Τι σημαίνει η κρατική παρέμβαση σε λίθιο, χάλυβα, chips και σπάνιες γαίες
Shutterstock
Shutterstock
ΗΠΑ

Τι σημαίνει η κρατική παρέμβαση σε λίθιο, χάλυβα, chips και σπάνιες γαίες

Σε μια εποχή κλιμακούμενων γεωπολιτικών εντάσεων, αναποτελεσματικής λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας και παγκόσμιων ελλείψεων σε κρίσιμα βιομηχανικά υλικά, ο Λευκός Οίκος υιοθετεί μια πρωτοφανή στρατηγική παρέμβασης στην αμερικανική οικονομία.

Μέσω άμεσων κρατικών επενδύσεων και μετοχικών συμμετοχών, ο πρόεδρος Τραμπ δηλώνει ότι στοχεύει στην επιστροφή της βιομηχανικής παραγωγής στις ΗΠΑ, στον «επαναπατρισμό» των βασικών αλυσίδων εφοδιασμού, με σκοπό την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, την προστασία των συμφερόντων των Αμερικανών πολιτών, καθώς και την αύξηση των εσόδων του αμερικανικού δημοσίου από την επιβολή των δασμών.

Η πιο πρόσφατη εξέλιξη σε αυτό το σχέδιο, αφορά την Lithium Americas Corp. Όπου η κυβέρνηση επιδιώκει μετοχική συμμετοχή της τάξης του 10% στο πλαίσιο επαναδιαπραγμάτευσης ενός δανείου ύψους $2,26 δισ. που είχε χορηγηθεί στην εταιρεία από το υπουργείο Ενέργειας.

Το συγκεκριμένο βήμα, που αποκαλύφθηκε προ ημερών από το Reuters εντάσσεται σε αυτό το ευρύτερο πεδίο κινήσεων του Λευκού Οίκου. Έχουν προηγηθεί παρόμοιες παρεμβάσεις στην U.S. Steel, στην Intel και στην MP Materials.

Παρεμβάσεις που καλύπτουν κρίσιμους τομείς όπως του χάλυβα, των ημιαγωγών και των σπάνιων γαιών. Πρόκειται περί μιας στροφής προς μια μορφή «κρατικού καπιταλισμού» που θυμίζει λίγο τα μοντέλα ανάπτυξης της Κίνας ή της Σαουδικής Αραβίας. Αφού πλέον δημιουργούνται δυο κατηγορίες εταιρειών. Αυτών που διαθέτουν την οικονομική και επιχειρηματική «ευλογία» του Λευκού Οίκου και αυτών που τη στερούνται.

Η παρέμβαση του κράτους έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις σχετικά με τις εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στην ελεύθερη αγορά και τα εθνικά αμερικανικά συμφέροντα.

Οι ανησυχίες της μετατροπής του ρυθμιστικού και ελεγκτικού ρόλου του κράτους στις ΗΠΑ, σε ρόλο ενεργού ή παθητικού επενδυτή διευρύνονται.

Ειδικά μετά την εκδήλωση της επιθυμίας του Λευκού Οίκου να «εισέλθει» και στον χώρο της αμυντικής βιομηχανίας, της αεροναυπηγικής και της ναυπηγικής.

Στο επίκεντρο της κυβερνητικής παρέμβασης βρίσκεται το έργο Thacker Pass που βρίσκεται στα σύνορα της πολιτείας της Νεβάδα, με την πολιτεία του Όρεγκον.

Το έργο αφορά την εκμετάλλευση ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα λιθίου στις ΗΠΑ. Βρίσκεται σε φάση κατασκευής, με πάνω από 600 εργολάβους να εργάζονται επί τόπου. Μέχρι το 2028, αναμένεται να παράγει έως 40.000 μετρικούς τόνους ανθρακικού λιθίου ετησίως.

Μια ποσότητα ικανή για την παραγωγή μπαταριών που θα τοποθετηθούν σε περίπου 800.000 ηλεκτρικά οχήματα. Σήμερα, η παραγωγή λιθίου στις ΗΠΑ περιορίζεται σε λιγότερους από 5.000 τόνους σε ετήσια βάση, στηνAlbemarle της Νεβάδα.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το Thacker Pass αποτελεί επένδυση – κλειδί για την εθνική ανεξαρτησία των ΗΠΑ σε ένα κρίσιμο μέταλλο – εμπόρευμα. Ανεξαρτησία απέναντι στην Κίνα, η οποία ελέγχει πάνω από το 75% της παγκόσμιας παραγωγής και επεξεργασίας λιθίου.

