Αποτυχία στην ασφάλεια των πολιτών είναι αποτυχία διακυβέρνησης

Αποτυχία στην ασφάλεια των πολιτών είναι αποτυχία διακυβέρνησης

Της Έφη Λαμπροπούλου*

Η επίθεση στους λιμενικούς από έναν ετοιμοπόλεμο μικρό στρατό την Πέμπτη στα Εξάρχεια δεν θα πρέπει να ξένισε τις Αρχές και την κυβέρνηση. Δεν θα πρέπει να ξένισε ούτε τους απλούς πολίτες, οι οποίοι ζουν στο κέντρο της Αθήνας και βιώνουν τη συστηματική και οργανωμένη υποβάθμιση της πόλης από το 2008.

Το καλοκαίρι του 2010 λόγω των αυξανόμενων καταγγελιών των πολιτών και αντιδράσεων των επαγγελματιών για τον αντίκτυπο της εγκληματικότητας και της παράνομης μετανάστευσης που είχε για την περιοχή και την επιχειρηματικότητα, κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση συνεργάστηκαν για την εκπόνηση ενός σχεδίου δράσης για την αναζωογόνηση του κέντρου της Αθήνας. (Το Βήμα 15/07/2010, Athens Plus 2010, Αντιπροέδρος της Κυβέρνησης 16/05/2011, 20/6/2011, Καθημερινή 21/6/2011)

Από πλευράς κυβέρνησης οι διαπιστώσεις ήταν εύστοχες και οι προτάσεις υλοποιήσιμες. Δυστυχώς, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώθηκε αλλά χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, διότι τα σχέδια και οι αναπλάσεις προχώρησαν αργά και οι περισσότερες έμειναν στα χαρτιά. Η χώρα συνέχιζε να δέχεται κατά χιλιάδες πια αλλοδαπούς από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, αρκετοί από τους οποίους χρησιμοποιούνται στη συντήρηση των παράνομων αγορών (π.χ. εμπόριο λαθραίων προϊόντων) ή τις χρησιμοποιούν οι ίδιοι (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών), ενώ η οικονομική κρίση εντεινόταν και ο έλεγχος από την πλευρά των αρχών με τις πολυδαίδαλες διαδικασίες και τις διάσπαρτες αρμοδιότητες ήταν υποτυπώδης.

Οι “επτά πληγές” της Αθήνας, όπως προσδιορίστηκαν από τις ανακοινώσεις της τότε κυβέρνησης και κωδικοποιήθηκαν από τα ΜΜΕ ήταν

1) η διακίνηση και χρήση ναρκωτικών στους δημόσιους χώρους - γι' αυτό προτάθηκε και (το μόνο που) υλοποιήθηκε το 2011-12 η μεταφορά των μονάδων του ΟΚΑΝΑ σε νοσοκομεία του ΕΣΥ και Μονάδες Υγείας του ΙΚΑ,

2) το παρεμπόριο στους δημόσιους χώρους,

3) η ομαδική εγκατάσταση παράνομων μεταναστών σε διαμερίσματα του κέντρου και η φοροδιαφυγή των ιδιοκτητών,

4) η λειτουργία Καφέ-μπαρ και ΚΥΕ χωρίς άδεια,

5) τα εγκαταλελειμμένα κτίρια που τελούν υπό κατάληψη από διάφορες ομάδες (π.χ. αντιεξουσιαστές, χρήστες ναρκωτικών, αστέγους, μετανάστες).

Επίσης, πολλά κτίρια ενοικιάζονται σε αλλοδαπούς με μη νόμιμες διαδικασίες και στη συνέχεια “χαρακτηρίζονται” εγκαταλελειμμένα. Οι ιδιοκτήτες εκτός του ότι φοροδιαφεύγουν δεν φροντίζουν την κατάσταση των κοινόχρηστων χώρων των κτιρίων με αποτέλεσμα να αποτελούν εστίες μόλυνσης,

6) οι άστεγοι,

7) τα εκδιδόμενα πρόσωπα και η μαζική λειτουργία οίκων ανοχής χωρίς άδεια. (Ελευθεροτυπία 29/8/2010, βλ. επίσης Θ. Πάγκαλος, Καθημερινή 21/6/2011).

Το 2014 επανήλθε το θέμα με το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης Αθήνας/ΣΟΑΠ, το οποίο περιλαμβάνει όμως μόνο αστικές αναπλάσεις. Τον Ιανουάριο 2015 το ΣΟΑΠ ψηφίστηκε και έκτοτε αγνοείται η τύχη του,3 ενώ το rethink Athens του ιδρύματος Ωνάση σταμάτησε.

