Της Laura Cumming
Το American Gothic, -το έργο με το ζευγάρι με τα μακρόστενα πρόσωπα που κάθονται σα φρουροί μπροστά από το ξύλινο σπίτι τους με ποδιά και φόρμα εργασίας και το δικράνι στο χέρι-, είναι ο πιο διάσημος πίνακας στην Αμερικανική τέχνη. Είναι στιγμιαία αναγνωρίσιμος σε εκατομμύρια ανθρώπους από το Όρεγκον έως την Οσάκα, λίγοι από τους οποίους ξέρουν το όνομά του, και ακόμα λιγότεροι ξέρουν το όνομα του ζωγράφου.
Στη σχετικά μικρή διάρκεια ζωής του (φτιάχτηκε το 1930), το αριστούργημα του Γκραντ Γουντ έχει γίνει ένας από αυτούς τους σπάνιους πίνακες που αναφέρονται συχνά σε παρωδίες, διαφημίσεις, ταινίες και καρτούν, που είναι τόσο γνώριμοι ώστε να μπορούν εύκολα να γίνουν αναγνωρίσιμοι με ένα γρήγορο σκίτσο ή ακόμη και από μια λεπτομέρεια, όπως το τοξωτό παράθυρο. Ακόμη κι αν δε γνωρίζουμε τον τίτλο του, το American Gothic είναι πλέον το ίδιο παροιμιώδες με τη Μόνα Λίζα, την Έναστρη Νύχτα και την Κραυγή, κάτι που δεν αγνοούν οι παρωδοί, οι οποίοι έχουν τοποθετήσει κατά καιρούς με Photoshop τα αστέρια του Βαν Γκογκ στον ουρανό της Αϊόβα πάνω από αυτήν τη μυτερή οροφή, έχουν βάλει τη Λίζα του Λεονάρντο στο οικογενειακό ειδύλλιο –έχουν παντρέψει κόλας τον Γκραντ Γουντ με τον Έντβαρντ Μουνκ!
Αλλά είναι όντως αγρότης αυτός ο άνθρωπος, από το δυνατό χέρι του οποίου μεγαλώνει σα δέντρο το δικράνι; Θα ήταν μετριοπαθές το να πούμε ότι οι γνώμες διίστανται όλα αυτά τα χρόνια. Διότι αυτή η εκπληκτική εικόνα, -τόσο απλή και άμεση όσο η μικρή πόλη της Αϊόβα που παρουσιάζει, τόσο απλή όσο το καλοκαιρινό σκηνικό-, αποδεικνύεται μοναδικά αμφιλεγόμενη και μυστηριώδης. Είναι ένας φόρος τιμής σε αυτούς τους σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους, με την ηθική ακεραιότητα και την ετοιμότητα ενάντια στις σκληρές στερήσεις της Μεγάλης Ύφεσης, όπως πιστεύουν τόσοι Αμερικάνοι, ή ένα κρυφά σατιρικό έργο; Ζωγράφισε ο Γουντ έναν ύμνο προς τιμήν των γειτόνων του στο Σίνταρ Ράπιντς ή κατακρίνει την αυστηρή στενοκεφαλιά τους; Η έκθεση “America After the Fall: Painting in the 1930s” στη Royal Academy του Λονδίνου, το επίκεντρο της οποίας είναι το έργο, δίνει την ευκαιρία στους επισκέπτες να αποφασίσουν. Διότι το American Gothic ζει κυρίως μέσα από τις αναπαραγωγές του, έντονα αξιομνημόνευτο ακόμη και για αυτούς που δεν το έχουν δει ποτέ από κοντά. Η δύναμη που έχει να σου μένει είναι εξαιρετική από κάθε άποψη, γιατί το έργο δεν έχει φύγει ποτέ ξανά από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι η καθαρότητα της εικόνας που σου χτυπάει αρχικά: καθαρή σαν καρφίτσα, καλοφτιαγμένη σαν το ξύλινο σπίτι, άψογη σαν τη σιδερωμένη ποδιά της γυναίκας. Τα πάντα ταιριάζουν και τα πάντα είναι σε τέλεια σειρά. Επίπεδο, γραφικό, με προσεκτικές λεπτομέρειες, τόσο άκαμπτα μετωπικό όσο ένας πίνακας της Αναγέννησης, με κάθε τμήμα τόσο ξεκάθαρο και ξεχωριστό, δεν είναι να απορεί κανείς που ο πίνακας του Γουντ αναπαράγεται τόσο εύκολα.
