«Ταύροι» Vs «αρκούδες» στις τιμές του πετρελαίου
Shutterstock
Shutterstock

«Ταύροι» Vs «αρκούδες» στις τιμές του πετρελαίου

Αντίρροπες δυνάμεις κυριαρχούν στην αγορά πετρελαίου με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας από τη μία πλευρά να ασκεί πτωτικές πιέσεις στις τιμές και την κλιμάκωση της έντασης στην Ερυθρά Θάλασσα με τις συνεχιζόμενες επιθέσεις των Χούθι, αφενός να περιορίζουν τα περιθώρια πτώσης και αφετέρου να διαμορφώνουν συνθήκες που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε γενικευμένη κρίση. 

Υπάρχει κίνδυνος εκτίναξης των τιμών προς τα 100 δολάρια το βαρέλι, μία εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση σίγουρα την ήδη λαβωμένη Ευρώπη και ενδεχομένως συνολικά την παγκόσμια οικονομία;

Στο επίπεδο των 82-83 δολαρίων/βαρέλι, η τιμή του Brent ενισχύεται άνω του 7% μέσα στο 2024 αλλά είναι χαμηλότερη κατά περίπου 15% από το υψηλό που σημείωσε στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου. Οι σημερινές τιμές του πετρελαίου διατηρούνται σε υψηλά τριών εβδομάδων λόγω των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και των ενδείξεων για ανάκαμψη της Κίνας.

Την περασμένη εβδομάδα, αναλυτές της Standard Chartered ήρθαν να ταράξουν λίγο τα νερά, τονίζοντας ότι οι τιμές του πετρελαίου δεν είναι εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται, καθώς στα σημερινά επίπεδα δεν αντανακλούν πλήρως τη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά και την πρόσφατη κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων. Ο οίκος εκτιμά ότι η τιμή του Brent θα έπρεπε να έχει αναρριχηθεί πάνω από τα 90 δολάρια το βαρέλι για να αντικατοπτρίζει επαρκώς τόσο τα θεμελιώδη όσο και τους κινδύνους που ελλοχεύουν. 

Τρεις είναι οι παράγοντες που σύμφωνα με την Citi μπορούν να στείλουν το Brent στα 100 δολάρια. Η αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων είναι ο πρώτος παράγοντας, με επίκεντρο φυσικά τη Μέση Ανατολή. Όσο η ένταση στη Γάζα κλιμακώνεται, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος γενίκευσης του πολέμου. Το Ισραήλ έδωσε τελεσίγραφο έως τις 10 Μαρτίου, προειδοποιώντας για εισβολή χερσαίων δυνάμεων στη Γάζα, αν δεν έχουν μέχρι τότε απελευθερωθεί όλοι οι όμηροι, ενώ οι Χούθι συνεχίζουν να χτυπούν με πυραύλους εμπορικά πλοία που διέρχονται από την Ερυθρά Θάλασσα. Την ίδια ώρα, η ένταση αυξάνεται στα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου και το Ιράν κατηγορεί το Ισραήλ για τις επιθέσεις που σημειώθηκαν την περασμένη εβδομάδα σε αγωγούς φυσικού αερίου.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ο ΟΠΕΚ+ και η πιθανή απόφαση των χωρών του καρτέλ να προχωρήσουν σε ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις στην παραγωγή. Τρίτος παράγοντας πιθανής εκτόξευσης των τιμών είναι τα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν στην προμήθεια πετρελαίου από βασικές πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, όπως π.χ. το Ιράκ το οποίο έχει ήδη πληγεί από την κατάσταση στη Μ. Ανατολή. Το Ιράν και η Βενεζουέλα είναι επίσης στο ίδιο γκρουπ, καθώς δεν αποκλείεται η Ουάσιγκτον να επιβάλλει ακόμη πιο αυστηρές κυρώσεις κατά των δύο χωρών. Παρ’ όλα αυτά, η Citi εκτιμά ότι η μέση τιμή του πετρελαίου φέτος θα είναι τα 75 δολάρια/βαρέλι. 

Η IEA, από την πλευρά της, εξέφρασε πρόσφατα την ανησυχία της για την επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης για πετρέλαιο και την αυξημένη προσφορά από χώρες εκτός ΟΠΕΚ, παράγοντες που οδηγούν σε πλεόνασμα την αγορά φέτος. Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι συνεχιζόμενες επιθέσεις των Χούθι τα περιθώρια μεγάλης πτώσης των τιμών. 

Η Goldman Sachs, λαμβάνοντας υπόψη το πολύπλοκο περιβάλλον και τις αντίρροπες δυνάμεις διατηρεί στις προβλέψεις της ένα μεγαλύτερο εύρος τιμών, εκτιμώντας ότι το Brent θα κυμανθεί φέτος μεταξύ 70 και 90 δολαρίων/βαρέλι, υπογραμμίζοντας με τη σειρά της ότι ο γεωπολιτικός παράγοντας θα καθορίσει την όποια ανοδική έκπληξη. 

Τέλος, σημειώνεται πως τα προβλήματα με τον διάπλου από την Ερυθρά Θάλασσα έχουν διαφορετικό αντίκτυπο μεταξύ των προϊόντων. Για παράδειγμα, το jet fuel είναι αυτό που επηρεάζεται περισσότερο καθώς το 30% της παραγωγής μεταφέρθηκε μέσω της Ερυθράς Θάλασσας το 2023, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το ντίζελ ήταν περίπου το μισό. Επίσης, περίπου το 10% της συνολικής παραγωγής αργού πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων που προέρχονται από θαλάσσιες γεωτρήσεις περνάει από την Ερυθρά, ενώ μόλις το 8% του LNG. Ειδικά για την αγορά φυσικού αερίου, ο αντίκτυπος είναι πάρα πολύ μικρός καθώς το LNG αντιστοιχεί στο 15% της παγκόσμιας προσφοράς αερίου.