Βαγγέλης Ραπτόπουλος: «Δεν υπάρχει πιο ιδιότροπο πράγμα από την αλήθεια»

Βαγγέλης Ραπτόπουλος: «Δεν υπάρχει πιο ιδιότροπο πράγμα από την αλήθεια»

«Αυτές τις μέρες ολοκληρώνω τη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων του μυθιστορήματός μου “Ανέγγιχτη”, που το δούλευα χρόνια και θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2022. Η ερωτική ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, μέσα από τα μάτια της πρώτης του γυναίκας, της Γαλάτειας. Στο βάθος, πρόκειται για μία ακόμη εξερεύνηση του προσφιλούς μου θέματος που είναι ο παράδεισος και η κόλαση της λαγνείας. Και ταυτόχρονα μία αναζήτηση όχι απλώς του Θεού, όπως το έθετε ο δημιουργός της “Ασκητικής”, αλλά ενός άκρως επίκαιρου και ζωτικού θέματος που είναι η χαμένη σήμερα πια αίσθηση του ιερού, της πνευματικότητας, της μαγείας.» Λέει ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά σχέδιά του στο Liberal.gr και γενναιόδωρα μας ανοίγει τα λογοτεχνικά του συρτάρια.

Εμμονές, ήρωες κι ηρωίδες, μυθιστορηματικά παράδοξα, αγαπημένα βιβλία και συγγραφείς, για όλα θα μας μιλήσει επιμένοντας «Εν ολίγοις, το γράψιμο παραμένει για μένα ένα μυστήριο». Και «Πιστεύω ότι γενικότερα στις δημιουργικές δουλειές τον πρώτο λόγο τον έχει το ασυνείδητο.»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Ραπτόπουλε, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Όπως έχει εκ των πραγμάτων αποδειχθεί, μπορώ να γράψω παντού. Ωστόσο, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τα γραπτά μου γεννήθηκαν μες στο γραφείο μου. Κάτι ανάλογο ισχύει και για το πότε γράφω. Συνήθως είμαι πολύ πιο παραγωγικός τις πρωινές ώρες, και μάλιστα από πολύ νωρίς, ας πούμε μεταξύ έξι το πρωί κι έντεκα δώδεκα το μεσημέρι.

Μια άλλη επαναλαμβανόμενη κατάσταση: βυθίζομαι σε ένα είδος δυσθυμίας και κατήφειας πριν ξεκινήσω ένα γραπτό ή όσο κάνω τις πρώτες προσπάθειες. Λες και δυσανασχετεί ολόκληρο το είναι μου, καθώς ετοιμάζομαι να εγκαταλείψω τον πραγματικό κόσμο και να χωθώ ολόψυχα στον φανταστικό που θέλω να επινοήσω.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Ναι, θα έλεγε κανείς ότι μου είναι φύσει αδύνατον να γράψω έστω και μια γραμμή εάν δεν γνωρίζω εκ των προτέρων όχι μόνο προς τα πού πάει, αλλά ακόμη και πώς ακριβώς τελειώνει ένα γραπτό μου, από το πιο σύντομο ως το πιο εκτενές. Την ίδια στιγμή, όμως, σχεδόν πάντοτε το αρχικό πλάνο μου αναδομείται εκ βάθρων και η τελική εκδοχή απέχει κάποτε παρασάγγας από τη σύλληψή της. Πράγμα λογικό, αν σκεφτούμε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία μοιάζει ή ισοδυναμεί με τις ανακαλύψεις που κάνουν επιστήμονες, εξερευνητές και αρχαιολόγοι. 

Με άλλα λόγια, δεν θα μπορούσε ποτέ ένας δημιουργός να γνωρίζει εκ των προτέρων πού θα καταλήξει, αφού, όπως και οι ήρωες στους γνωστούς στίχους του Σεφέρη, «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε». Κατά τα άλλα, «μια εικόνα ή φράση» (όχι υποχρεωτικά «η αρχική»), όπως σημειώνετε χαρακτηριστικά κι εσείς στην ερώτησή σας, είναι το σημείο από όπου τις περισσότερες φορές ξεκινούν όλα.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Μάλλον το πιο πρόσφατο, το αυτοβιογραφικό «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί». Αρχικά έγραψα τα περισσότερα από τα 36 σύντομα κείμενα που το απαρτίζουν με τη μορφή ποιήματος, αλλάζοντας κάθε λίγες λέξεις στίχο (είχα μάλιστα επιλέξει έναν παράδοξο τρόπο παράθεσής τους: οι στίχοι ήταν κεντραρισμένοι στη σελίδα και δεν ξεκινούσαν στοιχισμένοι στα αριστερά).

