Τα σημαντικότερα οικονομικά και χρηματοοικονομικά νέα της εβδομάδας δεν αφορούν ούτε τη διαμάχη Τραμπ-Μασκ ούτε την ανάπτυξη της Εθνοφρουράς στην Καλιφόρνια. Οι επενδυτές θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους σε ένα φαινομενικά ασήμαντο άρθρο του νομοσχεδίου «One Beautiful Bill», με τίτλο «Section 899».
Αν εγκριθεί, το άρθρο αυτό θα δώσει στον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ (και κατ’ επέκταση στον πρόεδρο) την εξουσία να επιβάλλει φόρους σε τόκους, μερίσματα και εισοδήματα από ενοίκια που καταβάλλονται σε πολίτες χωρών με φορολογικά καθεστώτα που χαρακτηρίζονται ως «άδικα». Ο φορολογικός συντελεστής θα ξεκινά από 5%, με δυνατότητα αύξησης έως και 20%.
Μια επιπλέον διάταξη προβλέπει την επιβολή φόρου 3,5% σε διασυνοριακές μεταφορές κεφαλαίων από εταιρείες που παράγουν κέρδη στις ΗΠΑ και για οποιονδήποτε λόγο επιθυμούν να μεταφέρουν κεφάλαια εκτός χώρας.
Το πλαίσιο αυτό εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική της παρούσας κυβέρνησης για τη φορολόγηση ξένων κεφαλαίων, και ενδέχεται να αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα έσοδα από δασμούς – τα οποία επρόκειτο εν μέρει να καλύψουν το δημοσιονομικό κόστος του πακέτου των $2,4 τρισ.– είναι πλέον αβέβαια.
Η επιβολή «φόρου στους ξένους» ανησυχεί ιδιαίτερα τους ξένους επενδυτές, κυρίως όσους επενδύουν σε ομόλογα. Οι μετοχές μπορούν να απορροφήσουν ένα ορισμένο φορολογικό βάρος – τα μερίσματα είναι χαμηλά (1,3% μέση μερισματική απόδοση) και η μέση ετήσια άνοδος των μετοχών κατά 12,2% την τελευταία δεκαετία αντισταθμίζει το κόστος. Οι ομολογιακοί επενδυτές, όμως, αντιμετωπίζουν άλλη εικόνα: με απόδοση 4,2% σε 2ετές ομόλογο και πληθωρισμό 2,5%-3%, η πραγματική απόδοση περιορίζεται στο 1,2%. Αν επιβληθεί φόρος 20%, αφαιρείται επιπλέον 0,75%, αφήνοντας καθαρή απόδοση μόλις 0,45%.
Εάν η Fed υποχωρήσει στις πιέσεις του Λευκού Οίκου για μείωση επιτοκίων, την ώρα που ο πληθωρισμός επιμένει ή το Δολάριο εξασθενεί για την ενίσχυση των εξαγωγών, τότε ο ξένος επενδυτής κινδυνεύει να έχει αρνητικές αποδόσεις ακόμη και στα «ασφαλέστερα» περιουσιακά στοιχεία του κόσμου.
Όσο για τις εταιρείες που σχεδιάζουν να επαναπατρίσουν κεφάλαια, θα πρέπει πλέον να το κάνουν μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Και τα δύο αυτά μέτρα ισοδυναμούν ουσιαστικά με ήπιους ελέγχους κεφαλαίου.
Από τη μία πλευρά, η πολιτική ευνοεί ένα ασθενέστερο δολάριο, ως εργαλείο αναθέρμανσης της βιομηχανίας και μείωσης του εμπορικού ελλείμματος. Ένα υποτιμημένο δολάριο θα ενισχύσει τις εξαγωγές και θα περιορίσει τις εισαγωγές στις απολύτως αναγκαίες. Ο Stephen Miran, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου, έχει δηλώσει ότι η αδυναμία του δολαρίου αποτελεί την καταλληλότερη στρατηγική.
Ο υπουργός Οικονομικών και πιθανός επόμενος διοικητής της Fed, Scott Bessent, έχει επανειλημμένα τονίσει ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική στο Δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και στην αμερικανική οικονομική ηγεμονία. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση των ΗΠΑ σκοπεύει να αξιοποιήσει πλήρως το προνόμιο του δολαρίου, θεωρώντας ότι η ηγετική της θέση παραμένει, προς το παρόν, απρόσβλητη. Πάντα θα υπάρχει ζήτηση για δολάρια και για αμερικανικά ομόλογα, ειδικά όταν οι αποδόσεις πλησιάζουν το 5%.
Από την άλλη πλευρά, το καθαρό επενδυτικό ισοζύγιο των ΗΠΑ (διαφορά περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων) παραμένει σε βαθύ έλλειμμα. Η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ξένα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της.
Μέχρις ενός σημείου, η έλλειψη αυτή μπορεί να καλυφθεί με νομισματική χαλάρωση από τη Fed. Η Κεντρική Τράπεζα ήδη κατέχει το 15% του αμερικανικού χρέους και θα μπορούσε να αυξήσει τη συμμετοχή της, οδηγώντας το δολάριο ακόμη χαμηλότερα. Όμως, όπως έχει επισημάνει ο Kenneth Rogoff, τέτοιες ενέργειες θα επιταχύνουν τις προσπάθειες των ανταγωνιστικών οικονομιών να απεξαρτηθούν από το δολάριο, επιταχύνοντας έτσι την υποχώρησή του.
Για τους επενδυτές, το ερώτημα είναι σαφές: θα αναζητήσουν εναλλακτικά «άνευ κινδύνου» επενδυτικά προϊόντα, όπως τα ελβετικά ομόλογα (τα οποία είναι και πάλι αρνητικής απόδοσης, αλλά δεν διαθέτουν την απαραίτητη κλίμακα έκδοσης), τα Bunds ή πραγματικά περιουσιακά στοιχεία (χρυσός, ακίνητα, τίτλοι συνδεδεμένοι με τον πληθωρισμό);
Ή θα αποδεχθούν τη νέα πραγματικότητα, προσαρμοζόμενοι συμπεριφοριστικά στο γεγονός ότι το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα διαθέτει τόσο μεγάλο πλεονέκτημα, που η κυβέρνηση μπορεί να το επιβαρύνει χωρίς ουσιαστικό ρίσκο;
Ο γραφών, καίτοι πάντα υπέρ των μεγάλων ιδεών, δεν βλέπει καμία βιώσιμη εναλλακτική στο δολάριο και στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Δεν υπάρχει επαρκής ποσότητα χρυσού ή ελβετικών ομολόγων για να καλύψει την παγκόσμια ζήτηση για «άνευ κινδύνου» επενδύσεις – ακόμη και αν το risk-free καθεστώς του Treasury αρχίζει να αμφισβητείται. Το πιθανότερο είναι ότι η νέα κατάσταση θα αυξήσει τη ζήτηση για φορολογικές υπηρεσίες, αλλά η διεθνής χρηματοοικονομική ισορροπία δεν θα αλλάξει δραστικά.
* Ο Γιώργος Λαγαρίας είναι Επικεφαλής Οικονομολόγος Forvis Mazars