Η χθεσινή χρηματιστηριακή συνεδρίαση ήταν πολύ ευχάριστη για τους μετόχους των τουρκικών τραπεζών, καθώς οι δείκτης τραπεζών του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης ανέβηκε μέχρι και κατά 5%.
Ήταν η μεγαλύτερη άνοδος του τελευταίου τριμήνου και αφορμή της αποτέλεσαν οι κινήσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας. Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, η Τράπεζα δάνεισε στις τοπικές τράπεζες περίπου 100 δισεκατομμύρια λίρες (περίπου 2,25 δισεκατομμύρια ευρώ) με επιτόκιο 46%, κατά την διάρκεια προγραμματισμένης δημοπρασίας τύπου repo.
Το ποσό αυτό ήταν περίπου τετραπλάσιο του μέσου όρου αντίστοιχων δημοπρασιών του προηγούμενου μήνα, ενώ το επιτόκιο ήταν χαμηλότερο του 49% με το οποίο δάνειζε τις τράπεζες μέχρι πρότινος.
Στελέχη τουρκικών χρηματιστηριακών εταιρειών δήλωσαν στο διεθνές πρακτορείο πως αυτή η κίνηση δημιουργεί στην αγορά προσδοκίες για επιστροφή στην πορεία μείωσης των επιτοκίων, η οποία διακόπηκε απότομα πριν τρεις μήνες μετά τις διώξεις εναντίον του (πρώην πλέον) δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και άλλων στελεχών της αντιπολίτευσης.
Η αναπάντεχη πτώση του πληθωρισμού για τον Μάιο, όπως ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, κάνει αυτές τις προσδοκίες να φαίνονται αρκετά ρεαλιστικές. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως όλα βαίνουν πλέον καλώς για την τουρκική οικονομία και τις τουρκικές επιχειρήσεις.
Η οικονομική πολιτική που ακολουθείται τα δύο τελευταία χρόνια, και γενικότερα η οικονομική κατάσταση, έχουν προκαλέσει σημαντικά προβλήματα σε ένα πολύ μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων της χώρας.
Ο πολύ υψηλός πληθωρισμός και τα υψηλά επιτόκια αναφοράς της κεντρικής τράπεζας στην προσπάθειά της να τον τιθασεύσει είναι τα δύο πιο βασικά προβλήματα.
Ύστερα από πολυετή ταλαιπωρία, τα πράγματα είχαν αρχίσει να καλυτερεύουν στο τέλος του 2024, όταν η Κεντρική Τράπεζα άρχισε να μειώνει τα επιτόκια, προσπαθώντας να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη και να δώσει ανάσα στις επιχειρήσεις.
Από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο, μείωσε τρεις φορές τα επιτόκια, τα οποία κατέβηκαν από το 50% στο 42,5%.
Όμως, αμέσως μετά την κλιμάκωση των πολιτικών διώξεων τον Μάρτιο, η Τράπεζα επέστρεψε σε πιο σφιχτή νομισματική πολιτική και τα επιτόκια επέστρεψαν προς το 50%.
Επίσης, κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, η Κεντρική Τράπεζα εκ παραλλήλου προσπαθούσε να στηρίξει την τουρκική λίρα, πουλώντας ξένο συνάλλαγμα στις χρηματαγορές.
Όλη αυτή η κατάσταση έχει αρχίσει να επηρεάζει και τις επιδόσεις της οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Σε άρθρο του Bloomberg από την 21η Μαΐου, αναφερόταν πως η περιοριστική νομισματική πολιτική σε συνδυασμό με τους φόβους για την πορεία της οικονομίας έχουν επηρεάσει άμεσα τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία των τουρκικών χρηματιστηριακών εταιρειών, από τις 539 εισηγμένες εταιρείες που είχαν δημοσιεύσει τα αποτελέσματά τους για το πρώτο ημερολογιακό τρίμηνο του 2025, οι 269 ήταν ζημιογόνες, από 206 για την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
Το πλήγμα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων φαίνεται και από το γεγονός πως το μέσο περιθώριο κέρδους για τις εταιρείες που συμμετέχουν στον δείκτη BIST 100 του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης έπεσε για τους τελευταίους δώδεκα μήνες στο 4,1%, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο από το τελευταίο τρίμηνο του 2020, όπως προκύπτει από στοιχεία που επεξεργάστηκε το διεθνές πρακτορείο.
Τα προβλήματα είναι μεγαλύτερα στον τομέα της εξυπηρέτησης του δανεισμού των επιχειρήσεων. Δημοσίευμα της ιστοσελίδας paturkey.com από την 7η Ιουνίου ανέφερε στον τίτλο του πως περίπου μία στις πέντε τουρκικές ιδιωτικές επιχειρήσεις βρίσκεται πρακτικά σε κατάσταση χρεωκοπίας, ακόμα και αν φαίνεται πως λειτουργεί κανονικά.
Κατά τον συντάκτη του, Attila Yesilada, οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τον δανεισμό τους και παραμένουν σε λειτουργία κάνοντας χρήση κρατικής υποστήριξης και συνεχών αναδιαρθρώσεων του δανεισμού τους. Αυτές οι μέθοδοι όμως απλώς παρατείνουν την ζωή των εταιρειών χωρίς να βελτιώνουν στην ουσία την κατάστασή τους.
Σύμφωνα με την διεθνή ορολογία, στην πραγματικότητα πρόκειται για εταιρείες ζόμπι. Ο αρθρογράφος μάλιστα αναφέρει πως σε πρόσφατη έκδοση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με τίτλο «The rise of the walking dead», οι αναλυτές του ΔΝΤ εκτίμησαν πως η Τουρκία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ζόμπι εταιρειών σε όλο τον κόσμο.
Τα προβλήματα είναι πολύ σημαντικά για πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς από τον Ιανουάριο του 2023 μέχρι τώρα, στην ουσία η χρηματοδότησή τους από το τραπεζικό σύστημα έχει «κοπεί στην μέση», καθώς μπορεί να αυξήθηκε ονομαστικά κατά 120% αλλά ο πληθωρισμός αυξήθηκε σωρευτικά κατά 240% την ίδια περίοδο.
Σε άλλο δημοσίευμα του paturkey.com, του ίδιου συντάκτη, από την 9η Ιουνίου, είδαμε πως σε πρόσφατη έκθεση του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Κωνσταντινούπολης οι εταιρείες ανέφεραν πως το 97% των λειτουργικών κερδών τους απορροφάται από το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού τους και πως, αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, οι πωλήσεις τους στην πραγματικότητα έχουν πέσει την τελευταία τριετία.
Πέρα από τις εταιρείες ζόμπι, υπάρχουν όμως και αυτές που πραγματικά περνούν σε καθεστώς πτώχευσης. Κατά το paturkey.com, οι εταιρικές αιτήσεις προσωρινής προστασίας από πιστωτές έχουν αυξηθεί κατά 97% τους πρώτους πέντε μήνες του 2025 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Μεγάλη αύξηση, κατά 75% είχαμε και στις δικαστικές αποφάσεις για οριστικές εταιρικές πτωχεύσεις.
Πρωταγωνίστρια στις αιτήσεις προσωρινής προστασίας από πιστωτές φαίνεται πως είναι η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας της χώρας, με 71 αιτήσεις μέχρι τώρα από την αρχή του χρόνου. Ένα από τα τελευταία θύματα είναι μία αρκετά μεγάλη επιχείρηση, η Baltali Tekstil, η οποία πολύ πρόσφατα ανακοίνωσε το κλείσιμο δύο εργοστασίων της και την απόλυση 650 εργαζομένων, σαν συνέπεια της μείωσης της ζήτησης και των οικονομικών δυσκολιών.
Μεγάλες εταιρείες δυσκολεύονται και σε άλλους τομείς. Σε άρθρο του Bloomberg από την 20η Μαΐου είδαμε πως ένας πολύ μεγάλος όμιλος, ο Zorlu Holdings, ετοιμάζεται να προχωρήσει σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και σε απολύσεις προσωπικού, κάτω από το βάρος συνολικού δανεισμού ύψους 4,90 δισεκατομμυρίων δολαρίων περίπου.
Ο όμιλος έχει διάφορες δραστηριότητες και μία από τις πιο γνωστές είναι αυτή στον τομέα των ηλεκτρονικών προϊόντων. Η Vestel Elektronik, μέλος του ομίλου, είναι ένας από τους πιο γνωστούς κατασκευαστές οικιακών συσκευών στην Ευρώπη και σκοπεύει να απολύσει περίπου 2.000 εργαζόμενους, δηλαδή το 10% του εργατικού του δυναμικού.
Τον Απρίλιο, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης είχαν ήδη υποβιβάσει την Vestel, με τον Moody’s να την τοποθετεί μόλις τρία σκαλοπάτια πάνω από την κατάσταση χρεωκοπίας.
Οι διεθνείς οίκοι έχουν υποβιβάσει, κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, και άλλες πολύ σημαντικές μεγάλες τουρκικές επιχειρήσεις, όπως είναι η Arcelik και η Sisecam, η μεγαλύτερη κατασκευάστρια λευκών ηλεκτρικών συσκευών της Τουρκίας και μία από τις μεγαλύτερες υαλουργίες παγκοσμίως αντίστοιχα.
Οι δυσκολίες αποτυπώνονται και στις γενικότερες επιδόσεις της οικονομίας. Το ΑΕΠ της χώρας ανέβηκε κατά 2% για το πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της 30ης Μαΐου, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, ενώ οι οικονομολόγοι ανέμεναν επίδοση 1,2%.
Η επίδοση για το τελευταίο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με αυτό του 2023 ήταν 3%, κάτι που δείχνει μία σαφή επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Παρόμοια ήταν και τα μηνύματα από την ιδιωτική κατανάλωση για την ίδια περίοδο.
Αν λάβουμε υπόψη μας και την διεθνή αναταραχή στον εμπορικό τομέα, που αποκλείεται να μην επηρεάσει τις τουρκικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, αντιλαμβανόμαστε πως η τουρκική οικονομία και οι επιχειρήσεις της χώρας διανύουν μία αρκετά προβληματική περίοδο.
Αν η Κεντρική Τράπεζα δεν καταφέρει σύντομα να κατεβάσει το κόστος χρήματος, τότε πολλές άλλες επιχειρήσεις θα βρεθούν αναπόφευκτα σε παρόμοια, ίσως και χειρότερη, θέση με αυτές που αναφέραμε προηγουμένως και η οικονομία της γειτονικής μας χώρας θα ταρακουνηθεί ακόμα πιο δυνατά.