Τα τρία «συν» για τις υπερπτήσεις των χρηματιστηρίων
Shutterstock
Shutterstock

Τα τρία «συν» για τις υπερπτήσεις των χρηματιστηρίων

Δεν θυμάμαι στο παρελθόν να έχει καταγραφεί τόσο σημαντική δυσαρμονία και απόκλιση, ανάμεσα στις προσδοκίες των επενδυτών και την πραγματικότητα των οικονομιών.

Όσον αφορά τις προσδοκίες, οι μετοχές είναι ψηλά, τα ομόλογα είναι ψηλά και ο χρυσός το ίδιο. Όμως όσον αφορά την πραγματικότητα των οικονομιών τα πράγματα δεν είναι ευοίωνα.

Με τον πληθωρισμό να αντιστέκεται, τις επιπτώσεις από την επιβολή των δασμών να μην είναι ξεκάθαρες, το «κλείσιμο» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, τον τεχνολογικό πόλεμο ΗΠΑ και Κίνας να κλιμακώνεται και τις νέες παραμέτρους όπως είναι οι κρίσιμες βιομηχανικές πρώτες ύλες και οι σπάνιες γαίες να μπαίνουν δυνατά στις παγκόσμιες οικονομικές εξισώσεις.

Ειδικά στις ΗΠΑ μιλάμε για δυο εντελώς διαφορετικές οικονομίες. Για μια οικονομία στην οποία ζουν οι περισσότεροι πολίτες με τον φόβο της ανεργίας, του πληθωρισμού και της ακρίβειας και για μια οικονομία που θα μπορούσαμε κάλλιστα να την ονομάσουμε «χρηματιστηριακή», που ακολουθεί τον δικό της ξεχωριστό δρόμο.

Ειδικά σήμερα που ενώ το κλείσιμο (shutdown) της κυβέρνησης των ΗΠΑ, επηρεάζει βαθιά την αμερικανική οικονομία, οι αγορές δεν δείχνουν να πτοούνται.

Αφήνοντας κατά μέρος τις ενστάσεις για την πορεία της οικονομίας και τη μη συσχέτιση της με τα χρηματιστήρια, σήμερα θα εστιάσουμε αποκλειστικά στις αγορές. Και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα τρία κρίσιμα ερωτήματα - περισσότερο τεχνικού χαρακτήρα - που απασχολούν την επενδυτική κοινότητα, σχετικά για την πορεία των αγορών.

Ερωτήματα που βρίσκονται καθημερινά στην ατζέντα των επενδυτικών οίκων και των χρηματιστηριακών αναλυτών.

Υπάρχει υπερβολική ευφορία στις αγορές;

Υπάρχουν τα απαραίτητα καύσιμα για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας;

Δίνει η Τεχνητή Νοημοσύνη την απαραίτητη ώθηση στην παραγωγικότητα και στην κερδοφορία των εταιρειών;

Την έννοια της υπερβολικής ευφορίας την είχε εισάγει στην επενδυτική ορολογία, ο Alan Greenspan το 1996, ως «irrational exuberance». Είναι μια έννοια πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Ο γνωστός δισεκατομμυριούχος επενδυτής πρώην CEO της GSAM της Gildman Sachs, Leon Cooperman προειδοποιεί ότι οι υψηλές αποτιμήσεις και η ευφορία σηματοδοτούν το πιθανό τέλος του ανοδικού κύκλου, επικαλούμενος τις εκτιμήσεις και τις χρηματιστηριακές κινήσεις του Warren Buffett.

Ο πρόεδρος της Fed, Jerome Powell, χαρακτηρίζει, όποτε βρει την ευκαιρία, τις αποτιμήσεις των μετοχών ως «αρκετά υψηλές», θυμίζοντας την περίοδο του 1996. Σημειώνοντας ότι στις σημερινές τιμές των μετοχών έχουν ενσωματωθεί ήδη οι αποφάσεις της Fed για το 2025.

Το American Enterprise Institute παρομοιάζει την τρέχουσα ευφορία των αγορών με τους φυσικούς νόμους της βαρύτητας, υποδηλώνοντας υπερβολικές αποτιμήσεις οι οποίες θα πρέπει να προσγειωθούν σε χαμηλότερα επίπεδα.

Από την αντίθετη πλευρά, η JP Morgan, απορρίπτει την ύπαρξη υπερβολικής ευφορίας, επικαλούμενη τις πρόσφατες διορθώσεις της αγοράς και τις αντιδράσεις των επενδυτών που αγοράζουν σε κάθε βύθιση των τιμών, το λεγόμενο «buy the dip».

Σε πρόσφατη ανάλυση της, η UBS εντοπίζει ισχυρές εισροές κεφαλαίων σε εξειδικευμένα ETFs, όπως αυτά που επενδύουν στον χρυσό, στην πυρηνική ενέργεια, στους κβαντικούς υπολογιστές, στις σπάνιες γαίες, τις οποίες θεωρεί ως πιθανές ενδείξεις νέας ακραίας υπεραισιοδοξίας.