Εδώ υπάρχει μια αμερικανική Εδέμ, με μπλε ουρανό και παχουλά δέντρα, κατοικημένη από μια αδύνατη Εύα και ένα σκληραγωγημένο Αδάμ, των οποίων οι κόποι επιβραβεύονται με καθαρή επιβίωση και των οποίων η αρετή κατοχυρώνεται από την πρόσοψη που μοιάζει με εκκλησία από πίσω τους. Φαίνεται να είναι σχεδόν το αρχέτυπο της αγροτικής ζωής. Αλλά κάποιοι βλέπουν τον άντρα ως έναν ακραίο ιεροκήρυκα αντί για έναν αγρότη, με το δικράνι του να αποτελεί αντικείμενο κάποιου σκληρού κηρύγματος: άλλοι τον βλέπουν ως έναν υπάλληλο μικρής πόλης, που έχει επιστρέψει σπίτι από τη δουλειά και έχει βγει με το τζιν του για να δώσει σανό στις αγελάδες στο στάβλο.
Η γυναίκα είναι η σύζυγός του που τον στηρίζει, άκαμπτη όπως ο πρωτοπόρος άντρας της –ή, ίσως, να είναι η παρθένα κόρη του, της οποίας την τιμή υπερασπίζεται με το δικράνι. Ίσως, με την αντίκα καρφίτσα της και την παλιομοδίτικη πλεξούδα της, πραγματικά να πιστεύει σε παλιομοδίτικες αξίες ή ενδεχομένως να είναι έτοιμη να το σκάσει από αυτήν τη φυλακή, με τη μαρτυριάρα μπούκλα από τα μαλλιά της να ξεφεύγει σαν ένα σημάδι από το μέλλον.
Είναι ένα φαρισαϊκό ζευγάρι, πιθανότατα αμετανόητων Ρεπουμπλικανών, τόσο σεμνότυφων όσο τα ρούχα τους, χωρίς καθόλου μουσική στη ζωή τους ή είναι ακριβώς το αντίθετο: Αμερικάνοι ήρωες, πουριτανοί του λιβαδιού που κουβαλούν το πνεύμα των Πατέρων του Έθνους, που ζουν σκληρή ζωή αλλά δεν τα παρατάνε -ακόμα και κατά τη διάρκεια της καταστροφικής ξηρασίας του 1930, όταν δεν υπήρχε πρακτικά καθόλου σανό για να μαζέψουν.
Κάθε αντίθετη ερμηνεία έχει προκαλέσει και μια παρωδία, και ακόμη και οι παρωδίες έχουν απομιμήσεις. Το American Gothic θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι το έργο με τις περισσότερες παρωδίες στην ιστορία. Ο Lyndon και η Lady Bird, ο Ronald και η Nancy, ο Bill και η Hillary, ο Barack και η Michelle, η Μπάρμπι και ο Κεν, ο Χόμερ και η Μαρτζ, ο Κέρμιτ και η Μις Πίγκι (με την καρφίτσα να δείχνει έναν χοιροτρόφο), όλοι έχουν σταθεί μπροστά από αυτή την πρόσοψη, όπως θα γίνει και με τον Donald και τη Melania, αν δεν έχει γίνει ήδη. Το κτίριο είναι σχεδόν τόσο διάσημο όσο ένας άλλος Λευκός Οίκος: το έργο δεν μπορεί να αντισταθεί σε κομματικές πολιτικές. Και κάθε φορά που εμφανίζονται αυτές οι παρωδίες, βάζοντας στη θέση του ντουέτου της πόρτας Αμερικάνους αντιπροσωπευτικούς κάποιου είδους, επικοινωνούν την όμορφη διαύγεια του πίνακα, με τη χελιδονωτή του σύνθεση, αλλά και το μυστήριό του.
