Τις τελευταίες ημέρες εν μέσω των αγροτικών κινητοποιήσεων ακούστηκε το χιλιοιειπωμένο επιχείρημα ότι οι τράπεζες δεν δανειοδοτούν την αγροτική οικονομία. Αν μάλιστα αφουγκραστούμε τα μηνύματα και από άλλους επαγγελματικούς και επιχειρηματικούς χώρους, τότε θα καταλήγαμε με ευκολία στο συμπέρασμα ότι οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν την οικονομία και ότι δεν συμβάλουν στην ανάπτυξη. Και ότι δανείζουν μόνο, όσους δεν έχουν ανάγκη, όπως ακούμε συχνά σε τηλεοπτικές εκπομπές με λαϊκίστικα χαρακτηριστικά. Είναι όμως έτσι;
Ασφαλώς και όχι. Το τραπεζικό σύστημα σήμερα, χαρακτηρίζεται από υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, από σημαντική ρευστότητα και ικανοποιητική κερδοφορία. Έχοντας αφήσει πίσω του τις δύσκολες ημέρες της πτώχευσης της χώρας, των capital controls, των ανακεφαλαιοποιήσεων, της πλημμύριδας των κόκκινων δανείων και της ασθενούς ανάπτυξης.
Το τραπεζικό σύστημα του 2026 δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις τράπεζες του 2010, του 2015 ή ακόμα και του 2019. Οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά επαρκείς, διαθέτουν μια ισχυρή αποταμιευτική βάση, με τις επισφάλειες τους, να έχουν ελαχιστοποιηθεί. Και φυσικά θέλουν να χρηματοδοτήσουν και να δανειοδοτήσουν. Διότι αυτή ακριβώς είναι η βασική και πιο κερδοφόρα δραστηριότητα τους. Από την οποία κερδίζουν οι μέτοχοι τους.
Διότι ας μην γελιόμαστε. Οι διοικήσεις των τραπεζών, όπως όλων άλλωστε των εταιρειών ενδιαφέρονται κυρίως για το «καλό» των μετόχων τους και δευτερευόντως για το ευρύτερο γενικό καλό» της οικονομίας και της χώρας. Οπότε για το «καλό» των μετόχων τους, πρέπει να επεκτείνουν την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Επομένως και τα κεφάλαια υπάρχουν και η διάθεση για δανεισμό παραμένει ζωντανή. Κάτι που καταγράφεται όχι μόνο στα επιχειρηματικά σχέδια των τραπεζών αλλά και στις ενδελεχείς αναλύσεις και προβλέψεις των επενδυτικών και χρηματιστηριακών οίκων, για τα επόμενα χρόνια.
Με την ταχύτερη επέκταση της χρηματοδότησης προς την οικονομία να αποτελεί τον απόλυτο στόχο για τις τράπεζες, τόσο για το 2026 όσο και για το 2027 με αυξήσεις της τάξης του 7% με 10%. Η επέκταση αυτή είναι ήδη ορατή, αφού πίσω από όλα τα μεγάλα projects της χώρας, υπάρχει δανεισμός από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ακόμα και οι ξένες επενδύσεις που γίνονται στη χώρα μας συνοδεύονται από δάνεια που εκταμιεύονται από τις ελληνικές τράπεζες.
«Ναι, αλλά οι μικροί που έχουν ανάγκη δεν δανειοδοτούνται», ακούγεται συχνά. Κι αυτό είναι αλήθεια, αφού τα δάνεια που ζητούνται από τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνήθως έχουν ως στόχο τον αγώνα για τη επιβίωση τους και όχι τον αγώνα για την ανάπτυξη και επέκταση των δραστηριοτήτων τους.
Οι τράπεζες δεν είναι υπηρεσίες του Ερυθρού Σταυρού, ούτε του Στρατού Σωτηρίας (Salvation Army). Ο ρόλος τους δεν είναι να αναλαμβάνουν οι ίδιες, το επιχειρηματικό ρίσκο ενός τρίτου. Ούτε να μοιράζονται τις ζημίες μαζί του. Αλλά να χρηματοδοτούν επιχειρηματικά σχέδια με προοπτικές. Και ταυτόχρονα να έχουν στα χέρια τους ισχυρές εξασφαλίσεις. Ώστε σε περίπτωση που τα σχέδια δεν αποδώσουν και οι δανειολήπτες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, να μην χάσουν τα χρήματα που έχουν δανείσει.
Μέσα από αυτό το πρίσμα δεν είναι πολλές οι επιχειρήσεις που «μπορούν» να δανειστούν. Ή για να το διατυπώσουμε καλύτερα, είναι ελάχιστες αυτές που έχουν καθαρά λογιστικά βιβλία, καθαρές φορολογικές δηλώσεις και συγκεκριμένα πλάνα επέκτασης με νέες υπηρεσίες, με νέα προϊόντα, με νέες διαδικασίες, σε νέες αγορές.
