28 Οκτωβρίου 1940: Η Ελληνική Προπαρασκευή
AP Photo/British official
AP Photo/British official

28 Οκτωβρίου 1940: Η Ελληνική Προπαρασκευή

Η απρόκλητη ιταλική επίθεση, την 28 Οκτωβρίου 1940, εναντίον της Ελλάδος η  αντιμετωπίσθηκε νικηφόρα με τις δικές της δυνάμεις, ώστε να μιλούμε για ένα Έπος. Το ερώτημα που λογικά αναδύεται είναι, πως η Ελλάδα 18 χρόνια μετά το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, επέτυχε αυτό το θαύμα; Για να δοθεί απάντηση σε αυτό, είναι απαραίτητο να προσεγγίσουμε σταδιακά τη στρατηγική ασφαλείας και αμύνης της Ελλάδος.

Στρατηγικός Προσανατολισμός της Ελλάδος

Η παραδοσιακή προστασία που ετύγχανε η Ελλάδα, από της εγκαθιδρύσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους, από τις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τερματίσθηκε. Επίσης η Ελλάδα εξήλθε από την Μικρασιατική περιπέτεια, στρατιωτικά ηττημένη, πολιτικά διχασμένη, απομονωμένη χωρίς ισχυρά διεθνή ερείσματα, οικονομικά κατεστραμένη, απειλούμενη από τις απαιτήσεις των γειτονικών χωρών και υποχρεωμένη να περιθάλψει και να ενσωματώσει πέραν του ενός εκατομμυρίου  αστέγων προσφύγων.

Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την Συνθήκη της Λωζάννης, τον Ιούλιο 1923, προκάλεσαν όπως είναι φυσικό τον αναπροσανατολισμό της στρατηγικής και των εθνικών της επιδιώξεων. Η Ελλάδα μετατράπηκε από αναθεωρητική σε συντηρητική δύναμη.  Δηλαδή υποστήριζε τη διατήρηση του status quo, παρά τα ανικανοποίητα αιτήματά της για την ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου, των Δωδεκανήσων και της Κύπρου. Όπως είναι φυσικό αυτά δημιούργησαν την ανάγκη αναζητήσεως ασφάλειας εντός του νέου διεθνούς περιβάλλοντος.

Σε ρώτη φάση επιδιώχθηκε να το επιτύχει στο γενικό πλαίσιο των εγγυήσεων του Καταστατικού Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών. Όταν διαπίστωσε ότι οι μηχανισμοί αυτοί δεν ήταν αποτελεσματικοί, επέλεξε τη διαδικασία των απ’ ευθείας επαφών και συνεννοήσεως με τα άλλα κράτη.

Έτσι μετά από έξι χρόνια διεθνούς απομονώσεως, η Κυβέρνηση Βενιζέλου από το 1928 υιοθέτησε τη στρατηγική της επιμελούς αποφυγής εμπλοκής της Ελλάδος στους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, ώστε να μη παρασυρθεί η Χώρα σε ένα γενικό πόλεμο, εκ μόνου του γεγονότος, ότι είχε σύνδεσμο με κάποια από τις αντιμαχόμενες Δυνάμεις, χωρίς να διακυβεύονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα.  

Απότοκος αυτής της στρατηγικής ήταν διμερείς συμφωνίες διαδοχικά με τη Ρουμανία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και Τουρκία. 

Πέραν της ασφαλείας, υπήρχαν και άλλα προβλήματα τα οποία επηρέασαν της προσπάθεια της Ελλάδος για ανασυγκρότηση και ανασύνταξη, όπως η Διεθνής Οικονομική Κρίση. Τον Μάιο 1932 με την κήρυξη παύσεως πληρωμών από την Κυβέρνηση Βενιζέλου, ως αποτέλεσμα της διογκώσεως του εξωτερικού χρέους της χώρας, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσεως και της μειώσεως των εξαγωγών, η Χώρα περιήλθε σε κατάσταση πτωχεύσεως.                 

