκάι Μπερν, δεν αξίζουμε τον Γιώργο Λιάγκα. Σαν να το ακούω τώρα, «μα τι κάθεσαι και συγκρίνεις». Γιατί να μην συγκρίνω;