Η General Motors (GM) έχει επενδύσει ήδη $625 εκατ., αποκτώντας το 38% της κυριότητας του έργου και το 100% των δικαιωμάτων αγοράς της παραγωγής για 20 χρόνια. Η παραγωγή του Thacker Pass θα τροφοδοτήσει την παραγωγή μπαταριών για 1,6 εκατ. οχήματα της GM, μέσα στην επόμενη 20ετία.

Ωστόσο, η διοίκηση Τραμπ πιέζει για περαιτέρω εγγυήσεις από την πλευρά της GM. Όμως η Lithium Americas, βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν «πόλεμο τιμών» στην παγκόσμια αγορά λιθίου, σαν αποτέλεσμα της κινεζικής υπερπαραγωγής. Το επίμαχο δάνειο ύψους $2,26 δισ. που είχε χορηγηθεί στην εταιρεία από το υπουργείο Ενέργειας, είχε εγκριθεί επί της προηγούμενης θητείας Τραμπ στο Λευκό Οίκο και η πρώτη δόση της εκταμίευσης ήταν προγραμματισμένη για τον Σεπτέμβριο του 2025.

Ωστόσο, το χρονοδιάγραμμα τελεί υπό αναθεώρηση και ίσως οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του, εξ ου και η παρέμβαση Τραμπ.

Η αγορά αντέδρασε άμεσα στην είδηση του Reuters. H τιμή της μετοχής της Lithium Americas (NYSE: LAC) εκτοξεύτηκε κατά 80% ανεβάζοντας την κεφαλαιοποίησή της στα $750 εκατ. συμπαρασύροντας προς τα πάνω και την τιμή του άκρως εξειδικευμένου ETF Global X Lithium & Battery Tech (LIT).

Αυτή η κίνηση του Λευκού Οίκου δεν είναι μεμονωμένη. Αλλά αποτελεί μέρος μιας σειράς παρεμβάσεων σε κρίσιμους τομείς της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγής.

Ήδη στον χώρο του χάλυβα, η διοίκηση Τραμπ ενέκρινε τον περασμένο Ιούνιο την εξαγορά της U.S. Steel από την ιαπωνική Nippon Steel για $14,9 δισ., επιβάλλοντας τον όρο της «χρυσής μετοχής» (golden share). Πρόκειται περί μιας μη οικονομικής συμμετοχής, που δίνει στον πρόεδρο εξαιρετική επιρροή, όπως είναι για παράδειγμα το δικαίωμα διορισμού μελών του ΔΣ και ελέγχου των αποφάσεων που αφορούν τα εργοστάσια, τις μισθοδοσίες και τις πωλήσεις των προϊόντων.

Αυτή η «χρυσή μετοχή» επέτρεψε στον Λευκό Οίκο να μπλοκάρει τα σχέδια κλεισίματος του εργοστασίου στο Granite City, του Ιλλινόι, εξασφαλίζοντας 800 θέσεις απασχόλησης. Ενισχύοντας ταυτόχρονα την εθνική παραγωγή χάλυβα εν μέσω του εμπορικού πολέμου με την Κίνα.

Στους ημιαγωγούς (chips), η κυβέρνηση απέκτησε τον Αύγουστο 2025 συμμετοχή ύψους 10% στην Intel (INTC), μέσω επένδυσης $8,9 δισ. σε κοινές μετοχές. Η χρηματοδότηση στηρίζεται σε επιχορηγήσεις του περίφημου νόμου CHIPS Act της προεδρίας Μπάιντεν.

Αυτή η κίνηση, που κατέστησε την κυβέρνηση τον μεγαλύτερο μέτοχο της εταιρείας, αντικατέστησε τις τμηματικές ρυθμίσεις με μόνιμη κεφαλαιακή συμμετοχή και στήριξη, επιτρέποντας στην Intel να προχωρήσει σε επενδύσεις άνω των $100 δισ. και σε άλλα εργοστάσια στις ΗΠΑ, με αιχμή την μονάδα στο Οχάιο.

Ταυτόχρονα ο Λευκός Οίκος προέβη στην επιβολή ειδικής φορολόγησης της τάξεως του 15% πάνω στα έσοδα από τις πωλήσεις chips που πραγματοποιούν η Nvidia και η AMD, στην Κίνα. Η Nvidia και η AMD είναι ανταγωνιστές της Intel.

Η κρατική συμμετοχή / επένδυση στην Intel, είχε χαρακτηριστεί από τον υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ Howard Lutnick σαν «πρόδρομος ενός αμερικανικού sovereign wealth fund». Ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι θα ακολουθήσουν «πολλές περισσότερες τέτοιες συμφωνίες», με στόχο την ενίσχυση της τεχνολογικής υπεροχής έναντι της Κίνας.