Για την προέλευσή του και για το ζωγράφο πολλά είναι γνωστά. Ο Γκραντ Γουντ γεννήθηκε στην Αναμόσα της Αϊόβα το 1891. Ήταν μόλις 10 όταν ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα του μετακόμισε τη μικρή της οικογένεια στο Σίνταρ Ράπιντς. Εκεί μπήκε σε οικοτροφείο, δούλευε για ελάχιστα χρήματα σε ένα μεταλλουργείο και τελικά κατάφερε να μπει στο School of the Art Institute του Σικάγο το 1913. Οι πρώιμοι πίνακές του με τα κυματιστά τοπία της Αϊόβα είναι ελκυστικοί, αν και ανώνυμοι, αλλά τη δεκαετία του '20 έκανε τέσσερα ταξίδια στην Ευρώπη και εντυπωσιάστηκε με τους βορειοευρωπαίους ζωγράφους που είδε εκεί, κυρίως στο Μόναχο. Θαύμαζε τον Ντύρερ, το Βαν Άυκ και το Χανς Μέμλινγκ: οι πίνακές του επηρεάστηκαν από τη λιτή μετωπικότητά τους, την έντονη ακρίβεια και την απλότητα της φόρμας. Ο κριτικός τέχνης Lincoln Kirstein τον είχε αποκαλέσει, μάλιστα, Μέμλινγκ της Αϊόβα.
Εκεί που άλλοι ζωγράφοι γύριζαν από την Ευρώπη ονειρευόμενοι μια νέα τέχνη της πρωτοπορίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες, -αστική, τζαζ, μετακυβιστική, ακόμη και αφηρημένης, όπως δείχνει η έκθεση στη Royal Academy-, ο Γουντ είχε εντελώς διαφορετικές ιδέες. Στο Παρίσι είχε πει στο δημοσιογράφο William Shirer ότι επέστρεφε σπίτι “για να ζωγραφίσω αυτές τις αναθεματισμένες αγελάδες και τους στάβλους και τις αυλές τους και τα καλαμποκοχώραφα και τα μικρά κόκκινα σχολικά κτήρια... και τις γυναίκες με τις ποδιές τους και τους άντρες με τις αγροτικές σαλοπέτες και τα κουστούμια από καταστήματα... Αυτό δεν έκανε και ο Σίνκλερ Λιούις με το γράψιμό του... Ανάθεμα, μπορείς να το κάνεις και στη ζωγραφική!”
Η μνεία του στο Λιούις αποτελεί σημάδι, επειδή το αριστούργημά του, Main Street, αδιαμφησβήτητα σατιρίζει τον αυστηρό συντηρητισμό της ζωής σε μικρές πόλεις. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος, Κάρολ Μίλφορντ, θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει, και τελικά καταφέρνει να πάει στην Ουάσινγκτον (για να επιστρέψει, νικημένη). Αλλά αν υπάρχει κάποιο ίχνος της Κάρολ στην καταπιεσμένη έκφραση της γυναίκας στο American Gothic, ο πίνακας δεν ξεκίνησε, περιέργως, για την ανθρώπινη φύση.