Στο τέλος, όμως, η συγκεκριμένη μορφή μου φάνηκε πολύ εξεζητημένη και εντυπωσιοθηρική, ή ίσως χωρίς ιδιαίτερο νόημα και ουσία, κι ένωσα τις φράσεις, δίνοντας στα κείμενα τη μορφή που έχουν τώρα, τη μορφή πεζού δηλαδή, όπως ακριβώς έκανα σχεδόν πάντα, από τότε που ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου στη λογοτεχνία.

Αν κέρδισα κάτι από όλη αυτήν την περιπέτεια, είναι ότι οι ιστορίες που διαλέγω να αφηγηθώ, τα θέματα που θίγω προσεγγίζονται με έναν τρόπο όσο γίνεται πιο συνοπτικό, συμπυκνωμένο και λακωνικό, ζωντανεύουν μόνο με δυο τρεις φλασιές ή πινελιές, αποκτώντας την ελάχιστη δυνατή έκταση, δειγματοληπτικά, θα λέγαμε. Κατά τα άλλα, εννοείται ότι τα κείμενα δεν άλλαξαν σε κάτι, μόλις έπαψαν να μιμούνται από πλευράς μορφής (ή μάλλον από πλευράς στοιχειοθεσίας) τα ποιήματα: ίδιες φράσεις, ίδια στίξη και, προφανώς, ίδια ουσία.

Όταν είχα ολοκληρώσει το βιβλιαράκι με την ιστορία της ζωής μου ή, πιο σωστά, με όλα όσα αποτελούν ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί, συνειδητοποίησα ότι δίσταζα να δημοσιοποιήσω τόσο προσωπικά και μύχια πράγματα. Σε μια πρώτη φάση, αποφάσισα να αφήσω το βιβλίο κατά μέρος. Στη συνέχεια, όμως, μου ήρθε μια φαεινή ιδέα. Πώς θα ήταν, άραγε, αν μετέτρεπα αυτές τις σύντομες και πάντα εξομολογητικές, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις σε τριτοπρόσωπες;

Προφανώς θα άλλαζα και τα ονόματα, μασκαρεύοντας και τον εαυτό μου και τους οικείους μου, και θα μπορούσα έτσι να γενικεύσω ακόμη περισσότερο τα γραφόμενά μου, δίνοντάς τους μια άλλη προοπτική. Και, αν ήμουν τυχερός, να τα κάνω ίσως να ενδιαφέρουν πιο πολύ κόσμο. Εξάλλου αυτή είναι η δουλειά μου, η μυθοπλασία, και με την απλούστατη διαδικασία που είχα συλλάβει τα βιώματά μου θα μεταμφιέζονταν, θα μεταμορφώνονταν, θα προβιβάζονταν σε δήθεν επινοημένες αφηγήσεις. Και, την ίδια στιγμή, η ουσία τους θα παρέμενε ίδια, ολόιδια. Άμ’ έπος άμ’ έργον.

Στρώθηκα στη δουλειά και μετέγραψα ολόκληρο το βιβλίο σε τρίτο πρόσωπο, παραλλάσσοντας πρόσωπα και πράγματα, όπου έκρινα ότι αυτό ήταν αναγκαίο. Το αποτέλεσμα, όμως, μου φάνηκε σχεδόν γελοίο και, ανακρούοντας πρύμναν, επέστρεψα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η ουσία μπορεί να ήταν ίδια και στη μασκαρεμένη, τριτοπρόσωπη εκδοχή. Όμως δεν πετύχαινα και πολλά, αφού, παρά το καμουφλάρισμα, και πάλι ήταν ορατή η αλήθεια.

Επιπλέον, η σχεδόν γελοία (όπως μου φάνηκε) διάσταση που αποκτούσαν κατά σημεία τα κείμενά μου, αν και δεν άλλαζε την ουσία, τη χρωμάτιζε με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε σαν να μην ήταν τελικά η ίδια. Δεν υπάρχει πιο ιδιότροπο πράγμα από την αλήθεια. Αυτή είναι η ουσία.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Υπάρχει μια ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Μπακονίκα που ο τίτλος της συμπυκνώνει τη θεματολογία των περισσότερων γραπτών μου: «Ηδονή και εξουσία». Ως προς την ηδονή, αρκεί να πούμε ότι τα μισά μυθοπλαστικά έργα μου έχουν από άλλους απλώς χαρακτηριστεί κι από άλλους κατηγορηθεί ως πορνογραφία.

