Η δημοσιονομική πειθαρχία, οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις είναι τα σημεία αναφοράς στα οποία επικέντρωσαν την προσοχή τους, τόσο ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας σε πρόσφατη συνέντευξή του, όσο και η Moody’s στην τελευταία έκθεσή της.
Είναι προφανές ότι τα συγκεκριμένα σημεία θα πρέπει να αποτελούν τη βάση του πολιτικού διαλόγου πάνω στην «ενάρετη» και «ασφαλή» αναπτυξιακή πορεία της εθνικής οικονομίας.
Οι λαϊκίστικες και απατηλές υποσχέσεις της αντιπολίτευσης αφενός είναι επικίνδυνες και αφετέρου ανοίγουν τον δρόμο για την επιστροφή σε καταστάσεις που δεν πρέπει να ξαναζήσουμε. Σε καταστάσεις που αποτελούν ακόμα και τώρα, βαρίδια. Βαρίδια που βάλουν κατά της ευημερίας των ίδιων των πολιτών.
Η Moody's δημοσίευσε την περασμένη Παρασκευή την εξαμηνιαία έκθεσή της για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας τη βαθμολογία Baa3 με σταθερή προοπτική (stable outlook).
Η έκθεση τονίζει ότι η Ελλάδα διατηρεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και ότι οι μεταρρυθμίσεις μετατρέπονται σε μόνιμο δυναμικό ΑΕΠ, εν μέσω παγκόσμιων προκλήσεων, όπως είναι τα επιτόκια και οι μακροοικονομικές πιέσεις.
Στα θετικά σημεία συμπεριέλαβε τις μεταρρυθμίσεις και τη βελτίωση της θεσμικής διακυβέρνησης που ενίσχυσαν τις επενδύσεις και το τραπεζικό σύστημα, την ισχυρή απορρόφηση κονδυλίων από την ΕΕ (όπως το Ταμείο Ανάκαμψης) σε συνδυασμό με ιδιωτικές επενδύσεις που αναμένεται να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, την ευνοϊκή δομή χρέους και την ισχυρή ρευστότητα που αντισταθμίζουν το υψηλό ποσοστό χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ το οποίο βρίσκεται σε πορεία αποκλιμάκωσης, καθώς και την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη, τη μείωση της ανεργίας και τη βελτίωση της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών.
Στα σημεία που χρήζουν προσοχής, συμπεριέλαβε το υψηλό δημόσιο χρέος ως απόλυτο μέγεθος, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης μετά το 2026 όταν και θα έχουν εξαντληθεί τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, την απαίτηση για συνεχή δημοσιονομική πειθαρχία και το δημογραφικό πρόβλημα.
Τι πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα στην αξιολόγηση; Η μεταβολή της προοπτικής, του λεγόμενου «outlook», από σταθερή σε θετική, δηλαδή από «stable» σε «positive».
Ωστόσο, τα προαναφερθέντα «σημεία που χρήζουν προσοχής», διατηρούν ολοζώντανη την επιφυλακτικότητα του οίκου αξιολόγησης.
Κατά τη γνώμη μας περισσότερο παρεμβατική από την έκθεση της Moody’s ήταν η συνέντευξη του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα στην πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε. Διότι είχε την ευκαιρία να εξηγήσει με απλό τρόπο, πώς έχει η οικονομική κατάσταση της χώρας, να απαντήσει τόσο στις ενστάσεις όσο και στις αμφιβολίες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και να αναδείξει τη διασύνδεση ανάμεσα στους μισθούς και την παραγωγικότητα. Που είναι τόσο απαραίτητη και αναγκαία, ειδικά στο πεδίο του πολιτικού διαλόγου.
Τι ακούσαμε από τα χείλη του κεντρικού τραπεζίτη; Ότι η Ελλάδα για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ξεχωρίζει θετικά. Διότι αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, διότι τα τελευταία χρόνια το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται κατά δέκα μονάδες το χρόνο, διότι πατάσσει τη φοροδιαφυγή, διότι τα πραγματικά εισοδήματα αρχίζουν και αυξάνονται σιγά σιγά πάνω από τον πληθωρισμό.
Και εδώ, στο σημείο που μας καίει όλους, εξήγησε για ποιον λόγο ο πληθωρισμός στη χώρα μας, είναι κατά μία μονάδα υψηλότερος στην Ελλάδα από την Ευρωζώνη.
Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, διότι υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση στη χώρα μας, δηλαδή αναπτυσσόμαστε γρηγορότερα από την προσφορά.
Στο κεφάλαιο μισθοί και παραγωγικότητα, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος εστίασε την προσοχή του στο να γίνει κατανοητή η εξάρτηση των μισθών από την παραγωγικότητα, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε αύξηση των μισθών, δεν μπορεί να προηγηθεί της αύξησης της παραγωγικότητας.
Και ότι το αντίστροφο θα οδηγούσε εκ νέου σε χρεοκοπία. Για να μπορέσουμε να δώσουμε αυξήσεις, πρέπει να υπάρχει αντίκρισμα παραγωγικότητας. Αν δεν υπάρχει αντίκρισμα παραγωγικότητας και δώσουμε αυξήσεις, θα κλείσουν επιχειρήσεις, θα αυξηθεί η ανεργία, όπως είχε γίνει παλαιότερα. Εμείς την περάσαμε τη φάση αυτή.
Στην Ελλάδα είχαν δοθεί στο παρελθόν πολύ μεγάλες αυξήσεις μισθών και συντάξεων, και τα αποτελέσματα τα είδαμε, τα βιώσαμε και τα πληρώνουμε ακόμα και σήμερα.
Η παραγωγικότητα επηρεάζεται από δυο παράγοντες. Τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις. Οι επενδύσεις ανά εργαζόμενο, παρ’ όλο που αυξάνονται βρίσκονται ακόμα χαμηλά, ως αποτέλεσμα της κρίσης, που είχε οδηγήσει σε κλείσιμο επιχειρήσεων και κάθετη μείωση των επενδύσεων, αφού κανείς δεν έρχεται σε μια χώρα που πτωχεύει. Σιγά σιγά όμως τώρα η παραγωγικότητα της εργασίας αρχίζει να αυξάνεται και βρισκόμαστε σε μια πορεία σύγκλισης και εδώ.
Στον τομέα των επενδύσεων και πάλι ξεκινήσαμε από πολύ χαμηλά. Ξεκινήσαμε το 2017 - 2018 με επενδύσεις που ήταν περίπου στο 10% του ΑΕΠ. Έχουμε φτάσει το 16,5% τώρα. Έχουν αυξηθεί οι επενδύσεις περίπου 60% στην Ελλάδα, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη αυξάνονται με χαμηλότερους ρυθμούς. Επομένως, και εδώ σιγά σιγά όμως συγκλίνουμε.
Και χρειάζεται αυτές οι επενδύσεις να γίνουν για παράδειγμα περισσότεροι υπολογιστές ανά εργαζόμενο, περισσότερες αυτοματοποιημένες μηχανές και διαδικασίες, καθώς και μεγαλύτερη χρήση εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης. Ήδη καταγράφεται μια σαφής στροφή προς τις παραγωγικές επενδύσεις, που αγγίζουν πλέον το 80%, με την παραδοσιακή ατμομηχανή που ήταν η «οικοδομή» να μένει στο 20%.
Παράλληλα πρέπει μέσω μεταρρυθμίσεων να κάνουμε την οικονομία πιο ευέλικτη, πιο ελκυστική, πιο δυναμική και πιο αποδοτική.
Και μόνο έτσι θα κλείσει και η απόσταση από το μέσο ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά την αγοραστική δύναμη, που βρίσκεται σήμερα στο 70%, έχοντας ξεκινήσει και εδώ από πολύ χαμηλότερα.
Τα ανωτέρω κεντρικά σημεία από τη συνέντευξη του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, μαζί με σημεία αιχμής από την έκθεση της Moody’s θα έπρεπε να αποτελούν τα βασικά σημεία αναφοράς της κεντρικής πολιτικής ατζέντας. Διότι από αυτά θα κριθεί η μελλοντική πορεία της χώρας.
Το γεγονός ότι σήμερα βρισκόμαστε σε μια τροχιά ανάπτυξης, δεν σημαίνει ούτε ότι όλα μπορούν να μπουν στον «αυτόματο πιλότο», αλλά ούτε και ότι υπάρχουν περιθώρια για παρεκκλίσεις.
Εάν δεν διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία, δεν αυξηθούν οι επενδύσεις και δεν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, τότε όχι μόνο δεν θα επιτευχθεί η σύγκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, αλλά θα κινδυνεύσει η ίδια η ευημερία της χώρας.