Ανάλογη στρατηγική ακολουθείται και στις σπάνιες γαίες, όπου η αμερικανική κυβέρνηση επένδυσε τον Ιούλιο 2025 $400 εκατ. στην MP Materials (MP), αποκτώντας το 15% μέσω προνομιούχων μετοχών και warrants. Η MP, η οποία είναι ιδιοκτήτρια του μοναδικού ενεργού ορυχείου σπανίων γαιών στις ΗΠΑ στο Mountain Pass της Καλιφόρνια, θα κατασκευάσει νέες μονάδες.

Η συμφωνία περιλαμβάνει δάνειο $150 εκατ., εγγύηση της τιμής του NdPr στα $110/kg για την επόμενη 10ετία και δεσμεύσεις αγοράς της παραγωγής, καθιστώντας το Πεντάγωνο, ως τον μεγαλύτερο μέτοχο. Οι μετοχές της MP είχαν εκτοξευτεί κατά 50%, αμέσως μετά την ανακοίνωση.

Αυτές οι κινήσεις αντανακλούν μια ευρύτερη στρατηγική του Λευκού Οίκου. Τη μείωση εξάρτησης από την Κίνα, που ελέγχει το 80% της επεξεργασίας λιθίου και σπανίων γαιών, και το 60% των ημιαγωγών.

Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι, όσο και οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν την εγχώρια παραγωγή, αλλά η επιθετική προσέγγιση Τραμπ, με άμεσες συμμετοχές και «χρυσές μετοχές» έχει προκαλέσει ένα κύμα αντιδράσεων.

Αναλυτές όπως ο Chris Miller του Tufts University επισημαίνουν τους κινδύνους της «κρατικής παρέμβασης στην οικονομία». Και δεν είναι λίγες οι φωνές που αναφέρονται σε «κρατικό καπιταλισμό» και σε ασύλληπτα χρηματιστηριακά παιχνίδια όλων όσοι γνωρίζουν εκ των προτέρων, τις αποφάσεις του Αμερικανού προέδρου, σχετικά με τις κρατικές παρεμβάσεις.

Όμως οι κρατικές παρεμβάσεις δεν αποτελούν πανάκεια. Οι χαμηλές τιμές του λιθίου και χάλυβα πιέζουν τα περιθώρια κερδοφορίας, λόγω της κινεζικής υπερπροσφοράς στις διεθνείς αγορές.

Παράλληλα εκδηλώνονται περιβαλλοντικές και κοινωνικές αντιδράσεις, από κατοίκους πλησίον του Thacker Pass ή εργαζόμενους στην U.S. Steel, που οδηγούν σε καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων ή στις γραμμές παραγωγής.

Επιπλέον, η GM και η Nippon πρέπει να εγκρίνουν αλλαγές στη λειτουργία τόσο της μονάδας στο Thacker Pass όσο και στην U.S. Steel. Ενώ ο ανταγωνισμός ανησυχεί για την κρατική «επιλογή νικητών» σε μια ελεύθερη οικονομία. Και το βλέμμα όλων των αναλυτών στρέφεται προς την ExxonMobil και τη Standard Lithium, οι οποίες πιθανότατα θα αποτελέσουν τους επόμενους κρατικούς στόχους.

Η επικρατούσα εικόνα δείχνει, ότι οι κινήσεις Τραμπ στη Lithium Americas, την U.S. Steel, την Intel και την MP Materials δεν είναι κάποιες απλές συναλλαγές. Αλλά μια ισχυρή γεωπολιτική δήλωση απεξάρτησης από τους εμπορικούς αντιπάλους των ΗΠΑ. Σε έναν κόσμο όπου τα κρίσιμα υλικά τροφοδοτούν την οικονομία και την άμυνα, οι ΗΠΑ στοιχηματίζουν στην ενίσχυση των εγχώριων αλυσίδων.

Αν καταφέρουν να υλοποιηθούν, αυτά τα έργα, μπορεί να μεταβληθούν τα δεδομένα, εξοικονομώντας πόρους, και προσφέροντας ένα διαφορετικό μοντέλο για το μέλλον της αμερικανικής βιομηχανίας. Βέβαια, η επικράτηση των κρατικών παρεμβάσεων σε μια ελεύθερη οικονομία και η επιβολή κρατικών προτιμήσεων σε συνθήκες ανοικτού ανταγωνισμού, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ειδικά σε μια χώρα όπως είναι οι ΗΠΑ, όπου ο κρατισμός δεν βρίσκεται στο dna της