Μία παράπλευρη συνέπεια των ανακοινώσεων του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τους εισαγωγικούς δασμούς, στις αρχές του Απριλίου, ήταν οι αναταράξεις στην αγορά των αμερικανικών κρατικών ομολόγων.
Σε ρεπορτάζ του Reuters αμέσως μετά την υπαναχώρηση του Αμερικανού προέδρου και την ανακοίνωση της προθεσμίας των τριών μηνών για τις συζητήσεις με τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, βλέπουμε πως οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ είχαν αρχίσει να κινούνται ανοδικά με τρόπο που δημιουργούσε ανησυχία.
Η προσοχή των επενδυτών και του οικονομικού Τύπου, όπως και της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, στράφηκε στις δημοπρασίες για την έκδοση νέων ομολόγων και κάθε ένδειξη μειωμένης ζήτησης μπορούσε ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στις αγορές.
Η απόδοση των δεκαετών τίτλων του αμερικανικού δημοσίου ξεπέρασε για λίγο το επίπεδο του 4,50% και πλησίασε προς το 4,60% ενώ αυτή των 30ετούς διαρκείας άγγιξε το 5%. Οι ανησυχίες που προκάλεσαν αυτό το ξεπούλημα των αμερικανικών ομολόγων και την άνοδο των αποδόσεών τους είχαν σχέση με τις πιθανολογούμενες συνέπειες των υψηλών εισαγωγικών δασμών, δηλαδή την αύξηση του πληθωρισμού, την μείωση της οικονομικής ανάπτυξης και την άνοδο της ανεργίας, καθώς και με τους φόβους για την οικονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ και την εκτιμώμενη διόγκωση του δημοσίου χρέους της χώρας.
Οι αποδόσεις αυτές παρέμειναν κοντά στα πολύ σημαντικά ψυχολογικά επίπεδα του 4,50% και του 5% αντίστοιχα μέχρι τις αρχές του Ιουνίου, με την μεταβλητότητα όμως να μειώνεται σταδιακά. Από την αρχή του Ιουνίου όμως και μετά, τα πράγματα άλλαξαν και οι επενδυτές άφησαν πίσω τους προβληματισμούς τους και άρχισαν τις μεγάλες αγορές, οδηγώντας χαμηλότερα τις αποδόσεις των ομολόγων.
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg είδαμε πως οι τρεις τελευταίες εβδομάδες έφεραν μεγάλα κέρδη στις αγορές και σημαντική μείωση των επιδόσεων. Οι αποδόσεις βρίσκονται πλέον στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου διμήνου, με αυτήν των δεκαετών να βρίσκεται ανάμεσα από το 4,25% και το 4,35% και αυτή των τριακονταετών ανάμεσα από το 4,80% και το 4,85%. Το διεθνές πρακτορείο επισήμανε πως ο Ιούνιος ήταν ο καλύτερος μήνας μετά τον Φεβρουάριο για αυτή την αγορά και πως τελικά το πρώτο εξάμηνο του 2025 εξελίχθηκε στο καλύτερο των τελευταίων πέντε ετών.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η αμερικανική αγορά κρατικών ομολόγων έχει απορροφήσει επιτυχημένα όλους τους κραδασμούς από την υπόθεση των δασμών, την οικονομική πολιτική του Τραμπ και το φορολογικό νομοσχέδιο που βρίσκεται υπό επεξεργασίας, την υποβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από την Moody’s και την οριστική απώλεια της κορυφαίας αξιολόγησης, όπως και όλη την πρόσφατη γεωπολιτική αναταραχή.
Επισημαίνει επίσης πως οι επενδυτές έχουν αρχίσει πλέον να προεξοφλούν πως η Fed θα προχωρήσει σε δύο μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2025 και αυτό τους αρέσει αρκετά. Φεύγοντας από το άρθρο του διεθνούς πρακτορείου, μας φαίνεται επίσης πως οι επενδυτές εκτιμούν πως η καλή συμπεριφορά του πληθωρισμού και το σχετικό αδυνάτισμα της αγοράς εργασίας θα αναγκάσουν σύντομα την αρμόδια επιτροπή της Fed να κατεβάσει τα επιτόκια.
Έχουν ενθαρρυνθεί επίσης από το γεγονός πως μέχρι τώρα δεν έχουν φανεί σημαντικά δείγματα αρνητικών επιπτώσεων από την αναταραχή με τους δασμούς και πολλοί εξ αυτών εκτιμούν πως τελικά οι ανησυχίες που έχουν εκφραστεί σχετικά είναι υπερβολικές.
Και βέβαια νοιώθουν πιο ήσυχοι βλέποντας την τιμή του πετρελαίου να μην μπορεί να σηκώσει κεφάλι και τις ΗΠΑ να έχουν πετύχει αναίμακτα τους στόχους τους στην Μέση Ανατολή (τουλάχιστον σύμφωνα με όσα ξέρουμε μέχρι τώρα). Αν λοιπόν δεν έρθει κάποια αρνητική έκπληξη που θα ανατρέψει τις τωρινές εκτιμήσεις για μείωση των επιτοκίων, φαίνεται πως το κλίμα στην αγορά κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ είναι πολύ πιθανόν να παραμείνει θετικό. Τα χθεσινά, μάλλον καλύτερα των αναμενομένων, νέα για την κατάσταση της αγοράς εργασίας δεν φάνηκε να χαλάνε το καλό κλίμα.