Μετά το 1933 η διεθνής κατάσταση αρχίζει να επιδεινώνεται. Το καθεστώς της Συνθήκης των Βερσαλλιών άρχισε να δοκιμάζεται και το διεθνές σύστημα συλλογικής ασφάλειας κατέρρευσε. Οι χώρες της Βαλκανικής προσανατολίσθηκαν στην ένταξη σε περιφερειακά συλλογικά όργανα ασφαλείας. Έτσι, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία και η Ρουμανία, προχώρησαν στην υπογραφή, στην Αθήνα, ενός πολυμερούς τοπικού συμφώνου αμοιβαίας εγγυήσεως, αμυντικού χαρακτήρα, την 9η Φεβρουαρίου 1934, του Βαλκανικού Συμφώνου Συνεννοήσεως. Στο Σύμφωνο δεν συμμετείχε η Βουλγαρία η οποία επέμενε στην αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, όπως επίσης και η Αλβανία η οποία στην ουσία τελούσε υπό την κηδεμονία της Ιταλίας. 

Η χρεωκοπία του πολιτικού συστήματος το 1936 και η ανικανότητά του να σχηματίσει ισχυρή κυβέρνηση, έδωσε την ευκαιρία στο Μεταξά  για την εγκαθίδρυση του δικτατορικού καθεστώτος της 4η Αυγούστου. Η Εθνική Στρατηγική πλέον της χώρας δεν εκδιπλώθηκε εντός ενός δημοκρατικού πλαισίου, ωστόσο ήταν καθοριστική. Την 1η Αύγουστου 1936 ο Μεταξάς, ως κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός επέλεξε, τον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, ως Αρχηγό του ΓΕΣ. Οι δύο αυτές προσωπικότητες ήταν πρωταγωνιστικές στις εξελίξεις που ακολούθησαν.  

Η σταδιακή υποβάθμιση των προβλέψεων και εγγυήσεων του Βαλκανικού Συμφώνου και οι φυγόκεντρες τάσεις ενέτειναν τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς. Ας δούμε τα διλήμματα στρατηγικού προσανατολισμού της Ελλάδος που οδήγησαν. Το Μάρτιο 1934 σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για το Βαλκανικό Σύμφωνο ο Μεταξάς είχε υπογραμμίσει ότι «Η Ελλάς δύναται να θέσει ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να ευρεθεί εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον ευρίσκεται η Αγγλία.

Δυνάμεθα να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι». Επίσης ως κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός την 22 Απριλίου 1936 μιλώντας στη Βουλή είχε τονίσει «την πατροπαράδοτον πίστιν του λαού προς την Ελληνοβρετανικήν φιλίαν», ενώ το Μάιο 1936 είχε δεχτεί να συμμετάσχει η Ελλάδα σε εξωβαλκανικό πόλεμο, εφόσον τα μέλη του Βαλκανικού Συμφώνου τάσσονταν στο πλευρό της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας.  

Λίγο αργότερα ο Μεταξάς διαβεβαίωνε τη Βρετανία για την πρόθεσή του για ελληνο-αγγλική συνεργασία, στην προσπάθεια φυσικά αναζητήσεως εγγυήσεων ασφάλειας.

Κορυφαία στιγμή αυτής της προσπάθειας, υπήρξε η πρόταση του Μεταξά, την 20 Οκτώβριο 1938, λίγο μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, για ελληνο-βρετανική συμμαχία, λόγω του ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος. Η πρόταση αυτή δεν βρήκε ανταπόκριση.

Η Βρετανία την εποχή εκείνη δεν προχωρούσε στη σύναψη συμμαχιών σε καιρό ειρήνης, είχε περιορισμένες στρατιωτικές δυνατότητες, δεν ήθελε να παράσχει εγγυήσεις στην Ελλάδα οι οποίες θα επιδείνωναν τις τεταμένες σχέσεις της με την Ιταλία και θα έθεταν σε κίνδυνο το ναυτικό status quo στη Μεσόγειο.

Το σημαντικότερο όμως όλων ήταν ότι είχε παρασυρθεί στο λήθαργο του κατευνασμού, από τον οποίο έμελλε να αφυπνισθεί απότομα και δυσάρεστα λίγους μήνες πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία, τον Απρίλιο 1939, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία προχώρησαν στην παροχή «Εγγυήσεων» προς την Ελλάδα και τη Ρουμανία.  Οι μονομερείς εγγυήσεις  δόθηκαν με δημόσιες δηλώσεις, αφού πρώτα είχε ενημερωθεί η Ιταλία μέσω διπλωματικών διαύλων, χωρίς δεσμεύσεις στρατιωτικού χαρακτήρα και δεν κάλυπταν την εδαφική ακεραιότητα από εξωτερική επίθεση.

