Με ένα ακόμη έτος ύφεσης ή στην καλύτερη περίπτωση οικονομικής στασιμότητας, κινδυνεύει η Γερμανία, καθώς έχουν μετριαστεί σημαντικά οι ελπίδες που είχαν καλλιεργηθεί νωρίτερα φέτος για άμεση ανάκαμψη. Ενώ ο Φρίντριχ Μερτς έχει υποσχεθεί μία «καταιγίδα» μεταρρυθμίσεων οι οποίες έχουν τη δυναμική να βγάλουν τη Γερμανία από το οικονομικό τέλμα, η ING επισημαίνει ότι στις πρώτες 100 ημέρες της, η κυβέρνηση έχει αποτύχει να τις εφαρμόσει και δείχνει να μη διαθέτει ένα σαφές σχέδιο ανάτασης.
Σε μία προσπάθεια να αποτρέψει τα χειρότερα, ο Γερμανός καγκελάριος κατέληξε μέσα στην εβδομάδα σε συμφωνία με τους κυβερνητικούς εταίρους (μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις) για την εφαρμογή έκτακτων μέτρων. Στο μεταξύ ο αριθμός των ανέργων ξεπέρασε τα 3 εκατομμύρια τον Αύγουστο, που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, με επιχειρηματικά τοτέμ, όπως η Volkswagen και η Commerzbank, να προχωρούν σε δεκάδες χιλιάδες απολύσεις.
Το γερμανικό δημόσιο προσπαθεί να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ μεγάλων κρατικών επενδύσεων και μέτρων λιτότητας που χρειάζονται, με τον Μερτς να δηλώνει ότι το σημερινό κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από αυτά που παράγει η γερμανική οικονομία. Αναλαμβάνονται επίσης πρωτοβουλίες που έχουν στόχο να μειώσουν τη γραφειοκρατία, η οποία κοστίζει στο γερμανικό δημόσιο 146 δισ. ευρώ ετησίως, αλλά και μέτρα για την επιτάχυνση της ψηφιακής μετάβασης.
Η Goldman Sachs εμφανίζεται πιο αισιόδοξη από την ING. Εκτιμά ότι το πλάνο αύξησης των δαπανών για έργα υποδομών, ύψους 500 δισ. ευρώ στα επόμενα 12 χρόνια και η δημιουργία χώρου για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες και μέσω της μεταρρύθμισης του «φρένου χρέους», θα φέρει την πολυαναμενόμενη οικονομική άνθηση.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας, οι κρατικές δαπάνες για υποδομές και άμυνα θα δώσουν ώθηση στο γερμανικό ΑΕΠ και θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη 1,4% το 2026 και 1,8% το 2027. Και μπορεί να πρόκειται για ρυθμούς που δεν εντυπωσιάζουν, όμως δίνουν μία νέα προοπτική. Σημαντικό μερίδιο στην ανάκαμψη – μετά το ισχνό όπως εκτιμάται 0,3% του 2025 - θα διαδραματίσει και η μείωση του ενεργειακού κόστους, μέσω της οποίας οι γερμανικές βιομηχανίες θα πάρουν ανάσα.
Οι αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας αναμένεται να αυξηθούν από το 2% του ΑΕΠ το 2024 στο 3,5% του ΑΕΠ το 2029, ενώ οι συνολικές κρατικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά 2,2% του ΑΕΠ έως το 2027.
Είναι, όμως, το εν λόγω «πείραμα» (δημοσιονομική χαλάρωση με ταυτόχρονα μέτρα λιτότητας) ικανό να επαναφέρει τη Γερμανία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης και κυρίως να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος που διαμορφώνεται παγκοσμίως; Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και τη μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη έως το 2008, όταν πήρε τα ηνία – και τα διατηρεί μέχρι σήμερα – η Κίνα.
Η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα (δημογραφικό, έλλειψη ανταγωνιστικότητας, ενεργειακή εξάρτηση) όμως το πιο χαρακτηριστικό αφορά στις πάλαι ποτέ κραταιές βιομηχανίες της. Ο γερμανικός βιομηχανικός κλάδος παραπαίει και αυτό αντανακλάται ξεκάθαρα στα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία. Έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια από την αρχή της πανδημίας και όπως σημειώνει η ING, η βιομηχανική παραγωγή παραμένει περίπου 15% χαμηλότερα από το προ πανδημίας επίπεδο. Ειδικά για τους ενεργοβόρους κλάδους, η παραγωγή υπολείπεται κατά 4% του 2024.
Μετά τη βαθιά – αλλά όχι τόσο δραματική όσο σε άλλες οικονομίες της Ευρώπης – ύφεση κατά 4,1% μέσα στην πανδημία, το γερμανικό ΑΕΠ μεγεθύνθηκε κατά 3,7% το 2021 και κατά 1,4% το 2022. Στη συνέχεια, ωστόσο καταγράφηκαν δύο έτη συρρίκνωσης κατά 0,3% το 2023 και 0,2% το 2024. Για το 2025 οι αναλυτές επενδυτικών οίκων προβλέπουν οριακή ανάπτυξη 0,2%-0,3%.
Η τελευταία φορά που η Γερμανία βίωσε δύο συνεχόμενα έτη συρρίκνωσης του ΑΕΠ ήταν το 2002-2003, όταν είχε χαρακτηριστεί «ασθενής της Ευρώπης». Με μία «καταιγίδα» διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αξιοσημείωτης δημοσιονομικής πειθαρχίας και ισχυρού εξαγωγικού προσανατολισμού, η Γερμανία κατάφερε να ανακάμψει και να εμφανίσει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά την περίοδο 2009-2019. Σε αυτό το διάστημα η γερμανική οικονομία αποτέλεσε την ατμομηχανή της Ευρώπης, όμως από την πανδημία και μετά έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα.
Συμπληρώνονται έτσι διαδοχικά χρόνια στασιμότητας καθώς δοκιμάζεται το οικονομικό της μοντέλο. Επιπλέον, το γεγονός ότι η αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας παραμένει εδώ και πάνω από ένα χρόνο στα χαμηλά που τελευταία φορά καταγράφηκαν κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-09, αποτελεί μία ακόμα οδυνηρή ένδειξη διαρθρωτικής αδυναμίας.
Τα επίσημα στοιχεία που είδαν προχθές το φως της δημοσιότητας έδειξαν ότι η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία υποχώρησε τον Αύγουστο κατά 4,3% σε επίπεδο μήνα και κατά 4% σε επίπεδο έτους, με τη μεταποίηση και τις αυτοκινητοβιομηχανίες να οδηγούν την πτώση.