Θα σώσει την Intel η κρατική παρέμβαση του προέδρου Τραμπ;

Θα σώσει την Intel η κρατική παρέμβαση του προέδρου Τραμπ;

Η είδηση ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, απέκτησε το 9,9% των μετοχών της Intel έναντι $8,9 δισ. προκάλεσε αρχικά ένα κύμα επενδυτικού ενθουσιασμού, με τις μετοχές της εταιρείας να κλείνουν με άνοδο 5,5%, αμέσως μετά την ανακοίνωση του «deal».

Η αγορά, η οποία αναζητά πάντα θετικά νέα, φάνηκε να ελπίζει ότι η κίνηση αυτή θα δώσει πνοή στη χειμαζόμενη εμβληματική εταιρεία κατασκευής τσιπ. Ωστόσο, η λεπτομερής εξέταση της συμφωνίας αποκαλύπτει μια διαφορετική εικόνα. Η Intel, που κάποτε αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής, σήμερα παραμένει εγκλωβισμένη εν μέσω δομικών εταιρικών προβλημάτων, τα οποία η κυβερνητική μετοχική παρέμβαση δεν φαίνεται να είναι ικανή να επιλύσει. Εξ άλλου ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Κέβιν Χάσετ, σε συνέντευξή του στο CNBC, δήλωσε ότι η κυβέρνηση δεν θα εμπλακεί στις δραστηριότητες της εταιρείας και ότι η κίνηση αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής.

«Διέσωσε» λοιπόν ο πρόεδρος Τραμπ την Intel, όπως υποστηρίζει με εμφατικό τρόπο ο Λευκός Οίκος; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει πως αναμένει εταιρείες όπως η Intel, να γίνουν περισσότερο κερδοφόρες μετά την απόκτηση μεριδίου από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ανοίγοντας έτσι ουσιαστικά τον δρόμο για νέες κρατικές μετοχικές παρεμβάσεις και σε άλλες επιχειρήσεις, μετά την Intel και την American Steel.

Η συμφωνία, που παρουσιάστηκε με τυμπανοκρουσίες από τον πρόεδρο Τραμπ, δεν περιλαμβάνει νέα κεφάλαια. Αντιθέτως, αποτελεί την εκπλήρωση προϋπαρχουσών επενδυτικών δεσμεύσεων και χρηματοδοτήσεων από το πρόγραμμα «CHIPS Act» επί προεδρίας Μπάιντεν. Με $5,7 δισ. από επιχορηγήσεις που δεν είχαν ακόμη καταβληθεί και $3,2 δισ. από το πρόγραμμα «Secure Enclave». Ας θυμηθούμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, ως υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2024, είχε κατακεραυνώσει το πρόγραμμα «CHIPS Act», κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς για διασπάθιση των χρημάτων των φορολογουμένων.

Ο Τραμπ, δήλωσε μέσω του δικού του ψηφιακού μέσου κοινωνικής δικτύωσης Truth Social ότι «οι ΗΠΑ δεν πλήρωσαν τίποτα για αυτές τις μετοχές», παρουσιάζοντας τη συναλλαγή ως «εξαιρετική» τόσο για την Αμερική όσο και για την Intel. Η πραγματικότητα, είναι διαφορετική, Η μετατροπή των επιχορηγήσεων σε μετοχικό κεφάλαιο, με discount μάλιστα της τάξης του 17,5% έναντι της τρέχουσας τιμής της μετοχής στο ταμπλό της Wall Street, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη νομιμότητα της κίνησης. Σύμφωνα με τους «New York Times», δεν είναι λίγοι οι τραπεζίτες και δικηγόροι οι οποίοι εκτιμούν ότι ο CHIPS Act δεν επιτρέπει τέτοιες πρακτικές, ανοίγοντας έτσι ένα κεφάλαιο σε πιθανές νομικές αμφισβητήσεις.

Η Intel, που για δεκαετίες αποτελούσε την προμετωπίδα της αμερικανικής τεχνολογικής κυριαρχίας, βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση. Μια σειρά από αποτυχημένες διοικητικές στρατηγικές αποφάσεις, την οδήγησαν στην απώλεια της πρωτοπορίας στην κατασκευή τσιπ από την TSMC της Ταϊβάν. Ενώ εδώ και μια τριετία έχει μείνει πίσω και στον αγώνα κατασκευής προηγμένων τσιπ υψηλής τεχνολογία που απαιτούν οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, όπου κυριαρχεί η Nvidia.

Η εταιρεία καταγράφει καθαρές ζημίες για έξι συνεχόμενα τρίμηνα, ενώ η τρέχουσα διαδικασία παραγωγής υψηλών προδιαγραφών 18A, που είναι λιγότερο προηγμένη από την πολυδιαφημισμένη γραμμή παραγωγής 14A, αντιμετωπίζει ήδη σοβαρά προβλήματα απόδοσης. Με αποτέλεσμα, η χαμηλή παραγωγή να αποτρέπει μεγάλους πελάτες από το να εμπιστευτούν την Intel.