Ενώ έχει αρχίσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η  Ελληνική κυβέρνηση δεν ανανέωσε τον Σεπτέμβριο 1939, το ελληνο-ιταλικό σύμφωνο του 1928, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη Βρετανική κυβέρνηση. Αντιθέτως τον Οκτώβριο 1939, υπεγράφη ελληνο-βρετανική εμπορική συμφωνία για την περίοδο του πολέμου με την οποία αναλήφθηκε από τη Βρετανία η διευκόλυνση μεταφοράς προϊόντων, κυρίως δημητριακών, γαιάνθρακα και πετρελαίου στην Ελλάδα κατά παρέκκλιση των απαγορεύσεων στις μεταφορές στη Μεσόγειο, που είχαν επιβληθεί από το Βρετανικό ναυτικό.

Η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να διακόψει πρακτικά τις εξαγωγές προς τη Γερμανία. Επίσης με τη μεσολάβηση της Ελληνικής κυβερνήσεως υπεγράφη, τον Ιανουάριο 1940, συμφωνία μεταξύ της Βρετανικής κυβερνήσεως και των Ελλήνων Εφοπλιστών, μισθώσεως άνω του ημίσεως του ελληνικού εμπορικού στόλου, για το διάστημα του πολέμου, με ευνοϊκό μίσθωμα και συμφέροντες ασφαλιστικούς όρους για την ίδια.

Διαφαίνεται λοιπόν καθαρά, ότι ο Μεταξάς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ελληνική στρατηγική έπρεπε να είναι προσανατολισμένη στη προσέγγιση και συνεργασία με την Μ. Βρετανία. Εδώ βέβαια τίθεται το ερώτημα πώς ένα πρόσωπο επικεφαλής ενός καθεστώτος αυταρχικής και απολυταρχικής αντιλήψεως και με ένα παρελθόν συνδεδεμένο με τη Γερμανική στρατηγική του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,  θα συνέπλεε με ένα δημοκρατικό καθεστώς και όχι με αντίστοιχα αυταρχικά που κινούντο σε παρόμοιο μήκος κύματος στην Ευρώπη;

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τόσο στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, όσο και στην παγκόσμια ιστορία, πολλές φορές ο ιδεολογικός και ο στρατηγικός προσανατολισμός δεν κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Η Βρετανική κυβέρνηση στο πλαίσιο της ενισχύσεως της στρατηγικής και των ερεισμάτων της στην Α. Μεσόγειο, πρόθυμα παραγνώρισε το χαρακτήρα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και το υποστήριξε σταθερά. Επομένως και από τις δύο πλευρές το κριτήριο προσεγγίσεως και συνεργασίας, ήταν τα γεωστρατηγικά συμφέροντα εκάστης πλευράς και όχι οι εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές που σαφώς υπερτερούσε η Γερμανία και οι ιδεολογικές συμπορεύσεις.

Τελικά η Ελλάδα ήταν προσανατολισμένη στη συμμαχική τροχιά της Βρετανίας και της Γαλλίας και η στρατηγική της μπορεί να περιγράφει συνοπτικά ως εξής «είμαστε ουδέτεροι για όσο καιρό η Αγγλία επιθυμεί να είμαστε ουδέτεροι», χωρίς φυσικά να έχει εξασφαλίσει ουσιαστική στρατιωτική κάλυψη από τον αγγλογαλλικό συνασπισμό.   

