Υπάρχουν ομοιότητες με το κραχ του Οκτωβρίου 1987;
Μαύρη Δευτέρα

Υπάρχουν ομοιότητες με το κραχ του Οκτωβρίου 1987;

Η «Μαύρη Δευτέρα» του 1987, παραμένει ανεξίτηλη στη χρηματιστηριακή ιστορία. Και δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι 38 έτη μετά, τα διεθνή χρηματιστήρια παρά την άνοδο τους, είναι εκτεθειμένα στις ίδιες αιτίες που είχαν οδηγήσει στο κραχ της 19ης Οκτωβρίου 1987.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι αγορές βίωναν μια περίοδο έντονης ευφορίας, η οποία τροφοδοτείτο από την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, την χαλάρωση του ρυθμιστικού και κανονιστικού πλαισίου, καθώς και από την υπέρμετρη αισιοδοξία για την «εποχή» της προεδρίας Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ.

Ο κλασσικός χρηματιστηριακός δείκτης Dow Jones, που διέθετε τότε μεγαλύτερη βαρύτητα από τον S&P 500, είχε σχεδόν τριπλασιαστεί μέσα σε πέντε χρόνια ξεκινώντας από το 1982, φτάνοντας τις 2.722 μονάδες τον Αύγουστο του 1987. Και όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, η ταχύτατη αυτή άνοδος είχε συνοδευτεί από υπερβολικές αποτιμήσεις. Με τους επενδυτές να αγοράζουν μετοχές χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους, τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών, αψηφώντας ακόμα και τους βασικούς οικονομικούς κανόνες. Να σημειώσουμε ότι το μέσο Ρ/Ε των εταιρειών του S&P 500 (βασισμένο σε κέρδη των τελευταίων 12 μηνών) ήταν υψηλότερο του 23. Με το μέσο όρο της πενταετίας 1982 – 1987 να είναι 15.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανόδου, ήταν η υψηλή μόχλευση και η εκτεταμένη κερδοσκοπική διάθεση. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηριζόταν από υψηλή μόχλευση, με τους επενδυτές και τις επιχειρήσεις να δανείζονται υπερβολικά για να χρηματοδοτήσουν οι πρώτοι τις αγορές μετοχών στα χρηματιστήρια και οι δεύτερες την μεγέθυνση τους. Επιπλέον, οι εξαγορές με δανεισμό (leveraged buyouts) και η κερδοσκοπία βασισμένη σε δανεισμό, ενίσχυαν το περιβάλλον αστάθειας. Και η αγορά ήταν γεμάτη από επενδυτές που κυνηγούσαν τα γρήγορα κέρδη, χωρίς να υπολογίζουν τους κινδύνους που παραμόνευαν, αλλά και το ρίσκο που αναλάμβαναν.

Το διεθνές περιβάλλον, δεν ήταν το καλύτερο δυνατόν. Η άνοδος της Wall Street, εξελισσόταν εν μέσω ηχηρών ενδείξεων οικονομικής αστάθειας και γεωπολιτικών ανησυχιών. Η Fed ακολουθούσε πολιτικές ανόδου των επιτοκίων με σκοπό τον έλεγχο του πληθωρισμού. Και η άνοδος των επιτοκίων, είχε οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε τριγμούς τους μηχανισμούς μόχλευσης. Παράλληλα, οι εμπορικές εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των ηλεκτρονικών και των ημιαγωγών ήταν τεταμένες. Με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να επιβάλουν δασμούς 100% σε ιαπωνικά προϊόντα, όπως τηλεοράσεις και υπολογιστές, κατηγορώντας την Ιαπωνία για «dumping», δηλαδή για πώληση προϊόντων σε τιμές κάτω του κόστους.

Η κίνηση των ΗΠΑ, αποτελούσε την απάντηση τους στην εκτίναξη του εμπορικού ελλείμματος. Κατά τη δεκαετία του 1980, οι ΗΠΑ είχαν καταγράψει ραγδαία αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, το οποίο έφτασε τα $152 δισ. το 1987, από μόλις $13 δισ. το 1980. Το δολάριο ήταν υπερτιμημένο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπως προαναφέραμε, λόγω των υψηλών επιτοκίων της Fed για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Αυτό καθιστούσε τα αμερικανικά προϊόντα ακριβότερα και τα εισαγόμενα φθηνότερα. Επιδεινώνοντας με αυτόν τον τρόπο το εμπορικό έλλειμμα. Το 1985, οι χώρες του G5, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η τότε Δυτική Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία, υπέγραψαν τη Συμφωνία Plaza, με στόχο την υποτίμηση του δολαρίου έναντι του ιαπωνικού γιεν και του γερμανικού μάρκου. Και έτσι το δολάριο υποχώρησε κατά 50% έναντι του γιεν μέχρι το 1987.

Εάν στη θέση της Ιαπωνίας βάλουμε την Κίνα και στη θέση των υπόλοιπων κρατών μελών του G5 βάλουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κατάσταση θυμίζει αρκετά το 2025.

Σαν αποτέλεσμα η αβεβαιότητα για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και η ανησυχία για τα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή το δημοσιονομικό και το εμπορικό -τα οποία εδώ στην Ελλάδα γνωρίσαμε με το παραπάνω κατά τη διάρκεια της πτώχευσης- προκάλεσε αστάθεια στις αγορές, έχοντας δημιουργήσει στις ΗΠΑ ένα έντονο κλίμα ανησυχίας, το οποίο ωστόσο δεν είχε αγγίξει τις μετοχικές αξίες της Wall Street.