Ο Γκραντ Γουντ είναι ο προστάτης άγιος του Σίνταρ Ράπιντς: το σπίτι και το εργαστήριό του είναι μουσείο, ενώ το ενός δωματίου σχολικό κτίριό του απεικονίζεται σε νόμισμα της Πολιτείας της Αϊόβα. Ο πίνακάς του με το γοτθικό σπίτι μαραγκού, με τις αιχμηρές αψίδες και τη δίρριχτη στέγη, που μεταφράζει τις πέτρινες κατασκευές του Μεσαίωνα σε σανίδες πεύκου, έκανε αυτό το γραφικό στυλ γνωστό σε όλο τον κόσμο. Και αυτή είναι η προέλευση της εικόνας. Παρόλο που το σπίτι μοιάζει να χάνεται, σε σύγκριση με τους ιδιοκτήτες του, ήταν η δομή, όχι οι άνθρωποι, που ενέπνευσε ένα οπτικό τρίγωνο τόσο ελκυστικό που έκανε αμέσως διάσημο τον άγνωστο ζωγράφο. Ο Γουντ είδε το σπίτι τον Αύγουστο του 1930, καθώς δίδασκε τέχνη στην πόλη Έλντον της Αϊόβα. Εντυπωσιασμένος από την παραδοξότητα ενός μικρού ξύλινου σπιτιού με ένα μεγάλο γοτθικό παράθυρο, (λέγεται ότι οι ιδιοκτήτες το αγόρασαν από έναν κατάλογο της Sears and Roebuck), σταμάτησε για να κάνει ένα σκίτσο σε λάδι. Όταν επέστρεψε σπίτι του, επιμήκυνε το παράθυρο και σκέφτηκε να προσθέσει κάποιους ιδιοκτήτες. “Φαντάστηκα Αμερικάνους σε γοτθικό στυλ, με τα πρόσωπά τους επιμηκυμένα”, είπε σε μια συνέντευξη, “για να ταιριάζουν με το γοτθικό σπίτι”. Τρεις μήνες αργότερα ο πίνακας κέρδισε το χάλκινο βραβείο στο Art Institute του Σικάγο, το οποίο αγόρασε κατευθείαν το έργο. Βρίσκεται κρεμασμένο εκεί, καλωσορίζοντας το κοινό, από τότε.
Άνθρωποι ποζάρουν για μια selfie και αναπόφευκτα ταιριάζουν με τη μία, σα φιγούρες τοποθετημένες σε μια παραθαλάσσια πινακίδα με τρύπες για τα κεφάλια: όρθια υποκατάστατα για το όρθιο ζευγάρι. Και αυτή η κοσμική τριάδα του σπιτιού και των ιδιοκτητών του αντηχεί και σε άλλες κατακόρυφες γραμμές σε όλο τον πίνακα: τα τρία δόντια του δίκρανου κάνουν ρίμα με το μπούστο της φόρμας εργασίας, με τις ρίγες στο πουκάμισο, τα κουφώματα του παραθύρου, ακόμη και με τον έξυπνα τοποθετημένο κάκτο στο περβάζι. Η πλαγιασμένη οροφή ενώνει τα δύο κεφάλια, το χρυσό κουμπί κολάρου του αγρότη επαναλαμβάνεται στο αλεξικέραυνο στην οροφή, οι γωνίες της διακοσμημένης πλεξούδας μιμούνται το παράθυρο σε μινιατούρα. Ακόμα και το μοτίβο της ποδιάς επαναλαμβάνεται στο στόρι του διάσημου παράθυρου -ενός παράθυρου που ο Γουντ ομολόγησε ιδιωτικά ότι το έβρισκε παράδοξο.
Ήταν ειλικρινής; Σίγουρα ο Γουντ δεν απεικόνιζε πραγματικούς ανθρώπους του Έλντον στο τοπικό τους περιβάλλον: όλη η σκηνή είναι φτιαχτή. Η γυναίκα είναι η αδελφή του Ναν, σε ηλικία τότε 31 χρονών. Ο άντρας είναι ο οδοντίατρός του, Δρ. Byron McKeeby, που επέβλεπε την ουλίτιδα του ζωγράφου. Ο Γουντ τους έντυσε σα “σιδηροτυπίες από το παλιό οικογενειακό μου άλμπουμ”, παραγγέλνοντας ταχυδρομικά μια “σχολαστική, αποικιακού σχεδίου” ποδιά και φόρμα εργασίας από μια παλιά βιοτεχνία στο Σικάγο. Η Ναν αργότερα θυμήθηκε ότι ο αδελφός της τής ζήτησε “ένα κόψιμο εκτός μόδας. Έσκισα κάποια από τα παλιά φορέματα της μητέρας, και αφού παρουσιάστηκε ο πίνακας, η διακοσμητική κορδέλα ξαναήρθε στη μόδα.” Επομένως, αυτό που θα γινόταν η πεμπτουσία της ζωής στην ύπαιθρο στην καρδιά της Αμερικής ήταν ένα είδος πίνακα εποχής, ένα εξαρχής επινόημα.
