Tελικά, υπάρχει πάτος στα χρηματιστήρια;

Tελικά, υπάρχει πάτος στα χρηματιστήρια;

Η εβδομάδα που πέρασε στενοχώρησε πολύ όσους έχουν στην κατοχή τους μετοχές, ομόλογα, κρυπτονομίσματα αλλά και αρκετά εμπορεύματα και δικαίωσε όσους έχουν μειώσει σημαντικά τη θέση τους στα περιουσιακά στοιχεία αυτού του τύπου. Είναι σχετικά ασφαλές να πούμε πως η βασική αφορμή της ξαφνικής χειροτέρευσης του χρηματιστηριακού κλίματος ήταν η κατάρρευση της θεωρίας που έλεγε πως τον προσεχή Σεπτέμβριο θα είχαμε μία προσωρινή παύση της διαδικασίας αύξησης των επιτοκίων από την κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, τη Fed.

Τα στοιχεία για την εξέλιξη του πληθωρισμού τον Μάιο που μας πέρασε ήταν πιο ισχυρά των αναμενομένων και άλλαξαν εντελώς την κατάσταση. Η Fed ανέβασε τα επιτόκια τη 15η Ιουνίου κατά 0,75%, ενώ μέχρι πριν μερικές ημέρες περιμέναμε 0,50%, και ταυτόχρονα κατέστησε σαφές πως δεν πρόκειται να σταματήσει τη διαδικασία περαιτέρω αύξησής τους. Αντίστοιχες κινήσεις ή δηλώσεις από άλλες κεντρικές τράπεζες, δεν άφησαν κανένα περιθώριο ελπίδας για ανάσχεση αυτής της πορείας προς τα υψηλότερα επιτόκια.

Η κατάσταση βέβαια δεν είναι τόσο απλή. Οι αγορές δεν φοβήθηκαν μόνο από την αλλαγή των εκτιμήσεων για τη βραχυπρόθεσμη πορεία των επιτοκίων αναφοράς των κεντρικών τραπεζών, η οποία βέβαια δεν άρεσε καθόλου, αφού τα ανοδικά επιτόκια δεν είναι σύμμαχος των αγορών μετοχών και ομολόγων. Προβληματίστηκαν από την κίνηση της Fed και τις δηλώσεις του διοικητή της Τζερόμ Πάουελ, εκτιμώντας πως η κεντρική τράπεζα εγκαταλείπει τον παραδοσιακό (τα τελευταία πολλά χρόνια) τρόπο δράσης της. Ενώ μέχρι πριν έναν μήνα βάσιζε τις αποφάσεις της στην εξέλιξη οικονομικών στοιχείων μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, την Τετάρτη που μας πέρασε άλλαξε modus operandi και αντέδρασε δυναμικά σε οικονομικά στοιχεία πιο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα και εξ ορισμού πιο ευμετάβλητα.

Η αλλαγή αυτή ξένισε πολλούς επενδυτές και παρατηρητές της αγοράς, καθώς δημιουργεί την υποψία πως οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας χάνουν την ψυχραιμία τους, καθώς νοιώθουν πως έχουν μείνει πίσω από τις εξελίξεις (δηλαδή την άνοδο του πληθωρισμού). Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, υπάρχουν δύο κίνδυνοι: αφ’ ενός πως η Fed μπορεί να κινηθεί περισσότερο επιθετικά απ’ όσο θα έπρεπε, ρισκάροντας να καταφέρει καίριο πλήγμα στην οικονομία και αφ’ ετέρου πως οι αγορές θα αρχίσουν να την εμπιστεύονται λιγότερο απ’ ότι μέχρι τώρα. Τέτοιου τύπου ανησυχίες της αγοράς έχουν σαν σίγουρο αποτέλεσμα την αύξηση της μεταβλητότητας, κάτι που οπωσδήποτε δεν βοηθά τις χρηματιστηριακές αγορές αυτή τη στιγμή.

Η μεταβλητότητα αυξάνεται ακόμα περισσότερο εξ αιτίας και της εντύπωσης που έχει δημιουργηθεί στις ΗΠΑ πως ο πρόεδρος Μπάιντεν προσπαθεί να επιρρίψει στη Fed και τον διοικητή Πάουελ την ευθύνη για τη μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού, η οποία έχει βλάψει τη δημοτικότητά του, ενόψει και των εκλογών του προσεχούς Νοεμβρίου. Μιλώντας για τον πρόεδρο Μπάιντεν, τις τελευταίες μέρες έχει λάβει ορισμένες πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν αρέσουν και πολύ στις αγορές, ανεξάρτητα από το αν θα αποδειχθούν δημοφιλείς.

Αναφερόμαστε στα μέτρα που ετοιμάζεται να λάβει για να σταματήσει η σημαντική επιβάρυνση των αμερικανών πολιτών από τις μεταφορικές εταιρείες, τις οποίες κατηγόρησε πως «κλέβουν τον κόσμο» και στην ανοικτή επιστολή που απηύθυνε στις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, κυρίως αυτές που λειτουργούν διυλιστήρια, κατηγορώντας τις πως εκμεταλλεύονται την κατάσταση και αποκομίζουν υπερβολικά κέρδη. Αν στον εκνευρισμό που προκαλούν οι πολιτικές παρεμβάσεις προσθέσουμε και τα γνωστά ζητήματα γεωπολιτικών εντάσεων, με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ να είναι τα σημαντικότερα από αυτά, είναι φανερό πως οι αγορές δεν θα έχουν «εξωτερική βοήθεια» για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες στον οικονομικό τομέα. Οι οποίες βέβαια δεν είναι λίγες.