Στρατιωτική Προετοιμασία της Ελλάδος

Από το πέρας της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέχρι το 1935 οι πιστώσεις που διατέθηκαν για την αμυντική θωράκιση της Χώρας ήταν περιορισμένες. Η εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία αφύπνισε την πολιτική ηγεσία η οποία επιτάχυνε τις προσπάθειες για βελτίωση της καταστάσεως των Ενόπλων Δυνάμεων. Ελήφθη η απόφαση υποστηρίξεως της στρατηγικής της Χώρας με τη Στρατιωτική Ισχύ της. Έτσι χρηματοδοτήθηκε από το 1936, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες, ένα μεγάλο και φιλόδοξο πρόγραμμα ενισχύσεως των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στο Στρατό εστιάσθηκε σε τρεις τομείς, στην εκπαίδευση, στην προμήθεια στρατιωτικού υλικού και στην κατασκευή παραμεθορίων οχυρωματικών έργων. Με την ανάληψη της Αρχηγίας του ΓΕΣ, προ πάσης άλλης ενεργείας ο Παπάγος προέβη στην ανασυγκρότηση του Επιτελείου, προκειμένου να βελτιωθεί η αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά του. Αμέσως μετά αιτήθηκε την διάθεση πιστώσεων για εξοπλισμό και εφοδιασμό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παραγγελία και προμήθεια: Αντιαεροπορικών πυροβόλων, Όλμων, Αρμάτων Μάχης και αντιαρματικών όπλων, Φορητού οπλισμού 7,92 χιλ, Υλικών σαγής και Ιπποκομίας, Αυτοκίνητων, Υλικών χημικού πολέμου, Πυρομαχικών, Τροφίμων και νομής, Υλικών Μηχανικού και Επικοινωνιών. 

Επίσης ενισχύθηκε και συμπληρώθηκε το οδικό δίκτυο στις ενδεχόμενες περιοχές επιχειρήσεων, το σιδηροδρομικό δίκτυο και ο λιμενικός εξοπλισμός των λιμένων Αμφιπόλεως, Ελευθερών, Κεραμωτής, Πόρτο Λάγος, Φανάριου, Κατερίνης και Αλεξανδρουπόλεως. Συγχρόνως ο Παπάγος έστρεψε την προσοχή του και στην εν ειρήνη οργάνωση του Στρατού.

Με τον οργανισμό του 1939 επήλθαν μεταβολές στις Μεγάλες Μονάδες και στα Στρατηγεία τους, στις Επιθεωρήσεις, στις Μονάδες Πεζικού, Πυροβολικού, Ιππικού κλπ. Επίσης βελτιώθηκε η Υγειονομική και η Κτηνιατρική Υπηρεσία, η οποία ήταν σημαντικότατη, ενδεικτικά αναφέρεται ότι η συνολική δύναμη των κτηνών στον πόλεμο ανήλθε περίπου στις 150.000.

Σημαντική προσπάθεια έγινε και στην οχύρωση των συνόρων μας προς τη Βουλγαρία. Ήδη επί αρχηγίας του προκατόχου του Παπάγου,  Αντιστρατήγου Χασαπίδη είχε υποβληθεί προκαταρκτική μελέτη περί κατασκευής οχυρωματικών έργων.

Σε μικρό χρόνο μετά την ανάληψη της αρχηγίας του ΓΕΣ, ο Παπάγος μετέβη επιτόπου και από 19 Σεπτεμβρίου μέχρι 3 Οκτωβρίου 1936, προέβη αφενός στη στρατηγική αναγνώριση όλου του μετώπου προς Βουλγαρία, αφετέρου επιθεώρησε τα εκεί εκτελούμενα έργα οχυρώσεως και έδωσε σχετικές κατευθύνσεις και οδηγίες.

Ακολούθησε η κατασκευή του συνόλου των οχυρωματικών έργων, σε τρία περίπου έτη, γνωστών υπό το όνομα «Γραμμή Μεταξά», προς τιμήν του τότε πρωθυπουργού, που έδωσε τα μέσα ώστε να πραγματοποιηθούν αυτά.

Όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία άρχισε μια εντατική προσπάθεια αμυντικής οργανώσεως της ελληνο-αλβανικής μεθόριου με έργα εκστρατείας, υπό τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Μαυρογιάννη, η οποία εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε επιτυχής.

Επίσης αξιοποιήθηκε πλήρως η 24μηνη θητεία των οπλιτών που είχε αποφασισθεί το 1935 . Οργανώθηκε η Αεράμυνα και πραγματοποιήθηκαν εντατικές ασκήσεις. Αναθεωρηθήκαν τα Σχέδια Επιστρατεύσεως (1938 και 1939β), τα οποία σε σχέση με αυτά του παρελθόντος ήταν ολοκληρωμένα ρεαλιστικά, λεπτομερειακά και εφαρμόσιμα.

Έγιναν συχνές προσκλήσεις εφέδρων για εκπαίδευση αλλά και επάνδρωση οπλικών συστημάτων. Πριν την κήρυξη της γενικής επιστρατεύσεως, βρίσκονταν σε μερική επιστράτευση, από τον Αύγουστο 1939, η Ήπειρος, η Δυτική Μακεδονία και οι νήσοι του Αιγαίου, πράγμα που υποβοήθησε αποφασιστικά την τελική επιστράτευση. 