Και γενικότερα δεν είναι πολλές οι επιχειρήσεις που μπορούν να επιβιώσουν, ακολουθώντας τον δρόμο της λογιστικής και φορολογικής αιθαλομίχλης.
Διότι ακόμα και το «μη τραπεζικό σύστημα» χρηματοδοτήσεων και επενδύσεων όπως είναι για παράδειγμα τα «private credit funds», δηλαδή οι επενδυτές που δανειοδοτούν επιχειρήσεις, τα «venture capitals», δηλαδή τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, τα «alternative investment funds», δηλαδή οι επενδυτές που προσφέρουν εναλλακτικές μορφές επενδύσεων, δεν δανειοδοτούν, ούτε επενδύουν «στα τυφλά».
Μπορεί οι συγκεκριμένοι επενδυτές να έχουν μεγαλύτερη διάθεση για ρίσκο, αν και εφόσον διακρίνουν σημαντικές ευκαιρίες και αποδόσεις. Μπορεί να σχεδιάσουν εκ των προτέρων μια στρατηγική εξόδου σε κάποιο χρηματιστήριο. Ωστόσο οι αποφάσεις τους βασίζονται σε αυστηρά οικονομικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Και εδώ δυστυχώς οι επιχειρήσεις που μένουν εκτός τραπεζικού νυμφώνος, υστερούν. Οπότε αδυνατούν να απευθυνθούν με επιτυχία ακόμα και στο εναλλακτικό μη τραπεζικό σύστημα χρηματοδοτήσεων και επενδύσεων.
Πως μπορεί λοιπόν η τραπεζική δύναμη με μετατραπεί σε παραγωγική δύναμη;
Μόνο αν τα δάνεια από τα τραπεζικά ταμεία, μετουσιωθούν σε παραγωγικές επενδύσεις και σε κέρδη. Αυτό όμως μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον εκπληρώνονται δυο βασικές προϋποθέσεις.
Η πρώτη, είναι η ακριβής τήρηση των λογιστικών κανόνων που θα οδηγεί στην πραγματική εικόνα των επιχειρήσεων. Και θα ισχύει η αρχή του αγγλοσαξονικού WYSIWYG (what you see is what you get), δηλαδή «αυτό που βλέπεις είναι αυτό που παίρνεις».
Διότι τα «καθαρά λογιστικά βιβλία» είναι το Α και το Ω. Όχι μόνο όταν μια επιχείρηση απευθύνεται στις τράπεζες, ή όταν κάποιος αναζητά συμμέτοχους και επενδυτές. Είναι απαραίτητη συνθήκη για να θεμελιωθούν ισχυροί δεσμοί με συνεργάτες, με εμπορικούς εταίρους και με την κοινωνία.
Και η δεύτερη, είναι να φτιαχτούν μεγαλύτερα, ισχυρότερα και δυναμικότερα νέα σχήματα μέσω μετοχικών συμπράξεων, συγχωνεύσεων ή εξαγορών. Διότι μπορεί ένα μικρό σχήμα να είναι ευέλικτο, όμως ένα μεγαλύτερο σχήμα και μόνο λόγω μεγέθους, μπορεί να αφήσει ισχυρότερο επιχειρηματικό αποτύπωμα. Ο στόχος είναι η δημιουργία εταιρικών σχημάτων που να προσφέρουν μεγαλύτερη υπεραξία, από τα κλασσικά 1+1=1, 1+1=1,5 ή ακόμα και το 1=1+2.
Τίποτα από τα δυο δεν είναι αδύνατο. Πιθανόν να είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο. Άλλωστε αυτές τις ημέρες, με την επικαιρότητα να είναι στραμμένη στους αγρότες, όλοι προτρέπουν τον αγροτικό κόσμο να δημιουργήσει εταιρικά ή συνεταιριστικά σχήματα, στελεχωμένα με τεχνοκράτες, που να παράγουν τελικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, μέσω της υιοθέτησης μεθόδων ευφυούς γεωργίας, μοντέρνου μάρκετινγκ και σύγχρονων εμπορικών πολιτικών.
Όταν λοιπόν ζητάμε από τους αγρότες να κάνουν αυτά τα γενναία βήματα, τα οποία απέχουν έτη φωτός από την εργασιακή τους κουλτούρα και νοοτροπία, δεν είναι λογικό να θεωρούμε ότι οι υπάρχουσες μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έπρεπε να έχουν αρπάξει ήδη τις αντίστοιχες ευκαιρίες, χρησιμοποιώντας τα μέσα και τα κίνητρα που τους προσφέρει η πολιτεία;
Οι τράπεζες είναι εδώ. Τα δανειακά κεφάλαια είναι διαθέσιμα. Η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο των επιχειρήσεων. Η απόφαση για την επόμενη ημέρα, είναι δική τους.