Ο πληθωρισμός, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η ενεργειακή κρίση, συνδυάζονται με τις αυξήσεις των επιτοκίων και έχουν αρχίσει να βαραίνουν την οικονομία. Οι τελευταίες ανακοινώσεις οικονομικών στοιχείων και εταιρικών νέων δείχνουν καθαρά πως έχει ξεκινήσει η αποθέρμανση της οικονομίας και οι καταναλωτές υφίστανται σημαντική πίεση κάτω από το βάρος των αυξημένων τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών και του αυξανόμενου κόστους κάθε είδους δανείων.

Οι αγορές μετοχών και ομολόγων έχουν προφανώς αρχίσει να απεικονίζουν αυτές τις εξελίξεις. Πέρα από το γεγονός πως οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, όπως βέβαια και πολλοί ιδιώτες, δεν είναι διατεθειμένοι πλέον να πληρώνουν τις ίδιες τιμές για τις μετοχές και τα ομόλογα, υπάρχουν και άλλες διεργασίες σε εξέλιξη. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις αναδιαρθρώσεις των χαρτοφυλακίων. Πολλοί επενδυτές, μεγάλοι και μικροί, έχουν χρησιμοποιήσει υψηλό δανεισμό για να χρηματοδοτήσουν κάποιες επενδύσεις τους. Η πτώση των τιμών και το γεγονός πως ο δανεισμός σταδιακά γίνεται πιο ακριβός, οδηγεί σε αναγκαστικές ρευστοποιήσεις οι οποίες με τη σειρά τους ρίχνουν τις τιμές και προκαλούν και άλλες ρευστοποιήσεις.

Η αγορά κρυπτονομισμάτων είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα ανατροφοδοτούμενου πτωτικού κύκλου, αν και σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε και με την πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των αντισυμβαλλομένων. Ένας άλλος τομέας που έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα με τη χρηματοδότησή του είναι αυτός των επιχειρήσεων private equity, οι οποίες έχουν παίξει, και παίζουν ακόμα, μεγάλο ρόλο στην οργάνωση μεγάλων εξαγορών επιχειρήσεων. Μιλώντας για την πτώση στις αγορές, υποθέτουμε πως η διοίκηση της Fed δεν στενοχωριέται πολύ, τουλάχιστον προς το παρόν, αφού βοηθάει τον στόχο της για τη μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία και της υπερβάλλουσας ζήτησης που είχαν δημιουργήσει η χαλαρή νομισματική πολιτική σε συνδυασμό με τις κρατικές ενισχύσεις που δόθηκαν για την στήριξη της οικονομίας εν μέσω πανδημίας.

Για να έρθουμε επιτέλους και στον τίτλο μας, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πολύ δύσκολη. Η λογική λέει πως ο πάτος των αγορών θα έλθει λίγο πριν φανεί πως ο πληθωρισμός αρχίζει να κάμπτεται πειστικά. Προς το παρόν έχουμε κάποιες σχετικές ενδείξεις, όπως τη σαφή επιβράδυνση της αγοράς νέων κατοικιών στις ΗΠΑ, τη σαφή μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, πάλι στις ΗΠΑ, τη σταδιακή πτώση των τιμών στις διεθνείς θαλάσσιες εμπορευματικές μεταφορές.

Όμως η ενεργειακή κρίση κρατά τις τιμές των καυσίμων πολύ ψηλά υποδαυλίζοντας τον πληθωρισμό και ανατρέπει θετικές εξελίξεις όπως αυτές που μόλις αναφέραμε. Εξετάζοντας τα βραχυπρόθεσμα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την οικονομία, και με δεδομένη την αλλαγή στη στάση της Fed που έγινε γνωστή από τον διοικητή Πάουελ, οφείλουμε να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί και να μην τρέφουμε ελπίδες για σύντομη εγκατάλειψη των επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων. Και, όπως ξέρουμε, οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων δεν βοηθούν ποτέ τις χρηματιστηριακές αγορές, εκτός αν οι επενδυτές πιστέψουν πως φθάνουν προς το τέλος τους.

Με αυτό το σκεπτικό, η συνέχιση της ταλαιπωρίας στις αγορές φαίνεται αυτή τη στιγμή περισσότερο πιθανή από τη λήξη της, χωρίς να μπορούμε να πούμε για πόσο χρόνο ακόμα θα διαρκέσει και πόσο πιο κάτω θα φθάσουμε, ειδικά εν όψει και των παρενεργειών που περιγράψαμε πιο πάνω. Θα διακινδυνέψουμε όμως να πούμε πως η τελευταία, μάλλον νευρική, κίνηση της Fed θα μπορούσε να σταθεί αφορμή και για την απότομη χειροτέρευση της οικονομίας, κάτι που αν συμβεί θα εντείνει την ανησυχία και θα οδηγήσει σε νέες ρευστοποιήσεις, φέρνοντας τον διοικητή Πάουελ και τους συνεργάτες τους μπροστά σε ένα σοβαρό δίλημμα: συνεχίζουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια, παρά τα μηνύματα ύφεσης, μέχρι να δούμε τον πληθωρισμό να γονατίζει, ρισκάροντας μία ισχυρή συρρίκνωση της οικονομίας και πολύ μεγαλύτερη χρηματιστηριακή πτώση;

Ή κάνουμε μία νέα αλλαγή πορείας, ξεχνώντας προσωρινά τη δέσμευσή μας να καταπολεμήσουμε τον πληθωρισμό πάση θυσία; Δεν χρειάζεται να πούμε ποια από τις δύο επιλογές θα επιθυμούσαν τα διεθνή χρηματιστήρια!

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.