Έτοιμη για μια δύσκολη και μακρά διπλωματική μάχη είναι η Αθήνα, προκειμένου να μπουν όροι που αφορούν κρίσιμα ζητήματα ασφάλειας, στην προσπάθεια της Τουρκίας, με τη στήριξη και Ευρωπαίων εταίρων, να εισέλθει ανεξέλεγκτα στους ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς, προσφέροντάς της έτσι και προνομιακό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Άμυνα.
Η διπλωματική αυτή προσπάθεια της Αθήνας γίνεται σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και δύσκολο περιβάλλον, καθώς η Τουρκία, με πολιορκητικό κριό την Αμυντική Βιομηχανία της αλλά και τη γεωστρατηγική της θέση, δελεάζει τους εταίρους. Και αυτό συμπίπτει με την προσπάθεια τόνωσης και αναζωογόνησης της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες.
Το γεγονός ότι η Αθήνα και δημοσίως –και μάλιστα διά του πρωθυπουργού– έθεσε θέμα όρων και προϋποθέσεων, κάνοντας ειδική αναφορά στην άρση του casus belli, είναι σαφές ότι φορτίζει ακόμη περισσότερο το κλίμα ενόψει των προετοιμασιών για την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Άγκυρα και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Ερντογάν. Διότι μετά από σχεδόν 2,5 χρόνια προσέγγισης, και ενώ δεν έχει υπάρξει κανένα δείγμα προόδου όσον αφορά το μείζον ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, η Τουρκία έχει «φρεσκάρει» όλες τις διεκδικήσεις της έναντι της χώρας μας και τώρα, μέσω της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Άμυνα, επιχειρεί να τις «ξεπλύνει» σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα θέσει στην επόμενη συνάντησή του με τον Τ. Ερντογάν (είτε στη Σύνοδο Κορυφής στη Χάγη στις 24–25 Ιουνίου, είτε στην Άγκυρα στο ΑΣΣ, πιθανόν στις αρχές Ιουλίου) το θέμα της άρσης του casus belli. Ωστόσο, καθώς η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων βρίσκεται στον πυρήνα των διεκδικήσεων της Τουρκίας, θεωρείται εντελώς απίθανο να υπάρξει ανταπόκριση από την Άγκυρα. Μάλιστα, μια τέτοια σύνδεση –η οποία είναι απολύτως νομιμοποιημένη– πιθανότατα θα προκαλέσει αντιδράσεις από την τουρκική πλευρά, η οποία «ερεθίζεται» με κάθε προσπάθεια να τεθούν όροι και προϋποθέσεις, πολύ περισσότερο τέτοιας μορφής, στις αμυντικές σχέσεις της με την Ε.Ε. αλλά και τις ΗΠΑ.
Πάντως, η αναφορά του πρωθυπουργού στο casus belli δεν απευθυνόταν μόνο στην Άγκυρα, αλλά και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στην Κομισιόν, ενόψει των αποφάσεων για την ενεργοποίηση και του προγράμματος SAFE. Η υπόθεση της συμμετοχής της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα είναι μείζονος σημασίας, καθώς θα μπορούσε να εξελιχθεί σε διαδικασία επιβράβευσης της αναθεωρητικής πολιτικής της και να ακυρώσει εκ των πραγμάτων το ισχυρό ευρωπαϊκό χαρτί, το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες η Αθήνα χρησιμοποίησε για την ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Η Ε.Ε., μετά το σοκ που προκάλεσε ο πρόεδρος Τραμπ με την επανεκλογή του και τη δημόσια αποστασιοποίησή του από τις αμερικανικές δεσμεύσεις και εγγυήσεις ασφαλείας προς την Ευρώπη, βρέθηκε σε επείγουσα ανάγκη να στραφεί στον επανεξοπλισμό της με ίδια μέσα. Στόχος είναι τόσο η ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Ε.Ε. όσο και η τόνωση της ανάπτυξης, μέσω των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, σε μια περίοδο επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Καθώς είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν σε πολύ σύντομο διάστημα, η προσπάθεια της Τουρκίας να προβληθεί ως «λύση των προβλημάτων», λόγω της ισχυρής Αμυντικής Βιομηχανίας και της γεωγραφικής της θέσης, βρήκε ευήκοα ώτα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Η Κομισιόν, παρουσιάζοντας τη Λευκή Βίβλο για την Άμυνα της Ε.Ε., κατέθεσε την πρόταση για εξοπλισμούς ύψους 800 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 150 δισ. θα διατεθούν υπό μορφή δανείων από το SAFE.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό, υπάρχει υποχρέωση το 65% της αξίας των έργων να ανατεθεί σε ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες, ενώ στο υπόλοιπο 35%, υπό ορισμένους όρους, θα μπορούν να συμμετέχουν και εταιρείες από τρίτες χώρες. Ο Κανονισμός εγκρίνεται με ειδική πλειοψηφία, κάτι που στερεί το δικαίωμα βέτο. Όμως, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Κομισιόν, μετά από πίεση της Αθήνας και της Λευκωσίας, για τη σύναψη διμερών συμφωνιών με κάθε τρίτο κράτος θα απαιτείται ομοφωνία. Κατά τις διαπραγματεύσεις, η Κομισιόν –η οποία έχει και την ευθύνη της σύναψης των διμερών συμφωνιών που χρειάζονται τα τρίτα κράτη για να συμμετέχουν στο SAFE– δεσμεύτηκε στο COREPER να χρησιμοποιεί ως νομική βάση το άρθρο 212 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε., βάσει του οποίου «οι συμφωνίες οικονομικού, χρηματοδοτικού και τεχνικού περιεχομένου της Ένωσης με τους υποψήφιους εταίρους αποφασίζονται με ομοφωνία».