Τα δύο μοντέλα δεν πόζαραν ποτέ μαζί για τον πίνακα, μόνο για μια φωτογραφία την οποία έβγαλαν δίπλα του το 1942. Αυτή η λήψη δείχνει τον οδοντίατρο με ένα καλοφτιαγμένο κουστούμι από τουίντ και τη Ναν με ένα στιλάτο κούρεμα σε στυλ Μαρσέλ: επίσης, μάς αποκαλύπτει το εξαιρετικό ταλέντο του Γουντ στην απόδοση ομοιότητας. Εάν συγκρίνει κανείς μια αυτοπροσωπογραφία του, όπου είναι παρατηρητικός πίσω από μικρά γυαλιά με χρυσό σκελετό και την ίδια σφιχτή ομάδα χαρακτηριστικών στο μακρύ οβάλ πρόσωπό του, με το πορτρέτο της αδελφής του στο American Gothic, μπορεί να δει πραγματικά την οικογενειακή ομοιότητα. Διατηρώντας τη φλόγα του αδελφού της ζωντανή για πολύ καιρό μετά τον πρώιμο θάνατό του από καρκίνο σε ηλικία 51 χρονών, η Ναν Γουντ Γκράχαμ έκανε μήνυση στο Playboy, όταν έκανε παρωδία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δείχνοντας το ζευγάρι χωρίς πανωφόρια.
Αλλά τότε ήδη οι παρωδίες έτρεχαν για τα καλά. Ήδη από το 1941, ένας φωτογράφος έβαλε ένα μαύρο ζευγάρι να ποζάρει μπροστά από τον πίνακα του Γουντ, για να δώσει έμφαση στις “λευκές αξίες” του. Και το 1957, στο μιούζικαλ της Μέρεντιθ Γουίλσον The Music Man, ο κεντρικός χαρακτήρας προσγειώνεται σε ένα ψευδο-Έλντον, όπου συναντά εύθικτους κατοίκους της Αϊόβα, ανάμεσα στους οποίους και οι χαρακτήρες από το American Gothic, τόσο διάσημοι από τότε για να προκαλέσουν χαμόγελα, καθώς έβγαιναν κατευθείαν από την κορνίζα. Στο πρώτο μέρος, οι κάτοικοι της Αϊόβα τραγουδούν για την τρομερή ξεροκεφαλιά τους: “Ανεχόμαστε να ακουμπάμε μύτες μια φορά την εβδομάδα και ποτέ δεν κοιταζόμαστε στα μάτια.”
Κάποιες από τις σάτιρες είναι ξεκάθαρα πολιτικές, όπως ο Ομπάμα να σουβλίζει τη Χίλαρι με το δικράνι του στις προκριματικές εκλογές του 2008, η Χίλαρι να φοράει τα παντελόνια ή να προσπαθεί πολύ σκληρά να φανεί λαϊκή στην καμπάνια του 2015. Κάποιες φορές έχουν να κάνουν με το φύλο -δύο γυναίκες, σε ανάμνηση του πρώτου γάμου ομοφυλοφίλων στην Αϊόβα- ή με τη φυλή: Mexican Gothic κλπ. Ντυμένο με ρούχα της δεκαετίας του '80, το ζευγάρι εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Family Weekly, για την εικονογράφηση του θέματος “Γιατί Αποτυγχάνουν οι Γάμοι”. Για το περιοδικό Time, είναι εξοπλισμένοι με ταιριαστά πατίνια, κινητά τηλέφωνα και τατουάζ, και εκπροσωπούν το κουραστικά συμβατικό κουλ στιλ. Το δικράνι γίνεται μαχαιροπίρουνα, ως έμβλημα της παχύσαρκης Αμερικής. Το ζευγάρι φοράει μάσκες οξυγόνου, για να διαμαρτυρηθεί για τη μόλυνση. Το σπίτι είναι -επανειλημμένα- προς πώληση μετά το κραχ του 2008. Είναι τελείως Αμερικανοί, μεγαλωμένοι σε μια πιο χαρούμενη ζωή σε διαφημίσεις για παϊδάκια, μπύρα και οργανικά κουλουράκια του Πολ Νιούμαν ή είναι φτωχοί Αμερικανοί, με προβλήματα λόγω της ιατρικής περίθαλψης, των μεγάλων φαρμακευτικών βιομηχανιών και της διαφθοράς. Κάποιες φορές το έργο εκλαμβάνεται απλά ως ένα αμερικανικό σύμβολο, όπως το Άγαλμα της Ελευθερίας ή η σημαία, ενώ κάποιες άλλες ως ένα χτύπημα στις συμβατικές ζωές και το εμπόριο όπλων.