Την αισιοδοξία του για την πορεία των ομολόγων στις ΗΠΑ εξέφρασε την προηγούμενη Παρασκευή 27 Ιουνίου ο Andrew Bary, βετεράνος δημοσιογράφος του Barron’s. Σε σχετικό του άρθρο υποστήριξε πως έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, τα ομόλογα αποτελούν μία πολύ ελκυστική εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τις μετοχές.
Ο Bary επισήμανε και αυτός πως παρά τα χτυπήματα που δέχθηκαν, τα αμερικανικά ομόλογα έχουν πετύχει αξιοπρεπείς αποδόσεις από την αρχή του 2025, περίπου 4%, όσο δηλαδή και ο δείκτης S&P 500. Πρόσθεσε επίσης πως τα πράγματα φαίνονται καλά και για το υπόλοιπο του 2025, με τον πληθωρισμό να πλησιάζει προς το 2% και την Fed να ετοιμάζεται για μείωση των επιτοκίων αναφοράς κατά μισή ποσοστιαία μονάδα μέχρι το τέλος του χρόνου.
Ο Bary ανέφερε πως ενώ για πολλά χρόνια το Barron’s προτιμούσε τις μετοχές έναντι των ομολόγων, η άνοδος των αποδόσεών τους τα έχει κάνει πολύ ελκυστικά απέναντι στις μετοχές. Χαρακτηριστικά είπε πως η απόδοση των κερδών για τις μετοχές του S&P 500, δηλαδή το αντίστροφο της τιμής προς τα κέρδη (Ρ/Ε), είναι τώρα κάτω από 5%, δηλαδή συγκρίσιμη με τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μακράς διαρκείας και των αντίστοιχων εκδόσεων των πολιτειών και των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και σαφώς χαμηλότερη από τις αποδόσεις των στεγαστικών ομολόγων, των προνομιούχων μετοχών και των ομολόγων υψηλού κινδύνου (junk bonds).
Χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, ο αρθρογράφος του Barron’s συστήνει στους αναγνώστες του να αναζητήσουν τα κατάλληλα ETF για να αποκτήσουν έκθεση σε διάφορες επενδυτικές κατηγορίες με χαρακτηριστικά ομολόγων. Δεν παρέλειψε βέβαια να αναφερθεί στις ανησυχίες που εκφράζονται συχνά αυτή την περίοδο σχετικά με την μείωση της ζήτησης από διεθνείς επενδυτές για τα αμερικανικά ομόλογα και την προοπτική μελλοντικής σημαντικής ανόδου των αποδόσεών τους εξαιτίας της μεγάλης αύξησης των ελλειμμάτων του αμερικανικού δημοσίου και βέβαια του δημοσίου χρέους.
Ο ίδιος όμως παρατήρησε πως προς το παρόν τα ομόλογα έχουν αντέξει τις πιέσεις, ίσως επειδή οι αποδόσεις τους είναι ήδη αρκετά μεγαλύτερες από τον πληθωρισμό που πλησιάζει πλέον στο 2%.
Η εικόνα των αγορών αμερικανικών ομολόγων τις τελευταίες εβδομάδες δείχνει ξεκάθαρα πως τα πράγματα έχουν ηρεμήσει. Έτσι, είναι λογικό να τα κοιτάξει κανείς με θετική διάθεση. Σε αυτό συμβάλλει και η στάση του καθ’ ύλην αρμοδίου, δηλαδή του υπουργού οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει την ηρεμία σε αυτή την τεράστια αγορά.
Οι χθεσινές του δηλώσεις, με τις οποίες στην ουσία ενημέρωσε τις αγορές πως δεν σκοπεύει να αυξήσει τις εκδόσεις μακροπρόθεσμων τίτλων του αμερικανικού δημοσίου καθώς πιστεύει πως τα επιτόκια είναι μάλλον υψηλά και θα μπορούσαν σύντομα να μειωθούν, ήταν ένα σαφές ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους επενδυτές των αγορών ομολόγων. Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε σε κάτι πολύ σημαντικό για τους διεθνείς επενδυτές που σκέπτονται να αγοράσουν αμερικανικά ομόλογα, και φυσικά για εμάς τους Έλληνες.
Όσο ελκυστικά και να είναι τα αμερικανικά ομόλογα, κρατικά και ιδιωτικά, για τους Αμερικανούς επενδυτές, για όλους τους άλλους μπορεί να αποδειχθούν μία πολύ κακή επένδυση αν το δολάριο συνεχίσει την καθοδική του πορεία.
Πριν οποιαδήποτε επενδυτική κίνηση προς τα αμερικανικά ομόλογα, χρειάζεται να ληφθεί σοβαρά υπόψη το ζήτημα των αλλαγών στην συναλλαγματική ισοτιμία Ευρώ/Δολαρίου, και το κατά πόσον μπορεί ο επενδυτής να αντέξει μία πιθανή σημαντική αλλαγή της ισοτιμίας υπέρ του Ευρώ.
Αυτό που λέμε δεν σημαίνει πως πιστεύουμε στη συνέχιση της εξασθένισης του αμερικανικού δολαρίου, θυμόμαστε όμως πως οι τάσεις στην αγορά συναλλάγματος μπορεί μερικές φορές να κρατήσουν για αρκετά χρόνια. Θυμόμαστε επίσης πως για αρκετό καιρό το δολάριο ήταν το κυρίαρχο νόμισμα. Ελκυστικά λοιπόν τα αμερικανικά ομόλογα, αλλά όχι χωρίς κίνδυνο, τουλάχιστον για τους Έλληνες και Ευρωπαίους επενδυτές.