Η Αθήνα, με γραπτή δήλωση που κατέθεσε, χαιρέτισε αυτή τη δέσμευση, καλώντας την Κομισιόν να την τηρήσει σε όλη τη διαδικασία, καθώς κάτι τέτοιο προσφέρει μία ακόμη εγγύηση και ένα διπλωματικό χαρτί στα χέρια της Ελλάδας και της Κύπρου. Όμως οι συμφωνίες αυτές αφορούν το ενδεχόμενο τρίτα κράτη να αναβαθμιστούν ώστε να μπορούν να συμμετέχουν στο 65% της αξίας του έργου, ενώ οι προϋποθέσεις δεν είναι τόσο ισχυρές όταν αφορά το υπόλοιπο 35% του έργου, όπου εργολάβοι και υπεργολάβοι από τρίτες χώρες θα μπορούν να διεκδικήσουν αναθέσεις.
Επίσης, είναι προβληματικό το γεγονός ότι η Τουρκία, κινούμενη εγκαίρως, έσπευσε να κάνει συμπράξεις με ευρωπαϊκές εταιρείες, με κορυφαία κίνηση της Baykar, η οποία εξαγόρασε την ιταλική Piaggio και συνεργάστηκε με την επίσης ιταλική Leonardo, ενώ αντίστοιχες συμφωνίες έχει συνάψει και με ισπανικές εταιρείες. Για τους εργολάβους και υπεργολάβους που συμμετέχουν στις κοινές προμήθειες προβλέπεται έλεγχος, ώστε να μην παραβιάζουν τα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας της Ένωσης και των κρατών-μελών της.
Η αναβάθμιση τρίτων χωρών ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν έργα του 65% απαιτεί, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, σύναψη χωριστής συμφωνίας η οποία υπόκειται σε ομοφωνία. Και αυτό αποτελεί μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα για την Ελλάδα. Επιπλέον, στο γενικό πλαίσιο του Κανονισμού υπάρχει η αναφορά ότι για τις τρίτες χώρες θα πρέπει να πληρούνται οι όροι «σχετικά με τα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας της Ένωσης και των κρατών-μελών της, όπως ορίζεται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας), σύμφωνα με τον τίτλο V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)».
Το σχέδιο αυτό θα εγκριθεί την Τρίτη από τους υπουργούς Εξωτερικών, και από εκείνη τη στιγμή τα κράτη-μέλη θα έχουν δύο μήνες στη διάθεσή τους για να καταρτίσουν τα έργα για τα οποία διεκδικούν κονδύλια της Ε.Ε. Για να είναι επιλέξιμο κάθε έργο, θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο χώρες, ενώ η Κομισιόν θα χρειαστεί έως και τέσσερις μήνες για να τα αξιολογήσει.
Με αφορμή και τους ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς, ξεκινά μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδος τόσο για τα ελληνοτουρκικά όσο και για τις σχέσεις με ορισμένους εταίρους, όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Ισπανία, αλλά και μικρότερες χώρες, οι οποίες επιθυμούν διακαώς να εμπλακεί η Άγκυρα στο σχέδιο επανεξοπλισμού της Ευρώπης, καθώς και στη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια χωρίς –ενοχλητικούς για την Άγκυρα– όρους και προϋποθέσεις.