Ο CEO της Intel που ανέλαβε μόλις τον περασμένο Μάρτιο, έχει θέσει το ζήτημα με απόλυτη σαφήνεια. Χωρίς μεγάλους πελάτες, η Intel ίσως αναγκαστεί να εγκαταλείψει το φιλόδοξο εγχείρημα της κατασκευής τσιπ κατά παραγγελία. Καθώς η επένδυσή της Intel στην γραμμή παραγωγής 14A θα εξαρτηθεί από δεσμευτικές παραγγελίες πελατών. Η Summit Insights, τονίζει ότι η οικονομική βιωσιμότητα του τμήματος κατασκευής της Intel εξαρτάται από την εξασφάλιση επαρκούς όγκου παραγγελιών για τις διαδικασίες παραγωγής 18A και 14A. Και ότι καμία κυβερνητική επένδυση δεν θα αλλάξει τη μοίρα της εταιρείας, εάν δεν επιτευχθεί η εξασφάλιση σταθερών και μόνιμων πελατών.

Η σύγκριση με την εταιρεία TSMC είναι αποκαλυπτική. Η ταϊβανέζικη εταιρεία, συνεργαζόμενη με κολοσσούς όπως είναι η Apple, απορροφά το κόστος των χαμηλών αποδόσεων στις αρχικές φάσεις των νέων διαδικασιών παραγωγής. Για την Intel, που αντιμετωπίζει συνεχείς ζημίες, αυτό αποτελεί μια ακριβή πολυτέλεια που δεν μπορεί να αντέξει.

Η Gabelli Funds, η οποία κατέχει μετοχές της Intel, επισημαίνει ότι η κακή απόδοση αποτρέπει την επέκταση σε νέους πελάτες, ενώ χαρακτηρίζει τη συμφωνία με την κυβέρνηση δυσμενέστερη σε σχέση με την αρχική χρηματοδότηση του CHIPS Act. Επισημαίνοντας ότι «η κρατική συμμετοχή δεν είναι δωρεάν χρήματα» και υπενθυμίζοντάς ότι η μετατροπή επιχορηγήσεων σε μετοχές δεν αποτελεί λύση στα τεχνικά και εμπορικά προβλήματα της εταιρείας. Η Intel από την πλευρά της, επενδύει πάνω από 100 δισ. δολάρια για την επέκταση των εργοστασίων της στις ΗΠΑ, με στόχο την έναρξη παραγωγής υψηλού όγκου στην Αριζόνα εντός του έτους.

Ωστόσο, η μετοχική εμπλοκή της κυβέρνησης, που αποκτά τον τίτλο του μεγαλύτερου μετόχου χωρίς θέση στο διοικητικό συμβούλιο αλλά με δικαίωμα προαίρεσης για επιπλέον 5% των μετοχών, εγείρει ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο λήψης αποφάσεων και με την διοικητική λειτουργία της Intel. H αναλυτές της CreditSights προειδοποιούν ότι η κίνηση του Λευκού Οίκου μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα διακυβέρνησης, περιορίζοντας την ικανότητα της Intel να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μετόχων της.

Η συμφωνία, αν και παρουσιάζεται ως σωτηρία, δεν αντιμετωπίζει το πυρήνα του προβλήματος: την έλλειψη πελατών και την τεχνολογική υστέρηση της Intel. Η «παθητική κρατική επένδυση», χωρίς δικαιώματα διακυβέρνησης αλλά με περιορισμένες εξαιρέσεις σε ψηφοφορίες, μπορεί να ενισχύει βέβαια την εικόνα ότι η Intel είναι «too big to fail». Το γνωστό «πολύ μεγάλη για να αποτύχει», το οποίο οι επενδυτές έχουν ακούσει αρκετές πριν από την κατάρρευση μιας εταιρείας – κολοσσού.

Όμως, χωρίς ουσιαστικές λύσεις στα τεχνικά της προβλήματα και χωρίς νέους πελάτες, η εταιρεία παραμένει να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί μπροστά σε ένα θολό μέλλον. Επαναφέροντας στη μνήμη των επενδυτών, άλλες «too big to fail» εταιρείες που δεν κατάφεραν σε συνθήκες κρίσης, να αποφύγουν στο τέλος την πτώση τους στο χρηματιστηριακό καναβάτσο, όπως η Continental Illinois National Bank and Trust Company (1984), η Long-Term Capital Management (LTCM) (1998), η Enron Corporation (2001), η Lehman Brothers (2008), η Washington Mutual (WaMu) (2008), η General Motors (GM) and Chrysler (2009), η Kodak (2012) και η Sears (2018).

Η Intel καλείται να αποδείξει στους επενδυτές της Wall Street, ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια της, επανακτώντας την εμπιστοσύνη των πελατών της και βελτιώνοντας τις αποδόσεις της. Η κυβερνητική στήριξη, που δεν είναι ούτε κεφαλαιακή, ούτε επενδυτική δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για τεχνολογική καινοτομία και επιθετική εμπορική στρατηγική.

Η συμφωνία με τον Τραμπ, παρά την επικοινωνιακή της λάμψη, δεν αλλάζει τη θεμελιώδη πρόκληση: η Intel πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της σε έναν κόσμο όπου οι ανταγωνιστές της τρέχουν πιο γρήγορα. Μέχρι τότε, η «σωτηρία» παραμένει μια ψευδαίσθηση, και η εταιρεία συνεχίζει να παλεύει για την επιβίωσή της.

Η αγορά, που αντέδρασε με μετριοπαθή αισιοδοξία, φαίνεται να περιμένει περισσότερα από τα «μεγάλα λόγια» και κινήσεις «υψηλού συμβολισμού» κι ας προέρχονται και από τον Λευκό Οίκο.