Οι ατελείωτες διαφοροποιήσεις αντανακλούν τις ατελείωτες ερμηνείες. Όταν η Γκέρτρουντ Στάιν τον είδε για πρώτη φορά, έγραψε: “Πρέπει να φοβόμαστε τον Γκραντ Γουντ. Κάθε καλλιτέχνης και κάθε σχολή καλλιτεχνών πρέπει να τον φοβάται, για την ολέθριά του σάτιρα.” Και μια αγρότισσα από την Αϊόβα, όταν είδε την εικόνα στις εφημερίδες το 1930, πήρε τηλέφωνο το Γουντ, για να του εκφράσει τη γνώμη των ντόπιων. Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, ήθελε “να έρθει και να μου σπάσει το κεφάλι”, επειδή απεικόνισε τους συγχωριανούς της σα σκοτεινούς θρησκόληπτους. Ο Γουντ διαμαρτυρήθηκε ότι αυτό δεν ήταν μια καρικατούρα, αλλά μια απόδειξη της εκτίμησής του. “Έπρεπε να πάω στη Γαλλία”, είπε, “για να εκτιμήσω την Αϊόβα”.
Αλλά ο ίδιος ο Γουντ επιδείνωσε την αντιπαράθεση. Έπαιξε με τον πίνακα, φορώντας έκτοτε κουρελιασμένες φόρμες εργασίας και λέγοντας στον τύπο: “Όλες οι καλές ιδέες που είχα ποτέ μου ήρθαν καθώς άρμεγα μια αγελάδα.” Παρόλα αυτά δεν ήταν αγρότης, τον απωθούσαν όπως φαίνεται τα ζώα και οι δηλώσεις του για τον πίνακα ήταν αντικρουόμενες. “Υπάρχει σάτιρα μέσα του”, είχε πει, “αλλά όση σάτιρα υπάρχει σε κάθε ρεαλιστική δήλωση” -ένα, αν όχι ανούσιο, σχόλιο που προκαλεί σύγχυση. Αργότερα, ο Γουντ είπε ότι “δεν είχα πρόθεση ο πίνακας να λειτουργεί ως σάτιρα. Μου φαίνεται ότι είναι σε γενικές γραμμές αξιόπιστοι και καλοί άνθρωποι. Αλλά δεν αισθάνομαι ότι μπορείς να φτάσεις σε αυτό το συμπέρασμα ευκολότερα με το να αρνείσαι τα ελαττώματά τους.”
Η Sarah Oehler, η επιμελήτρια από το Σικάγο της έκθεσης “America After the Fall”, πιστεύει ότι το μυστήριο του πίνακα “βρίσκεται στις κενές εκφράσεις. Οι φιγούρες είναι ανέκφραστες, και αυτό ανοίγει το δρόμο για να αναπτύξει κάποιος μια προσωπική σύνδεση με τον πίνακα, και ακόμα πιο σημαντικό, να προβάλει πράγματα σε αυτόν.” Αλλά είναι η γυναίκα με την αφηρημένη ματιά όντως τόσο ανέκφραστη; Και γιατί είναι ζωγραφισμένη με αυτόν τον τρόπο; Πολλοί άνθρωποι βλέπουν κάποιο φλερτ σε αυτήν τη λιτή μπούκλα, και ίσως στο βλέμμα της γυναίκας που ταξιδεύει έξω από τη σκηνή.