Ως προς την εξουσία, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι εδώ και σαράντα χρόνια στα βιβλία μου έχουν καταγραφεί, πάντα με τον λοξό τρόπο της λογοτεχνίας, όλες οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στην κάθε δεκαετία. Τέλος, έχουμε και μια τρίτη τάση, την οποία συνιστούν τα γραπτά μου που αρδεύονται ευθέως από τη ζωή μου. Σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικά, τα κείμενα αυτά μετεωρίζονται συνήθως μεταξύ εξομολογητικού δοκιμίου και χρονικού.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πιστεύω ότι γενικότερα στις δημιουργικές δουλειές τον πρώτο λόγο τον έχει το ασυνείδητο. Επομένως, και αφού δεν γράφω βάσει προγράμματος, ιδέα δεν έχω γι’ αυτό που με ρωτάτε. Ή, αλλιώς, όπως θα το έθετε και ο προπάππος μας ο Σωκράτης, «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Εν ολίγοις, το γράψιμο παραμένει για μένα ένα μυστήριο. Μπαίνω συχνά στον πειρασμό να το ερμηνεύσω, κάτι τέτοιο όμως αποδεικνύεται πρακτικά αδύνατον.

Όχι μόνο η δημιουργικότητα, αλλά ολόκληρος ο εγκέφαλος και ό,τι λέμε ψυχή είναι μυστηριώδη πράγματα, που αμφιβάλλω αν θα μπορέσει ποτέ η επιστήμη να φωτίσει κάθε γωνιά τους κρυφή. Ο τρόπος που λειτουργούμε γενικά σαν άνθρωποι έχει ένα πολύ μεγάλο μέρος ανεξήγητο και σκοτεινό, ανεξιχνίαστο και ανορθολογικό. Απλώς, επειδή στην εποχή μας είμαστε υποδουλωμένοι στον ορθολογισμό, και νομίζουμε ότι όλα είναι μετρήσιμα μεγέθη, αρνούμαστε να το παραδεχτούμε.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Ισχύουν κι εδώ όσα προανέφερα μόλις. Ή, αλλιώς, και πάλι, ιδέα δεν έχω γι’ αυτό που με ρωτάτε. Αγνοώ τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ένας ήρωας ή μια ηρωίδα προκειμένου να πρωταγωνιστήσουν σε ένα γραπτό μου. Υπολογίστε, επίσης, ότι τόσο παραγωγικός που είμαι -πολυγραφότατος, όπως λένε-, οι χαρακτήρες που έχω πλάσει είναι συχνά αντίθετοι μεταξύ τους, όσο η μέρα με τη νύχτα. Με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται κανείς να συμπεράνει σταθερές ή επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ούτως ή άλλως, η διαδικασία της δημιουργίας τους παραμένει για μένα βαθύ μυστήριο. Και, σε μεγάλο βαθμό, γράφοντας προχωράω πάντα στα τυφλά.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Σχεδόν όλοι τους. Συχνά φέρνω στον νου μου τον τρόπο που έγραψα ένα από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματά μου, τη «Λούλα». Ξεκίνησα να γράφω από το σημείο που στην τυπωμένη εκδοχή είναι το δεύτερο, το μεσαίο μέρος. Και ως συνήθως κόλλησα κι άφησα το γραπτό μου στην άκρη για μήνες. Ώσπου, πηγαίνοντας διακοπές, συνέλαβα την ιδέα της συγκατοίκησης της ηρωΐδας μου με μια άλλη κοπέλα, που ψυχικά και ερωτικά βρίσκεται στον αντίποδά της. Εύθραυστη, σεμνότυφη και άπειρη η Λούλα, σκληρή, αγοραία και περπατημένη η Εύη. Η αντιπαράθεσή τους μού έλυσε τα χέρια.

Με θυμάμαι να γράφω σαν μανιακός. Αγόρασα στυλό και κόλλες χαρτί, δεν είχα μαζί μου τον υπολογιστή, και τις γέμιζα με ρυθμούς πολυβόλου. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, αφού πληκτρολόγησα και διόρθωσα το πρώτο μέρος, ολοκλήρωσα και το δεύτερο. Οπότε και ξανακόλλησα. Μέχρι τότε νόμιζα ότι το μυθιστόρημα τελείωνε σε εκείνο το σημείο. Φτάνοντας όμως εκεί, συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ήταν, επ’ ουδενί, το τέλος. Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να γράψω και το τρίτο μέρος.