Το Πολεμικό Ναυτικό είχε σοβαρές ελλείψεις αλλά δεν έγινε εφικτό να ενισχυθεί ικανοποιητικά. Αποκτήθηκαν λίγο πριν την έναρξη του πολέμου μόνο δύο βρετανικής κατασκευής αντιτορπιλικά το «Βασιλεύς Γεώργιος» και το «Βασίλισσα Όλγα».

Ο Ελληνικός Στόλος, περιελάμβανε 1 θωρηκτό, 10 αντιτορπιλλικά, 13 τορπιλοβόλα, 2 τορπιλακάτους, 6 υποβρύχια, και 30 βοηθητικά σκάφη, τα περισσότερα των οποίων ήταν στο όριο ζωής τους.

Το ΓΕΝ οργάνωσε την παράκτια άμυνα η οποία αποδείχθηκε σπουδαία, λειτουργούσα αφενός ανασταλτικά για τον αντίπαλο και θετικά για την ελληνική ηγεσία υποστηρίζοντας τις εσωτερικές θαλάσσιες γραμμές συγκοινωνιών. 

Οι παραγγελίες για προμήθεια αεροσκαφών αντιμετώπισαν προβλήματα λόγω μεγάλης ζητήσεως στο διεθνή χώρο. Τα σπουδαιότερα αποκτήματα ήταν 36 αεροσκάφη αναχαιτίσεως PZL  από την Πολωνία και 24 βομβαρδιστικά Potez από τη Γαλλία.

Ενώ η παραγγελία 60 μαχητικών αεροσκαφών, που είχε εγκριθεί από τις ΗΠΑ, ματαιώθηκε με παρέμβαση της Βρετανίας η οποία παρέλαβε για λογαριασμό της τα αεροσκάφη. Τα υπόλοιπα ήταν παλαιά και μικρής αποδόσεως, με αποτέλεσμα ο πόλεμος να βρει την Ελλάδα με ισχνή και ανεπαρκή Αεροπορία (143 αεροσκάφη).

Δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στον εκσυγχρονισμό και επέκταση της ΕΕΠΚ (Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου) για την αύξηση της παραγωγής πολεμικού υλικού και την εξασφάλιση των απαιτουμένων πυρομαχικών, όπως η κατασκευή πυρομαχικών πυροβολικού για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Επίσης, για τη συμπλήρωση των εξοπλιστικών κενών αξιοποιήθηκαν στην υπηρεσία παραγωγής πολεμικών υλικών, μικρά εργοστάσια και βιοτεχνίες.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν στη προπαρασκευή αλλά και διεξαγωγή των επιχειρήσεων οι ψηφισθέντες νόμοι, Περί Οργανώσεως της Πολιτικής και Οικονομικής Επιστρατεύσεως της Χώρας  και περί Πολιτικής Αμύνης.

Σχέδια Επιχειρήσεων

Με την κατάληψη της Αλβανίας από τη Ιταλία (Απρίλιος 1939) εκπονήθηκε το νέο  «Σχέδιο Επιχειρήσεων ΙΒ» για διμέτωπο αγώνα, δηλαδή έναντι της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Αξιοσημείωτες είναι οι οδηγίες που εξέδωσε ο Παπάγος, άμεσα την 24 Απριλίου 1939, για την εκπόνηση του «Σχεδίου ΙΒ» από τις οποίες επισημαίνονται τα  ακόλουθα: 

«Η κατάληψη της Αλβανίας υπό της Ιταλίας, της Τσεχοσλοβακίας υπό της Γερμανίας και οι απειλές της τελευταίας εναντίον της Πολωνίας και της Ρουμανίας είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και αποτελούν διαδοχικούς σταθμούς ενός συμπαγούς πολιτικού σχεδίου υπό του Άξονος.

Έχουν μάλλον τη μορφή προπαρασκευαστικών στρατιωτικών ενεργειών για τη διεξαγωγή παγκοσμίου πολέμου υπό ευνοϊκές συνθήκες στον οποίο φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να αποδυθεί ο Άξονας».

