200

200

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Στις 19 Σεπτεμβρίου της περασμένης χρονιάς είχα γράψει ένα κείμενο πανηγυρίζοντας τα εκατό σημειώματά μου εδώ, στο Liberal. Σήμερα, φτάσαμε τα διακόσια.

Σε εκείνο το σημείωμα έγραφα, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής:

Υπήρξα λάτρης των εφημερίδων από μικρός, όπως πολλοί από εσάς που σήμερα είστε πάνω από τα σαράντα και τα πενήντα, και ήμουν ένας από αυτούς που τα σαββατόβραδα πάντα τον έβρισκαν είτε στο Κέντρο Τύπου, στη Διαγώνιο, είτε στην Ομόνοια πιο μετά, για να προμηθευτούν ένα πάκο κυριακάτικες. Δεν υπήρχε περίπτωση να χαθεί αυτό το ραντεβού, να χάσεις την αναστάτωση στο στομάχι σου όταν το Πρακτορείο έφερνε τα πάκα και τα πετούσε στο πεζοδρόμιο, ή την ηδονή της λύσης και οργάνωσης των ενθέτων του Βήματος και της Καθημερινής επιστρέφοντας στο σπίτι σου με το τρόλεϊ.

Αυτό που δεν είχα πει τότε ήταν ότι για ένα διάστημα φλέρταρα και με τη μόνιμη δουλειά στις εφημερίδες, κάπου εκεί το '87: συνολικά, όχι πάνω από ένα εξάμηνο όλο κι όλο. Για την ακρίβεια, δούλευα διορθωτής, και μάλιστα διορθωτής σε δύο εφημερίδες: το απόγευμα προς το βράδυ στη Μεσημβρινή, και το βράδυ μέχρι αργά τη νύχτα στη Βραδυνή. Με άλλα λόγια, ανέβαινα το απόγευμα πάνω από του Απότσου στα ωραία γραφεία τής Μεσημβρινής, και όταν τελείωνε η βάρδια κατηφόριζα στη Ζήνωνος, έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα στη Λένορμαν, στις πιο «κλασικές» εγκαταστάσεις τής Βραδυνής, εκεί όπου τέσσερα χρόνια πριν είχε δολοφονηθεί ο Τζώρτζης Αθανασιάδης — μάλιστα, οι συνάδελφοι στην αρχή νόμιζαν ότι ήμασταν συγγενείς? δεν ήμασταν.

Όπως διαφορετικές ήταν οι εφημερίδες, και στο στήσιμο και στην προβολή των θεμάτων και στα θέματα που προέβαλλαν, και φυσικά στον τρόπο που τα προέβαλλαν, έτσι διαφορετικά ήταν και τα δύο τιμ των διορθωτών. Ή, καλύτερα, έμοιαζαν διαφορετικά.

Στη μεν Μεσημβρινή είχαμε ένα τεράστιο δωμάτιο μακριά από τους συντάκτες, πολύ ήσυχο, με ένα μοντέρνο τραπέζι συσκέψεων που χωρούσε άνετα δέκα ανθρώπους. Σε κάθε βάρδια πρέπει να ήμασταν τέσσερις ή πέντε. Και δουλεύαμε πάνω σε ρολά της φωτοσύνθεσης (για τους λίγους που ξέρουν ακόμη τι σημαίνει αυτό). Η ατμόσφαιρα, αν και —επαναλαμβάνω— μοντέρνα, ήταν κάπως σφιγμένη, κάπως πολύ κουλτουριάρικη, κάπως βαριά επαγγελματική. Ο ιδανικός χώρος μ' άλλα λόγια για να ψαρώσει κανείς. (Πράγμα απαραίτητο σ' αυτή τη δουλειά, αλλά και σε άλλες, όπως ο στρατός). Πάνω στο τραπέζι έβρισκες μόνο τα καλύτερα λεξικά. Η δουλειά μοιραζόταν ισομερώς, ενώ κάθε διορθωτής είχε τους δικούς του συντάκτες και τις δικές του στήλες. Πού και πού έμπαινε ο Πασαλάρης, για να ρωτήσει κάτι —μια ορθογραφία, κάτι τέτοιο—, ή απλώς για να τονώσει το ηθικό της ομάδας.