Γιατί παρόλο που η σύνθεση είναι τόσο μετωπική όσο μια θρησκευτικ εικόνα, ένα όραμα αδιαιρετότητας που ενισχύεται από τη γεωμετρία, η συμμετρία είναι ελαφρώς διαστρεβλωμένη. Η γυναίκα στέκεται λίγο πιο πίσω, όχι δίπλα στον άντρα, γυρίζοντας το κεφάλι της προς άλλη κατεύθυνση. Ο Γουντ λέει ότι ήθελε να φαίνεται το ίδιο ακριβοδίκαιη με τον άντρα, αλλά ο πίνακας εναντιώνεται σε αυτό. Αυτή είναι αποστασιοποιημένη από εκείνον, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό της, έχει μια δική της εσωτερική ζωή.
Το μέγεθος της ανταπόκρισης στο American Gothic δείχνει πόσο έντονα μιλάει στους Αμερικανούς, αλλά τι τους λέει; Όπως εμφανίζεται στη Royal Academy δίπλα σε άλλους τοπικούς πίνακες της δεκαετίας του 1930, οι οποίοι εξυμνούν το χώμα της γης, το νόημά του γίνεται πιο ξεκάθαρο. Αν και ο Γουντ έδινε την εντύπωση του ανθρώπου της πόλης σε κάποιους οπισθοδρομικούς κατοίκους της Αϊόβα, τράβηξε τα βλέμματα των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι έβλεπαν στους λόφους και τα χωράφια καλαμποκιών που ζωγράφιζε, στη λατρεία του για τους αγρότες στους ατομικούς πίνακες και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έδωσε στο γοτθικό ζευγάρι, - όπου οι φτωχοί πήραν την θέση των αριστοκρατών στην τέχνη της Αναγέννησης-, μια απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση. Κάποιος μπορεί να νιώσει ότι υπάρχει λόγος που ο πίνακας είναι υπογεγραμμένος και χρονολογημένος πάνω στην τζιν φόρμα εργασίας -συμβολίζοντας τον κόπο που έκανε την Αμερική σπουδαία.
Κάποιοι από τους φίλους ζωγράφους του Γουντ τη συνήθεια με τις φόρμες εργασίας περισσότερο ως μια μεταμφίεση παρά ως ένα κόλπο -έναν τρόπο για να κρύψει την πιθανή ομοφυλοφιλία του. Ο Adrian Locke, επιμελητής της έκθεσης στο Λονδίνο, πιστεύει ότι ο Γουντ έφτιαχνε μια καινούρια τέχνη, στην οποία καθημερινοί άνθρωποι, όπως οι γείτονές του, είχαν κεντρικό ρόλο, και ότι τους αγαπούσε πολύ, αλλά και τον περιόριζαν υπερβολικά ταυτόχρονα. “Ως ένας ομοφυλόφιλος που αδυνατεί να ζήσει τη ζωή που θα ήθελε εξαιτίας των καταπιεστικών ηθικών αξιών της εποχής του, πρέπει να ασφυκτιούσε σε αυτό το περιβάλλον. Εάν αυτοί είναι οι φύλακες της ηθικής, φαίνεται να αναρωτιέται, τότε εμπιστευόμαστε τους σωστούς ανθρώπους; Είναι το πρόσωπο του μέλλοντος ή αυτό του παρελθόντος;”
Η εικόνα παρουσιάζει έναν τρόπο ζωής που ξεθώριαζε, ακόμα και όταν την ζωγράφιζε ο Γουντ, καθώς πολλοί αγρότες της Αϊόβα είχαν αρχίσει ήδη να μετακινούνται προς τις πόλεις το 1930. Παρόλα αυτά άγγιξε κάποιους ανθρώπους σε τόσο μεγάλο βαθμό που έκανε της πονηρές εφημερίδες να συνεχίζουν να τυπώνουν αναπαραγωγές, τις οποίες οι αναγνώστες μπορούσαν να κολλήσουν στον τοίχο τους καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '30, ενώ η πλεξούδα ξαναήρθε