Και συνεχίζει «Η δήλωση της Ιταλίας περί σεβασμού της ακεραιότητας μας, θα ήταν παρακινδυνευμένο να μας καθησυχάσει. Πρόκειται για τακτική του άξονος που χρησιμοποιεί πολιτικές δηλώσεις για να καθησυχάσει τα μικρά κράτη και συγχρόνως δεν παραλείπει την δική του πλήρη προετοιμασία και προώθηση των μέσων, επιζητώντας να πλήξει κάθε θύμα του πριν αυτό προφθάσει να επιστρατεύσει και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του.

 Η Αγγλο - γαλλική δήλωση για παροχή βοήθειας χωρίς αμοιβαιότητα δεν επιτρέπει να έλθουμε σε συνεννοήσεις από τώρα για τον καθορισμό της βοήθειας που θα παρασχεθεί. 

Ως προς τη Γιουγκοσλαβία, προς το παρόν δεν εμπνέει ανησυχία. Όμως ευρισκόμενη σε πολύ δυσχερή θέση και πιεζόμενη από πολλές κατευθύνσεις υπό του Άξονος, είναι δυνατόν να επιτρέψει τη διάβαση δια του εδάφους της ιταλικών και βουλγαρικών στρατευμάτων, ειδικά ταχυκινήτων, ενεργούντων υπερκερωτικώς κατά της δεξιάς ημών πτέρυγος έναντι των Ιταλών, και της αριστεράς έναντι των Βουλγάρων».  

Τα παραπάνω δείχνουν την βαθειά κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος και αποτελούν υπόδειγμα στρατηγικής αντιλήψεως, διορατικότητας και οξυδέρκειας. Ο Παπάγος διείδε εγκαίρως την προσέγγιση του παγκοσμίου πολέμου, δεν εφησύχασε από τις καθησυχαστικές δηλώσεις του Άξονα, εντόπισε τα προβλήματα συνεργασίας με τις εγγυήτριες δυνάμεις και με μια μικρή εναλλαγή «είδε» τον ελιγμό του αντιπάλου από τη Γιουγκοσλαβία, που δυστυχώς δεν θα κατορθώσει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα το 1941 με τη γερμανική εισβολή.

Ενώ προπαρασκευή της Ελλάδος εκινείτο σε αυτό το πλαίσιο, το καλοκαίρι του 1940, η ιταλική πίεση εντάθηκε. Διαδοχικά ιταλικά διαβήματα επιδόθηκαν για υποτιθέμενη χρησιμοποίηση ελληνικών λιμένων από βρετανικά πλοία, εντάθηκε η πολεμική του ιταλικού τύπου και έγινε εκμετάλλευση της δολοφονίας του αλβανού ποινικού Νταούτ Χότζα.

Τον Ιούλιο 1940, πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις ιταλικών αεροσκαφών εναντίον ναυτικών μονάδων του Ελληνικού στόλου, ενώ ανήμερα της Παναγίας έλαβε χώρα το σημαντικότερο επεισόδιο της ιταλικής προκλητικότητας ο τορπιλισμός της «Έλλης». 

Όσο προχωρούσε ο χρόνος και η απειλή καθίστατο πιο συγκεκριμένη έγινε αντιληπτό ότι δεν θα υπάρξει διεθνής υποστήριξη της Ελλάδος. Το «Σχέδιο ΙΒ» διευρύνθηκε σε «ΙΒα» (άμυνα στην τοποθεσία συνόρων) και «ΙΒβ» (άμυνα ακτών).

Ο Παπάγος συνέχισε την έκδοση οδηγιών πλέον σαφών και συγκεκριμένων. Την 16 Σεπτεμβρίου 1940, καθορίζει : «Οι παρούσες οδηγίες στηρίζονται στα σημερινά δεδομένα (αντιπάλου και ημέτερα).

Ο αντίπαλος έχει πάντοτε την πρωτοβουλία της ενάρξεως των εχθροπραξιών και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, το οποίο έχει σημαντικά περιορισθεί. Αντιμετωπίζω λοιπόν την κατάσταση με τον εξής γενικό τρόπο ενεργείας: Αποδοχή αμύνης στο Θέατρο Ηπείρου και προσπάθεια να αναχαιτισθεί ο αντίπαλος όπου είναι δυνατόν.

Διατήρηση στη Δυτική Μακεδονία της τοποθεσίας ΙΒα (συνόρων) και αναλόγως των περιστάσεων δυνατόν να εκτελεσθούν και επιθετικές επιχειρήσεις».