Τέλος, η θετική ψυχολογία των επενδυτών και η διάχυτη διάθεση για ανάληψη αυξημένου ρίσκου είχε παίξει και αυτή καθοριστικό ρόλο. Η συνεχής άνοδος της αγοράς είχε καλλιεργήσει μια αίσθηση «αήττητου» και μια αίσθηση ότι οι κλασσικοί νόμοι των χρηματιστηρίων είχαν πάψει να ισχύουν. Στις μέρες μας αυτό το λέμε FOMO (Fear Of Missing Out / φόβος του να χάσεις κάτι).

Όταν η αγορά άρχισε να δείχνει σημάδια πτώσης στο διάστημα 14 με 16 Οκτωβρίου 1987, το FOMO μετατράπηκε σε FUD (Fear, Uncertainty, Doubt / φόβος, αβεβαιότητα, αμφιβολία), πυροδοτώντας μαζικές πωλήσεις και συμβάλλοντας στο κραχ της «Μαύρης Δευτέρας» της 19ης Οκτωβρίου 1987.

Η «Μαύρη Δευτέρα» ξεκίνησε με μια αίσθηση ανησυχίας, καθώς οι αγορές στην Ασία και την Ευρώπη είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν. Όταν άνοιξε το Χρηματιστήριο της Wall Street, η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα. Ο Dow Jones έχασε μονομιάς 508 μονάδες, και βρέθηκε από τις 2.247 μονάδες στις 1.739 μονάδες. Δηλαδή -22,6% μέσα σε μία μόνο ημέρα. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πτώσης, αυτό ισοδυναμεί με πτώση 6.000 μονάδων στον σημερινό Dow Jones. Παράλληλα το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέγραψε ρεκόρ συναλλαγών, με 604 εκατομμύρια μετοχές να αλλάζουν χέρια. Όγκος υπερδιπλάσιος, από τον μέσο όρο των συνεδριάσεων της εποχής εκείνης.

Το κραχ δεν περιορίστηκε στις ΗΠΑ. Στο Χονγκ Κονγκ, ο δείκτης Hang Seng έπεσε κατά 45,8% μέσα σε λίγες ημέρες. Στο Λονδίνο, ο FTSE 100 έχασε 23% σε δυο ημέρες και στην Αυστραλία ο δείκτης All Ordinaries κατέρρευσε κατά 41,8%.

Η Αχίλλειος Πτέρνα της Wall Street, που επέτεινε την πτώση Dow Jones, ήταν τα αυτοματοποιημένα συστήματα συναλλαγών, γνωστότερα ως «program trading». Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούσαν υπολογιστές για την αυτόματη εκτέλεση μεγάλων εντολών αγοράς ή πώλησης μετοχών, βασισμένα σε προκαθορισμένους αλγορίθμους. Ήταν τότε τη δεκαετία του 1980 μια σχετικά νέα τεχνολογία, που επέτρεπε την ταχεία εκτέλεση συναλλαγών με αυτόματο τρόπο, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Μια ειδική στρατηγική «program trading», είχε σχεδιαστεί για να προστατεύει τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια κατά τη διάρκεια χρηματιστηριακών πτώσεων. Η στρατηγική αυτή, γνωστότερη ως «portfolio insurance», αντιστάθμιζε την πτώση πουλώντας συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), όποτε οι τιμές των μετοχών υποχωρούσαν, με στόχο τον περιορισμό των ζημιών.

Όταν ο Dow Jones είχε αρχίσει να υποχωρεί την εβδομάδα πριν τη Μαύρη Δευτέρα, τα συστήματα «portfolio insurance» είχαν ενεργοποιηθεί μαζικά. Οι αλγόριθμοι πωλούσαν αυτόματα συμβόλαια futures, γεγονός που άσκησε ακόμα μεγαλύτερη πίεση στις τιμές των μετοχών. Ο τεράστιος όγκος συναλλαγών υπερφόρτωσε τα συστήματα του χρηματιστηρίου, καθιστώντας δύσκολη την έγκαιρη εκτέλεση των εντολών και εντείνοντας τη σύγχυση, τον πανικό και την αβεβαιότητα. Έτσι οι αυτόματες πωλήσεις δημιούργησαν έναν φαύλο κύκλο. Η πτώση των τιμών ενεργοποιούσε ακόμα περισσότερες πωλήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούσαν περαιτέρω πτώση.

Στην έκθεση της επιτροπής Brady που ανέλαβε να διερευνήσει το κραχ της «Μαύρης Δευτέρας», αναφερόταν ότι η ταχύτητα των αυτοματοποιημένων συναλλαγών επιδείνωσε την πτώση του Dow Jones κατά 10-15% περισσότερο από ό,τι θα συνέβαινε χωρίς αυτά. Και ότι τα αυτοματοποιημένα συστήματα δεν μπορούσαν να λάβουν υπόψη την ψυχολογία της αγοράς ή να σταματήσουν τις πωλήσεις σε συνθήκες πανικού, σε αντίθεση με έναν ανθρώπινο επενδυτή, που ίσως να επανεκτιμούσε την κατάσταση.

Αυτά ήταν τα γεγονότα και τα δεδομένα της «Μαύρης Δευτέρας» του Οκτωβρίου 1987. Αρκετές ομοιότητες με το σήμερα. Ωστόσο, το τωρινό στερεότυπο είναι ότι «αφού κανέναν δεν συμφέρει να πέσουν οι αγορές, οι αγορές δεν έχουν κανέναν λόγο για να πέσουν». Παρά τις προειδοποιήσεις του σημερινού προέδρου της Fed Jerome Powell και του Alan Greenspan προέδρου της Fed το 1987.