Στη Βραδυνή, πάλι, το «γραφείο» των διορθωτών δεν ήταν γραφείο, καθώς δεν υπήρχαν καθόλου γραφεία για το προσωπικό. Φανταστείτε έναν τεράστιο χώρο, έναν ολόκληρο αχανή όροφο, γεμάτο κόσμο και διάφορα τιμ συντακτών, τεχνικών και άλλων, που χωρίζονταν μεταξύ τους από χαμηλά διαχωριστικά από γυαλί, κάτι σαν κουφώματα αλουμινίου με τζάμι τέλος πάντων — ένας πραγματικός λαβύρινθος. Οι πάντες άκουγαν τους πάντες εκεί μέσα, η ατμόσφαιρα ήταν όπως κάτι ταινίες που βλέπουμε με αμερικάνικες εφημερίδες στα 70s. Και όχι μόνο αυτό. Αντί για φωτοσύνθεση, υπήρχαν κάτι ΙΒΜ εκτυπωτές «ακίδος», που έκαναν έναν τρομερό θόρυβο όταν τύπωναν τα δοκίμια. (Εννοείται, τα δοκίμια ήταν χύμα, δεν έβλεπες αυτό που θα τυπωνόταν — πρωτόγονα πράγματα, αλλά μεταξύ μας: ωραία). Και, ξαναλέω, όλοι εκεί μέσα φώναζαν, από το παιδί για τους καφέδες μέχρι τον διευθυντή — όλοι, διαρκώς. Αλλιώς δεν μπορούσε να βγει η εφημερίδα.

Οπότε, η διόρθωση γινόταν μέσα σε πανδαιμόνιο. Εμείς οι διορθωτές καθόμασταν στο εσωτερικό ενός τετράγωνου πάγκου φορτωμένου με κάπου ένα τόνο χαρτί, στον οποίο έμπαινες σκύβοντας και κάπως μπουσουλώντας — όπως μπαίνει ο μπάρμαν πίσω από το μπαρ, αλλά πιο ξαπλωτά. Ακόμα και οι καρέκλες ήταν σαραβαλιασμένες, και μάλλον καμία δεν είχε ροδάκια. Παρ' όλα αυτά, όλοι τις τσουλούσαν, με κάποιον τρόπο. Έτσι έμαθα κι εγώ να τις τσουλάω, καθώς δεν μας ένοιαζε να χαραχτεί το πάτωμα, ήταν σκέτη πλάκα, τσιμέντο, ή κάτι τέτοιο. Ωραία φάση.

Δούλεψα λοιπόν έξι μήνες περίπου εκεί, διπλοβάρδια, και δόξα τω Θεώ έμαθα πολλά τόσο στη Μεσημβρινή όσο και στη Βραδυνή, και είμαι ευγνώμων για εκείνο το εντατικό εξάμηνο. Έμαθα πολλά από τους συναδέλφους τόσο της μίας όσο και της άλλης εφημερίδας, καθώς και οι μεν και οι δε ήταν σπουδαίοι —τιτάνες. Αλλά τα πιο πολλά τα έμαθα την πρώτη μέρα της δουλειάς μου στη Βραδυνή.

Ήταν Δευτέρα βράδυ λοιπόν, και είχε γίνει η κλήρωση του Λαϊκού Λαχείου. Οπότε χούφτωσε ένας συνάδελφος ένα μάτσο δοκίμια και μου τα πέταξε λέγοντάς μου, «Η κλήρωση, μικρέ. Δουλειά για τα πρωτάκια. Τελείωνέ τη γρήγορα, ναι; Τυπώνουμε νωρίς σήμερα. Α, και κοίτα, καημένε, μην κάνεις κάνα λάθος, γιατί ένας παλιά έκανε, και αυτοκτόνησε ένας φουκαράς εξαιτίας του. Τον νου σου, φουκαρά μου, μη μας κλείσεις το μαγαζί».