Η περίοδος της προπαρασκευής έχει τελειώσει και έρχεται η ώρα της αλήθειας. 28 Οκτωβρίου 1940 ώρα 04.00 ο Παπάγος δέχεται τηλεφώνημα του πρωθυπουργού που του αναγγέλλει το διάβημα Γκράτσι και την εμπλοκή σε πόλεμο με την Ιταλία. Χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς αμφιβολίες και  χωρίς να θέσει  προϋποθέσεις στην πολιτική ηγεσία, προχωράει στην υιοθέτηση και  εφαρμογή της στρατηγικής επιλογής του πολέμου

Διατάσσει αμέσως την εφαρμογή του «Σχεδίου ΙΒα» (άμυνα συνόρων). Η πρώτη διαταγή από είκοσι μία λέξεις έλεγε: «Από έκτης πρωινής σήμερον περιερχόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν προς Ιταλίαν. Άμυνα Εθνικού Εδάφους διεξαχθή βάσει διαταγών ας έχετε. Εφαρμόσατε σχέδιον επιστρατεύσεως. Παπάγος». Ακολουθούν μια σειρά από διαταγές των οποίων η λακωνική συντομία μαρτυρεί την αρίστη προπαρασκευή για την αντιμετώπιση της καταστάσεως.

Συμπεράσματα 

Αναμφισβήτητα στην προσπάθεια αυτή της προπαρασκευής της Ελλάδος μπορούν να εντοπισθούν κενά, ελλείμματα, παραλείψεις και σφάλματα, πράγματα που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με διαφορετικό τρόπο, προβληματισμοί για τον στρατηγικό προσανατολισμό της Χώρας. Όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής και να αξιοποιηθούν για την άντληση διδαγμάτων για το μέλλον.  Όμως σε ένα πόλεμο δεν εμπλέκεσαι με αυτά που θα ήθελες να διαθέτεις, αλλά με  τις στρατηγικές επιλογές σου και με αυτά που έχεις.     

Στο πλαίσιο αυτό έγινε σίγουρα η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των υπαρχουσών δυνατοτήτων. Αυτές απογειώθηκαν από την κοινωνική υποστήριξη, η οποία εκδηλώθηκε με τον ενθουσιασμό, τη συμμετοχή και την εθνική ομοψυχία και μετουσιώθηκε σε ασύλληπτη μαχητικότητα στο πεδίο. Το ελληνικό αμυντικό σύστημα από την πολιτική ηγεσία μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη λειτούργησε με ρωμαλέο, συνεπή, συμπαγή και αποτελεσματικό τρόπο, έναντι ενός ιταλικού συστήματος κατακερματισμένου και  αναποτελεσματικού, επί ευσεβών πόθων, παρά επί των δεδομένων της πραγματικότητος. Η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία είχε διαμορφώσει σαφή και ολοκληρωμένη  εικόνα της απειλής και είχε λάβει σταδιακά όλα τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να εκμηδενίσει σχεδόν τον κίνδυνο του αιφνιδιασμού. Αυτά οδήγησαν στην περιφανή νίκη, την πρώτη νίκη του δυτικού κόσμου εναντίον του Άξονος. 

Η ελληνική νίκη η οποία έχει αμφισβητηθεί από κάποιους, ως προς το μέγεθος της συμμετοχής της Ελλάδος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν έχει ανάγκη καλύτερης μαρτυρίας από αυτής του Χίτλερ οι οποίος παραδέχθηκε ότι η αποτυχία της ιταλικής επιχειρήσεως προκάλεσε την εμπλοκή της Γερμανίας στη Βαλκανική με αρνητικές επιπτώσεις για τις μελλοντικές επιχειρήσεις.

Κλείνοντας, αναντίρρητα, η μακροχρόνια,  συστηματική και οργανωμένη προπαρασκευή σε όλα τα πεδία (πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό κτλ) ήταν  η βάση της επιτυχίας, το κλειδί της νίκης και το θεμέλιο του Έπους στα βουνά της Πίνδου, η οποία οδήγησε την Ελλάδα από την τραγική αποτυχία της Μικράς Ασίας στο θαύμα του 40.   


*Κωνσταντίνος Γκίνης. Στρατηγός ε.α. – Επίτιμος Α/ΓΕΣ