Εν τω μεταξύ, η κατάσταση που διαμορφώθηκε με την υπερσυγκέντρωση συγκεκριμένου είδους καταστημάτων και επιχειρήσεων σε τμήμα του ΔΑ την περίοδο μετά το 2011, η λειτουργία των οποίων δεν δικαιολογείται ούτε από τη ζήτηση ούτε από τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνονται, σε συνδυασμό με τη μαζική εγκατάσταση ΜΚΟ μετά το 2015 στις ίδιες περιοχές, ΜΚΟ οι οποίες εξυπηρετούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, είχαν ως αποτέλεσμα:

τη συρρίκνωση της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία εντάθηκε ιδιαίτερα με την οικονομική κρίση,
μεγάλη πτώση των εμπορικών αξιών των ακινήτων,

υποβάθμιση κοινωνική, αισθητική, οικονομική, με αποτέλεσμα τη γκετοποίηση και την εγκληματικότητα διότι υπάρχουν αυξημένες ευκαιρίες για το έγκλημα και την παραοικονομία,

την επέκταση των εγκληματικών δικτύων εξαιτίας του ανεπαρκούς ελέγχου και επιβολής του νόμου, περικοπών του προϋπολογισμού - οικονομικής κρίσης, απροθυμίας/αδυναμίας των κυβερνήσεων και της τοπικής αυτοδιοίκησης να ελέγξουν δραστικά την κατάσταση,

σοβαρές δυσκολίες των αρχών επιβολής του νόμου να αντιμετωπίσουν τέτοια έκταση παρανομίας από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, και μάλιστα διαρκώς ανανεούμενο,

την ανάπτυξη μιας ιδιόμορφης υπόγειας οικονομίας, αξιοποιώντας την οικονομική και πολιτική αστάθεια και την κοινωνική αναταραχή,

αστική μεταβολή, και

κοινωνική αποδιοργάνωση.

Οι επιστημονικές έρευνες σχετικά με την ασφάλεια των σύγχρονων πόλεων δίνουν έμφαση τα τελευταία χρόνια στη σχέση μεταξύ της εντεινόμενης συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων στις πόλεις, και μάλιστα σε συγκεκριμένες περιοχές, και στην αύξηση της φτώχειας και της βίας.

Η υπερσυγκέντρωση οδηγεί σε υποβάθμιση η οποία με τη σειρά της δημιουργεί γόνιμο έδαφος για εγκληματικότητα και συγκρούσεις. Η εγκληματικότητα δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα και την ιδιοκτησία τους, αλλά αφορά και την εξάπλωση των δικτύων οργανωμένης εγκληματικής δράσης και τρομοκρατίας. Έτσι, στις εν λόγω περιοχές σχηματίζεται ένα τοξικό μείγμα ανομίας και εγκληματικότητας, μαζί με έναν φαύλο κύκλο φόβου και ανασφάλειας.

Η βία των συμμοριών διευκολύνεται από το ότι η δημοτική αστυνομία είναι ανύπαρκτη και η κρατική υποτονική. Τα εγκληματικά δίκτυα όπως τα καρτέλ, οι λαθρέμποροι και οι διακινητές όπλων, ναρκωτικών και τα τρομοκρατικά δίκτυα που αναπτύσσονται στις υποβαθμισμένες γειτονιές, ως πιο εξελιγμένες οργανώσεις διαθέτουν την ικανότητα να αντιστέκονται στις αστυνομικές δυνάμεις και να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τη βία. Αυτά τα δίκτυα για την επιβολή της ατζέντας τους εκβιάζουν, τρομοκρατούν, δολοφονούν, απαγάγουν.

Αναρχία, κυβερνητική κατάρρευση, εθνοτικές συγκρούσεις, θρησκευτικο-ιδεολογικός εξτρεμισμός, περιβαλλοντική υποβάθμιση, εξάντληση φυσικών πόρων, ανταγωνισμός στη διακίνηση ναρκωτικών αλλά και συμμαχίες μεταξύ εμπόρων ναρκωτικών, όπλων και τρομοκρατών, είναι υπαρκτές απειλές. Η αδυναμία ή απροθυμία των κυβερνήσεων να ελέγξουν την κατάσταση εξαπλώνει τη βία και την ανασφάλεια που προέρχεται από τις υποβαθμισμένες περιοχές και σε άλλα μέρη της πόλης. Κανείς δεν θα μείνει άθικτος.

Η δημόσια ασφάλεια αποτελεί τη θεμελιώδη αξία της έννομης τάξης και τη βάση νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας. Από την εποχή της ισχυροποίησής της είχε ως βασική υποχρέωση απέναντι στους πολίτες της την προστασία τους από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Η αποτυχία για την ασφάλεια των πολιτών είναι την αποτυχία της διακυβέρνησης.
Είναι απογοητευτικό ότι από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις ανεξαιρέτως, και ειδικά την τελευταία, δεν έχει ληφθεί υπόψη ότι οι πολιτικές που ακολουθούν είτε ενεργητικά είτε παθητικά, χρηματοδοτούνται από τους φόρους των Ελλήνων πολιτών.

Αυτοί πληρώνουν τόσο τις συνέπειες των επιλογών των κυβερνώντων όσο και τις συνέπειες του εγκλήματος όχι μόνο με χρήματα αλλά και με την ασφάλειά τους. Και η ασφάλεια είναι δικαίωμα, ειδικά όταν πληρώνεται τόσο ακριβά για να είναι τόση λίγη.

*Η κ. Έφη Λαμπροπούλου είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας ,Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο