Το παγκόσμιο sell-off στα κρατικά ομόλογα αντανακλά τους φόβους των επενδυτών σχετικά με μία σειρά ζητημάτων, όπως τα κρατικά ελλείμματα, το δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος, ο κίνδυνος αναθέρμανσης του πληθωρισμού και η αβεβαιότητα αναφορικά με τις πολιτικές που εφαρμόζει ο Ντόναλντ Τραμπ. Μετά από δεκαετίες χαμηλών - και μία μακρά περίοδο σχεδόν αρνητικών – επιτοκίων, η παγκόσμια οικονομία λειτουργεί τα τελευταία χρόνια με υψηλό κόστος χρήματος, την ώρα που ορισμένες από τις μεγαλύτερες οικονομίες βρίσκονται σε δυσμενή δημοσιονομική θέση.
Ενώ τα χρηματιστήρια καλπάζουν, καταγράφοντας για μία ακόμα φορά διαδοχικά ιστορικά υψηλά και η ανεργία στις ΗΠΑ παραμένει κοντά σε ιστορικά χαμηλά, υπάρχει διάχυτος ένας ψυχολογικός φόβος. Τα υψηλά επιτόκια πνίγουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και επαναφέρουν σχεδόν κάθε εξάμηνο τις ανησυχίες για διατάραξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Είναι τόσο μεγάλος ο προβληματισμός που οποιαδήποτε αρνητική είδηση από την αγορά εργασίας θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεγάλο sell-off και στις μετοχές.
Όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν ένα σκηνικό που δεν προκαλεί ακόμα πανικό αλλά καθιστά το κλίμα εύθραυστο απέναντι σε οποιαδήποτε αναταραχή. Ενισχύει επίσης τις ανησυχίες ότι μία νέα οικονομική κρίση θα μπορούσε να ξεσπάσει, με επίκεντρο τα ελλείμματα και το χρέος. Στην εποχή των μεγάλων κρατικών ελλειμμάτων η Γαλλία αποτελεί τον «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης, τόσο σε δημοσιονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, η Γερμανία αδυνατεί να ανακάμψει με πειστικό τρόπο, η Μ. Βρετανία συνεχίζει να παραπαίει και οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν το χρέος τους να εκτοξεύεται σε καθεστώς υψηλών επιτοκίων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Deutsche Bank κάνει λόγο για τη χειρότερη δεκαετία στα χρονικά για τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, με την απόδοση μάλιστα του 10ετούς να βρίσκεται… μόλις στο 4,2%. Υπενθυμίζεται ότι υπήρξαν περίοδοι στο παρελθόν με πολύ υψηλότερες αποδόσεις ομολόγων για τις ΗΠΑ, όπως η δεκαετία του 1990 που διαμορφωνόταν στο 5%-6% ή η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1970 που οδήγησε σε αποδόσεις έως και 15% το 1981.
Η γερμανική τράπεζα τονίζει, παράλληλα, ότι η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από ακραία υψηλό κόστος δανεισμού για πολλές οικονομίες, καθώς οι επενδυτές δεν πείθονται ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο την κατάσταση και βλέπουν τα κράτη να αδυνατούν να ξεφύγουν από τη δημοσιονομική παγίδα στην οποία έχουν βρεθεί.
Τι θα συνέβαινε αν ένας πολίτης αναγκαζόταν να πάρει δάνεια πάνω από τις οικονομικές του δυνατότητες και κάθε φορά έπρεπε να ζητήσει νέο δάνειο και μάλιστα με ολοένα και υψηλότερα επιτόκια για να καλύψει τα παλαιότερα; Αυτή η ανησυχία σε πολύ μεγαλύτερη – παγκόσμια για να είμαστε ακριβείς – κλίμακα κυριαρχεί στις αγορές, καθώς λαμβάνει χώρα ένα επικίνδυνο sell-off στα κρατικά ομόλογα.
Από τη μία οι φόβοι για τη δημοσιονομική θέση ορισμένων εκ των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη και η αβεβαιότητα αναφορικά με τους δασμούς. Από την άλλη, οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό καθώς και τις τεράστιες ανάγκες έκδοσης νέου χρέους σε καθεστώς υψηλών επιτοκίων.
Με φόντο όλα τα παραπάνω, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Γαλλίας διαμορφώνονται στο υψηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια κρίση του 2008-09 και η απόδοση του βρετανικού 30ετούς ομολόγου σκαρφάλωσε την Τρίτη στο 5,72% που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 1998.
Την ίδια ώρα, το αμερικανικό 30ετές άγγιξε το ψυχολογικό επίπεδο του 5%, με τους επενδυτές να ζητούν ξεκάθαρα υψηλότερο επιτόκιο για να αγοράσουν χρέος μεγαλύτερης διάρκειας καθώς ανησυχούν για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και την ανεξαρτησία της Fed.
Οι αγορές φοβούνται πως αν ο Τραμπ αποκτήσει τον έλεγχο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, θα επιβάλλει τη νομισματική χαλάρωση ανεξάρτητα από την πορεία του πληθωρισμού, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο μιας νέας οικονομικής κρίσης. Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, προειδοποιούν ότι η μεγάλη επιθυμία του Τραμπ ενδέχεται να συμπέσει με ένα επικίνδυνο σημείο καμπής για τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, θυμίζοντας έως ένα βαθμό παλαιότερες κρίσεις.