Του Μηνά Αναλυτή*
Η 7η Ιουλίου 2019 θα σηματοδοτήσει τo τέλος μιας ζοφερής εποχής, την οποία όλοι επιθυμούμε να ξεχάσουμε το γρηγορότερο δυνατόν.
Θα αφήσουμε οριστικά πίσω την περίοδο του άκρατου λαϊκισμού, των αριστερών φαντασιώσεων και της οικονομικής υποδούλωσης των πολιτών στις αδηφάγες ορέξεις ενός κράτους-αφέντη, ρυθμιστή των πάντων, η παρουσία του οποίου καταπνίγει εν τη γενέσει κάθε ατομική πρωτοβουλία και κάθε ελπίδα για το μέλλον.
Θα αφήσουμε πίσω τους οικονομικούς πειραματισμούς που μας οδήγησαν λίγο πριν την έξοδο από την ζώνη του ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τραγικές και απερίγραπτης αγριότητας συνέπειες για τη χώρα -σε περίπτωση που αυτό γινόταν πραγματικότητα-, μικρή γεύση της οποίας πήραν οι Έλληνες πολίτες από το κλείσιμο των τραπεζών και την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων.
Θα αφήσουμε, επίσης, πίσω, τη δημευτική υπερφορολόγηση για τη δημιουργία θηριωδών και αντιπαραγωγικών πρωτογενών πλεονασμάτων, μέρος των οποίων στη συνέχεια δόθηκε είτε για προσλήψεις αρεστών, είτε ως επιδόματα προς άγραν ψήφων.
Θα αφήσουμε πίσω την εποχή της ισχνής οικονομικής ανάπτυξης, μιας ανάπτυξης χωρίς επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα, που τόσο έχει ανάγκη σήμερα η χώρα για να σταθεί ως ισότιμος εταίρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να δημιουργήσει ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας σε ένα φιλικό για την επιχειρηματικότητα περιβάλλον.
Θα αφήσουμε πίσω την εθνική μοιρολατρία και την απογοήτευση από τα δεινά που η εποχή του ΣΥΡΙΖΑ άφησε στους πολίτες.
Η οικονομία, σε πολύ μεγάλο βαθμό, είναι κλίμα. Αυτό ακριβώς το κλίμα αισιοδοξίας για τη νέα διακυβέρνηση αντανακλάται και στο μειωμένο κόστος δανεισμού του δημοσίου από τις διεθνές αγορές.
Οι εταίροι μας πιστεύουν στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας μετά τόσα χρόνια ερήμωσης.
Όταν η αισιοδοξία αυτή συνδυαστεί με μια σειρά μέτρων απελευθέρωσης της οικονομίας από τα δεσμά του κράτους, τότε η οικονομική ανάπτυξη θα μπορέσει να απογειωθεί με προφανή οφέλη για τους Έλληνες.
Άλλοι το πέτυχαν. Γιατί όχι κι εμείς;
Μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεις, σημαίνει μείωση των φορολογικών βαρών και συνεπώς αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, που θα μπορούν πλέον να το χρησιμοποιούν βάσει των δικών τους ατομικών επιλογών: είτε για κατανάλωση, είτε για αποταμίευση ή για συνδυασμό και των δύο. Δεν είναι πράγματι αντιφατικό σε μία περίοδο υψηλής ανεργίας να τιμωρούμε τον συντελεστή εργασία, μέσω υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες εκτινάσσουν το μη μισθολογικό κόστος και καθιστούν απαγορευτικές τις προσλήψεις;
Εργοδότες και εργαζόμενοι, αυτοί δηλαδή που παράγουν τον εθνικό μας πλούτο, βάλλονται έτσι πανταχόθεν.
Καμία υπερκείμενη οντότητα, πλην των ιδίων των ατόμων, δεν γνωρίζει ποιες είναι οι πραγματικές τους ανάγκες και πώς αυτές μπορούν καλύτερα να ικανοποιηθούν.
Σε αντίθετη περίπτωση, όπως έχει αποδειχθεί και ιστορικά, η καθυπόταξη του ατόμου στη βούληση και στις ορέξεις του κράτους καθοδηγητή-ρυθμιστή της οικονομίας και της κοινωνίας ανοίγει διάπλατα το δρόμο προς την τυραννία, την υποδούλωση και τη γενικευμένη εξαθλίωση.
Η βαρβαρότητα της εποχής που ζήσαμε τελειώνει αμετάκλητα στις 7 Ιουλίου 2019.
Την επόμενη ημέρα που χαρακτηρίζουμε ως «ημέρα ελευθερίας», η χώρα μας εισέρχεται σε μία καθοριστική για το μέλλον της, περίοδο.
Ταχεία ανάπτυξη, περισσότερες ατομικές επιλογές και οικονομική ελευθερία αποτελούν τα βασικά συστατικά του νέου οικονομικού παραδείγματος, που η νέα διακυβέρνηση καλείται να εφαρμόσει.
Η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας στις επικείμενες εκλογές αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση επιτυχούς μετάβασης στην κανονικότητα.
*Ο κ. Μηνάς Αναλυτής είναι Οικονομολόγος Ph.D Πανεπιστημίου Poitiers Γαλλίας