Παράλληλα με βάση τις λογιστικές καταστάσεις και τα εταιρικά αποτελέσματα του Q3 οι αποδόσεις των κλάδων που συγκεντρώνουν το επενδυτικό ενδιαφέρον ευθυγραμμίζονται σε γενικές γραμμές με την αύξηση των κερδών, χωρίς να παρατηρούνται δραματικές αποκλίσεις που θα σήμαναν συναγερμό και θα οδηγούσαν σε μαζικές πωλήσεις μετοχών.

Τα υψηλά περιθώρια κερδοφορίας, η δυνατότητα επέκτασης και ανάπτυξης με χαμηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις (με εξαίρεση τις εταιρείες Τεχνητής Νοημοσύνης) και η ολιγοπωλιακή δομή συγκεκριμένων κλάδων της αγοράς, υπόσχονται τη διατήρηση του κλίματος της υπερβολικής ευφορίας για καιρό.

Ο David Kostin της Goldman Sachs δήλωσε στο CNBC ότι όλες οι προβλέψεις για υψηλές κερδοφορίες τα επόμενα χρόνια είναι πολύ συντηρητικές (too conservative).

O Michael Wilson της Morgan Stanley ανέφερε σε πρόσφατη έκθεση του ότι τα εταιρικά κέρδη στη Wall Street, είναι καλύτερα από το 2021. Ωστόσο, η Oakmark Funds αναθεώρησε πλήρως τα μοντέλα υπολογισμού κερδών της, προβλέποντας ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη για το 2025 και πιθανώς για το 2026.

Όταν αναφερόμαστε στα απαραίτητα καύσιμα για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας, μιλάμε για τα διαθέσιμα κεφάλαια. Το ύψος των ρευστών διαθεσίμων στα πλαίσια των περιθωρίων δανεισμού μέσω μετοχών, αυτά που ονομάζουμε margin debt, η UBS το υπολογίζει πάνω από $800 δισ.

Αλλά και η γενική ρευστότητα στο σύστημα παραμένει ισχυρή, με τα cash holdings να αντιπροσωπεύουν το 17% της κεφαλαιοποίησης της αμερικανικής αγοράς. Ποσοστό χαμηλότερο από το μέγιστο 23%, αλλά σημαντικά υψηλότερο από το 12% του 2018.

Στα αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων, αυτά που ονομάζουμε money market funds, βρίσκονται «παρκαρισμένα» περισσότερα από $7 τρισ., τα οποία δυνητικά θα μπορούσαν να κινηθούν και αυτά προς τις χρηματιστηριακές αγορές.

Οι επενδυτές δεν είναι τυφλοί. Γνωρίζουν τόσο το ρίσκο όσο και τον κίνδυνο από τη συμμετοχή τους στη Wall Street, εν μέσω μιας γενικευμένης κρίσης. Και γνωρίζουν καλά ότι είναι η τεράστια ρευστότητα, η δύναμη που κινεί τις αγορές. Η οποία ανταποκρίνεται στις κινήσεις των επιτοκίων από την πλευρά της Fed, καθώς και στις κοσμογονικές αλλαγές στον χώρο της τεχνολογίας, ρίχνοντας αμυδρές ματιές στις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας.

Όπως λέει και το σύγχρονο μότο: «Τα λεφτά είναι για να βγάζουν λεφτά και όχι για να φοβούνται».

Το Ιερό Δισκοπότηρο των επενδυτών σήμερα είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη. Πέρα από τις ίδιες τις εταιρείες και τα deals που κυριαρχούν στον συγκεκριμένο τομέα, δεν υπάρχουν προς το παρόν εμφανείς ενδείξεις που να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εταιρείες έχουν γίνει πιο παραγωγικές σε επίπεδο κερδοφορίας.

Δηλαδή η εξέταση της παραγωγικότητας με δείκτη τις πωλήσεις ανά εργαζόμενο, δεν εμφανίζει θετικό πρόσημο. Μάλιστα οι όποιες βελτιώσεις εμφανίζονται στις μεγάλες επιχειρήσεις, οφείλονται περισσότερο στην κυκλικότητα του χαρακτήρα τους και όχι στις δομικές αλλαγές που φέρνουν οι εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Υπάρχουν όμως και οι ακριβώς αντίθετες μελέτες. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι η Γενετική Τεχνητή Νοημοσύνη (generative AI) θα αυξήσει την παραγωγικότητα εργασίας κατά 15% στις ανεπτυγμένες αγορές.

Η PwC αναφέρει ότι κλάδοι με υψηλή έκθεση στην AI παρουσιάζουν τριπλάσια αύξηση εσόδων ανά εργαζόμενο. Η Dallas Fed προβλέπει ετήσια αύξηση παραγωγικότητας 0,3-3% λόγω AI. Η McKinsey εκτιμά ότι η AI μπορεί να προσθέσει στην αμερικανική οικονομία $4,4 τρισ. σε ετήσια παραγωγικότητα μέσω των εφαρμογών ΑΙ στις επιχειρήσεις.

Συμπερασματικά, τα τρία βασικά επενδυτικά ερωτήματα, μπορούν να δεχθούν και θετικές απαντήσεις, όσον αφορά τη δικαιολόγηση της ευφορίας, την επαρκή υποστηρικτική ρευστότητα και την υπόσχεση για αύξησης της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας των εταιρειών μέσω της ΑΙ.