Το βαρίδι των υψηλών επιτοκίων

Το βαρίδι των υψηλών επιτοκίων

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Το επιχείρημα της κυβέρνησης πως δεν ανησυχεί από την αύξηση των επιτοκίων στη δευτερογενή αγορά των ομολόγων του δημοσίου, λόγω της ύπαρξης του μαξιλαριού και της μη άμεσης ανάγκης για προσφυγή στις αγορές, φανερώνει την άγνοια που κυριαρχεί στο κυβερνητικό επιτελείο.

Οι αγορές είναι προσεκτικές, έχουν μνήμη και παρακολουθούν και συγκρίνουν όσα στοιχεία τους είναι χρήσιμα για τις επενδυτικές τους αποφάσεις. Επομένως κανένα στοιχείο δεν είναι χωρίς σημασία, όσο δευτερεύον και να εκτιμά η κυβέρνηση πως είναι. Οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν σκαρφαλώσει στο 4,56% και παρ' όλο που η ελληνική δευτερογενής αγορών ομολόγων είναι περιορισμένη, αβαθής και άνευ ιδιαίτερης συναλλακτικότητας, το 4,56% αποτελεί σημείο αναφοράς που επηρεάζει με πολλούς τρόπους σημαντικές πτυχές και δείκτες της οικονομίας.

Το 4,56% αποδεικνύει πως ο συντελεστής ρίσκου της χώρας παραμένει υψηλός και αυτό αποτυπώνεται πλήρως σε εκθέσεις και αναλύσεις. Παντού καταγράφεται και σημειώνεται πως το λεγόμενο “country risk” δεν αποκλιμακώνεται και πως η οικονομία αδυνατεί να επιστρέψει σε κάποια έστω και οριακή κανονικότητα. Ας δούμε λεπτομερειακά το πως επηρεάζεται από τα υψηλά επιτόκια, η πραγματική οικονομία.

1) Όταν η απόδοση της άκοπης και παθητικής επένδυσης στα ομόλογα είναι υψηλή, τότε ο υποψήφιος επενδυτής που επιθυμεί να επενδύσει σε κάποια επιχείρηση, θα αναζητήσει πολύ μεγαλύτερη απόδοση καθώς σε αυτή θα πρέπει να ανταμειφθεί και για το επιχειρηματικό ρίσκο που θα λάβει. Αυτό σημαίνει πως θα επιδιώξει να αγοράσει μια εταιρία ή μια μετοχή, όταν θα έχει χαμηλούς πολλαπλασιαστές κερδοφορίας “P/E” (χαμηλής τιμής προς κέρδη μετοχής), δηλαδή να πάρει ο επενδυτής πίσω τα λεφτά του, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Με μαθηματικούς όρους το Ρ/Ε είναι αντιστρόφως ανάλογο προς τα επιτόκια των ομολόγων του δημοσίου. Όμως τα κέρδη μιας εταιρίας είναι δεδομένα, οπότε είναι προφανές πως αλλάζει η αποτίμηση της εταιρίας ή της μετοχής προς χαμηλότερες τιμές. Επομένως τα υψηλότερα επιτόκια, εξασθενίζουν τις αποτιμήσεις των εταιριών, εισηγμένων ή μη.

2) Όταν μια εταιρία έχει ανάγκη πιστωτικής τραπεζικής γραμμής και αναζητά δάνεια, το επιτόκιο το οποίο καλείται να πληρώσει, υπολογίζεται έμμεσα ως άθροισμα του “ρίσκου χώρας” (το γνωστό και ως country risk) και του “ρίσκου της επιχείρησης”. Αυτό σημαίνει πως το ρίσκο της χώρας που αποτυπώνεται στο επιτόκιο των ομολόγων, επιβαρύνει υπέρμετρα τον εταιρικό τραπεζικό δανεισμό.

3) Το κόστος του δανεισμού, επιβαρύνει με τη σειρά του το κόστος της λειτουργίας, τα αποτελέσματα χρήσεως και τους ισολογισμούς των εταιριών. Έτσι τίθεται σε αμφιβολία ή σε κίνδυνο, η ανταγωνιστικότητα των εταιριών σε σχέση με τις αντίστοιχες εταιρίες του εξωτερικού. Επομένως τα υψηλά χρηματοοικονομικά κόστη, εκτροχιάζουν τις ελληνικές εταιρίες εκτός ανταγωνισμού. Επιπλέον όταν κάποιος επενδυτής συγκρίνει ομοειδείς εταιρίες, επιλέγει πιο εύκολα να επενδύσει σε αυτές που έχουν χαμηλότερα χρηματοοικονομικά κόστη και δείχνουν πιο εύρωστες και υγιείς, απέναντι στις αυξομειώσεις των επιτοκίων και τις αλλαγές στις πιστωτικές και νομισματικές πολιτικές.

Συμπερασματικά το επιτόκιο των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, δεν δίνει μόνο ένα μήνυμα για την δυνατότητα του Ελληνικού Δημοσίου να πωλήσει χρέος στις αγορές, Δίνει ένα επιπλέον μήνυμα για τον τρόπο που μπορεί να πορευτεί η ελληνική οικονομία.