Παίρνω λοιπόν τα δοκίμια εγώ, τα στρώνω μπροστά μου, βάζω αριστερά και το πρωτότυπο από τον ΟΠΑΠ ή όπως λεγόταν τότε η εταιρία που έκανε τις κληρώσεις, άναψα τσιγάρο, και αρχίζω να αντιπαραβάλω τους αριθμούς. Τώρα, εγώ είμαι καλός διορθωτής, και καλός διορθωτής ήμουν και τότε, κι ας είχα μικρή πείρα. Δεν θα έκανα λάθος, με τίποτα. Αλλά με τάραξε εκείνος ο επικεφαλής του γραφείου των διορθωτών με τον τύπο που κρεμάστηκε επειδή νόμιζε ότι έκανε την καλή, αλλά που τελικά κέρδισε μόνο το αμορτί, οπότε λέω, «Άσε μην έχουμε κι άλλα τέτοια…»

Κι έτσι διάβασα και ξαναδιάβασα τους αριθμούς και τα ποσά που κέρδιζαν, μαζί με τις σειρές και τα λοιπά, και ήμουν πλέον σίγουρος ότι δεν θα είχα κανένα κρίμα στον λαιμό μου. Δεν μου είχε ξεφύγει κανένα λάθος. Άφησα λοιπόν το κόκκινο στιλό μου κάτω ξεφυσώντας κρυφά, και άναψα ένα τσιγάρο ακόμα — όλοι καπνίζανε τότε, αν δεν κάπνιζες δεν έπιανες δουλειά σε εφημερίδα.

«Τελείωσα», τους λέω.

«Κιόλας;» μου λένε.

«Ναι, αμέ», λέω.

«Όλα σωστά, ρε;»

«Φυσικά».

«Ρε μήπως σού ξέφυγε τίποτα;»

«Μπα», λέω, σηκώνοντας το φρύδι.

«Γιά να δω», λέει ο επικεφαλής, ο προϊστάμενος, και μου παίρνει το δοκίμιο.

Από κοντά, σηκώνονται και οι υπόλοιποι: γεροί διορθωτές με τεράστια εμπειρία και τρομερές γνώσεις όλοι τους — θηρία. Και αρχίζουν, από την πρώτη στιγμή κιόλας, και σκάνε στα γέλια.

Έμεινα εμβρόντητος εγώ — μα τι είχε γίνει; έφαγα κανέναν χριστιανό ακόμα δεν τυπώσαμε το φύλλο;

Όχι, δεν είχα πάει να φάω κανέναν χριστιανό. Δεν είχα κανένα λάθος στους ΑΡΙΘΜΟΥΣ. Όμως μού έφεραν το δοκίμιο, κλαμένοι όλοι τους από τα γέλια, και μου έδειξαν την πρώτη-πρώτη αράδα. Εκεί που λέει, «Εκ της κληρωτίδος εξήχθησαν οι κάτωθι αριθμοί». Το βλέπω, δεν καταλαβαίνω. Το ξαναβλέπω — και τότε κατάλαβα. Τότε το είδα. Δεν έλεγε «Εκ της κληρωτίδος», έλεγε ««Εκ της κλειτορίδος».

Έγινα κατακόκκινος, σαν το παντζάρι. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Τι ρεζίλι!

Και οι άλλοι βέβαια έσκασαν πάλι στα γέλια, πιο δυνατά αυτή τη φορά.

Εγώ είχα μείνει στήλη άλατος, μέχρι που ο προϊστάμενος ήρθε δίπλα μου, με χτύπησε στην πλάτη, και μου είπε, «Μην κάνεις έτσι. Σε όλους την κάνουμε αυτή τη φάρσα, και μά τον Θεό κανείς δεν το 'χει βρει ακόμη». Μου 'κλεισε το μάτι. «Κι εγώ την είχα πατήσει την πρώτη μέρα μου στη δουλειά».

Αυτά. Εννοείται πως δεν πήρα καν χαμπάρι το σεξιστικόν του πράγματος εκείνη τη στιγμή, αν υπήρχε κάτι τέτοιο δηλαδή, και αν δεν ήταν όλο αυτό τίποτε περισσότερο από μία παρηχητική κασκαρίκα…

 

Ηθικόν δίδαγμα: καλά τα identity politics, καλά τα δικαιώματα, καλά και άγια όλα — αλλά πάνω απ' όλα η δημοκρατία, η ελευθερία και η οικονομία. Πάνω απ' όλα οι πρώτες αράδες.

Τον νου σας. Τον νου μας.

ΥΓ. Ευχαριστώ θερμά για τη συμπόρευση αυτά τα πρώτα διακόσια πρωινά. Ευχαριστώ για την υπομονή σας. Και συγγνώμη για όλα τα λάθη, τους σολοικισμούς, την κακοζηλία — και τα συναφή.