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Το σκισμένο και καταταλαιπωρημένο γυαλιστερό εξώφυλλο της σκληρόδετης έκδοσης που βρίσκεται ακόμη στη βιβλιοθήκη μου, γράφει: «“Μυνχάουζεν”. Εγκυκλοπαιδικαί εκδόσεις Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ε.Ε. Αθήναι». Και στη σελίδα των τίτλων: «Ε. Δ. Μουνδ “Οι περιπέτειες του βαρώνου Μυνχάουζεν”. Copyright 1931». Θα ήθελα να είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου. Όχι μόνο επειδή υπήρξε ένα από τα αγαπημένα μου όταν ήμουν μικρός. Αλλά και επειδή ο μεγαλύτερος, ο πιο πατενταρισμένος ψεύτης της λογοτεχνίας θα έπρεπε υποχρεωτικά να συντροφεύει στη διάρκεια της προεφηβείας του κάποιον που έμελλε να φάει τη ζωή του στην υπηρεσία της μυθοπλασίας.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Σχεδόν όλα όσα αναφέρω, κατ’ αλφαβητική σειρά, στην επόμενη απάντηση.

-  Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Αριστοφάνης («Βάτραχοι»), Ηράκλειτος («Αποσπάσματα»), Καβάφης («Ποιήματα»), Καζαντζάκης («Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»), Κάφκα («Η δίκη»), Τζέιμς Κέιν («Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές»), Μπουλγκάκοφ («Ο Μετρ και η Μαργαρίτα»), Ντοστογιέφσκι («Ο ηλίθιος»), Παπαδιαμάντης («Η φόνισσα»), Πλάτων («Συμπόσιο»), Σαίξπηρ («Βασιλιάς Ληρ»), Σάλιντζερ («Ο φύλακας στη σίκαλη»), Σοφοκλής («Οιδίπους Τύραννος»), Στάινμπεκ («Άνθρωποι και ποντίκια»), Τολστόι («Άννα Καρένινα»), Φώκνερ («Η βουή και το πάθος»).

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όταν ήμουν μικρότερος, μου ήταν σχεδόν αδύνατον να γράψω έστω και μία γραμμή χωρίς τη συνοδεία μουσικής. Εδώ και αρκετά χρόνια, όμως, μου είναι αδύνατον να γράψω έστω και μία γραμμή με τη συνοδεία μουσικής, επειδή με αποσπά και δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ. Από εικαστικά έργα έχω συχνά ξεκινήσει να γράφω, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις με βοήθησαν να ολοκληρώσω ό,τι έγραφα. Το παράδειγμα που δεν λέει να φύγει από το μυαλό μου είναι το μυθιστόρημά μου «Μοιρολα3» (μια διασκευή του «Παραμυθιού χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα).

Το φινάλε του βιβλίου το εμπνεύστηκα από το καρέ με το οποίο ξεκινάει ένα κόμικ του Φώτη Πεχλιβανίδη, ένα καρέ που κοσμεί το εξώφυλλο της αρχικής έκδοσης. Με τον τρόπο αυτόν, βαυκαλίζομαι ότι οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες μου έχουν την ευκαιρία να δουν να επαναλαμβάνεται με τα λόγια μου η εικόνα που πρωτοβλέπουν πριν καν ανοίξουν το βιβλίο.

Όσο για τις αναγνωστικές προτιμήσεις μου, πραγματικά γίνονται εξαιρετικά ιδιότροπες όταν γράφω. Είναι σαν να υπάρχουν κείμενα που με ωθούν να συνεχίζω το γράψιμο (είτε με το θέμα τους, και την προσέγγισή του από πλευράς δομής, είτε με τον τρόπο γραφής τους), και άλλα που μου προκαλούν δημιουργικό μπλοκάρισμα και γλωσσοδέτη.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Αυτές τις μέρες ολοκληρώνω τη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων του μυθιστορήματός μου «Ανέγγιχτη», που το δούλευα χρόνια και θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2022. Η ερωτική ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, μέσα από τα μάτια της πρώτης του γυναίκας, της Γαλάτειας. Στο βάθος, πρόκειται για μία ακόμη εξερεύνηση του προσφιλούς μου θέματος που είναι ο παράδεισος και η κόλαση της λαγνείας. Και ταυτόχρονα μία αναζήτηση όχι απλώς του Θεού, όπως το έθετε ο δημιουργός της «Ασκητικής», αλλά ενός άκρως επίκαιρου και ζωτικού θέματος που είναι η χαμένη σήμερα πια αίσθηση του ιερού, της πνευματικότητας, της μαγείας.