στη μόδα. Διότι η εικόνα αντιπροσωπεύει μια κοινή ιστορία που μοιράζονταν όλοι, ένα στιβαρό παρελθόν πάνω στο οποίο βασίζεται και θα βασίζεται για πάντα το παρόν, μια σκληρότητα και μια ακεραιότητα που χτίζει σπίτια σαν αυτό, που προστατεύει την γη, που κρατά την Αμερική στα πόδια της. Το ζευγάρι θα μπορούσε να είναι δύο Δημοκρατικοί, προασπιστές της κοινωνικής και οικονομικής ισότητας, έτοιμοι να ανοίξουν αυτόν το στάβλο σε όλη την αγροτική κοινότητα. Ή θα μπορούσαν να είναι οπαδοί του Τραμπ, οι οποίοι αρνούνται πλέον να τους αγνοούν, αποφασισμένοι να δουν την ελίτ της Ουάσινγκτον να ανατρέπεται. Αλλά ζουν ακόμη στην ίδια γη των ελευθέρων. Η οροφή μιας εκκλησίας ανυψώνεται στο βάθος πέρα από τα πράσινα δέντρα. Αυτή η οροφή είναι προφανώς κομμάτι του εμβληματικού σχεδιασμού του Γουντ. Το σχήμα είναι τα πάντα στη σύνθεσή του. Τα μακρόστενα πρόσωπα δημιουργούν ένα κουαρτέτο με τα μακρόστενα παράθυρα. Πράγματι, ολόκληρος ο πίνακας είναι δομημένος με την ίδια προσοχή που είναι δομημένο το ίδιο το σπίτι –οι άνθρωποι που δένονται με το σπιτικό.
Όσον αναφορά την πρόταση της Στάιν για την ολέθρια σάτιρα, καλύτερα να συμβουλευτούμε έναν άλλο πίνακα του καλλιτέχνη. Το Daughters of the Revolution δείχνει μια τριάδα “Συντηρητικών κοριτσιών”, όπως τις αποκαλούσε ο Γουντ, αυτάρασκες κυρίες μεγάλης ηλικίας με μακριούς λαιμούς, να σηκώνουν ντελικάτα φλιτζάνια όπως το 1776. Από πίσω τους, σε μια δηκτική αντίθεση, είναι ο αθάνατος πίνακας του Εμάνουελ Λοτζ, Washington Crossing the Delaware. Για αυτό πέθαναν οι στρατιώτες του;
Το American Gothic είναι μοναδικό: επιδέχεται οποιαδήποτε ερμηνεία γιατί η δομή του είναι τόσο ξεκάθαρη. Και περιέχει δύο από τα καλύτερα πορτρέτα της Αμερικής στα πρόσωπα του McKeeby και της Ναν, από τα χοντρά φρύδια του και τα ρουφηγμένα μάγουλά του με τα κάθετα αυλάκια έως το πρόωρα χαραγμένο συνοφρύωμά της. Φαντάζουν εξαιρετικά ιδιαίτεροι, για να μην πούμε γνώριμοι, - μπορείς να τους ανακαλέσεις στο μυαλό σου με την ήδια ευκολία που μπορείς να ανακαλέσεις τη Μόνα Λίζα- και παρόλα αυτά, εκπροσωπούν τον απλό λαό. Είναι και οι δύο ο ευατός τους, αλλά και αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες. Αυτό είναι το εξαιρετικά ισορροπημένο κατόρθωμα του καλλιτέχνη. Θα μπορούσες να τους γνωρίσεις οπουδήποτε, και όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν εμάς -εξωτερικά ανοιχτοί, αλλά απίστευτα πολύπλοκοι μέσα τους. Ο Γουντ μεταμόρφωσε αυτούς τους ανωνύμους ντόπιους σε αμερικάνικα αρχέτυπα σε κάτι που ήταν σχεδιασμένο από πάντα ως ένας πίνακας όπως το Daughters of the Revolution ή, στη διάλεκτο του σήμερα, ένα σύμβολο.
“America After the Fall: Painting in the 1930s”, Royal Academy, Λονδίνο, έως τις 4 Ιουνίου 2017
Πηγή: theguardian.com
Απόδοση: Χρόνης Μούγιος