Όσα δεν μπορεί να μας πει η FED και η ΕΚΤ
Shutterstock
Shutterstock

Όσα δεν μπορεί να μας πει η FED και η ΕΚΤ

Αν τα φώτα της δημοσιότητας χθες ήταν όλα στραμμένα στο συνοδευτικό κείμενο της Fed μετά τις ανακοινώσεις νομισματικής πολιτικής, εδώ και δύο μήνες θα έπρεπε να είναι στραμμένα στο αφήγημα της αγοράς των ομολόγων.

Βλέπετε, τα ομόλογα αυτή την περίοδο μας ανοίγουν ένα παράθυρο στο μέλλον και μας αποκαλύπτουν όσα οι Κεντρικοί Τραπεζίτες δεν τολμούν να μας πουν ή φροντίζουν να μας δώσουν απλά ένα μικρό μέρος της όλης εικόνας.

Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ πριν δύο ημέρες χτύπησε το υψηλό του Αυγούστου που αποτελεί και την υψηλότερη απόδοση από τον Νοέμβριο του 2007. 

Αν και τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 16 ετών του αμερικανικού 10ετούς στριμώχθηκαν στα ψιλά γράμματα των ειδήσεων, εντούτοις η κίνηση αυτή έχει ειδικό βάρος για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς πραγματοποιήθει κατά τη χρονική στιγμή ενός time out στις αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed.

Όπως ειδικό βάρος έχει το γεγονός ότι η απόδοση του 2ετούς ομολόγου διαμορφώνεται πέριξ του 5,06%, ενώ η απόδοση του 30ετούς ομολόγου βρίσκεται πέριξ του 4,40%.

(σ.σ: Για τη σημασία της αναστροφής της καμπύλης των αποδόσεων, η οποία αυτή τη φορά είναι η μακροβιότερη από την περίοδο του 1978-1980, η οποία προηγήθηκε της ύφεσης του 1980 μπορείτε να διαβάσετε εδώ). 

Η συμπεριφορά της αγοράς των ομολόγων υποδεικνύει εδώ και εβδομάδες ότι αν και αρκετοί αναλυτές ευελπιστούν ότι ο τρέχων κύκλος σύσφιγξης, ένας εκ των επιθετικότερων όλων των εποχών, βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωσή του, η πραγματικότητα μπορεί να είναι τελείως διαφορετική.

Εν ολίγοις, η αγορά των ομολόγων προοιωνίζει εδώ και εβδομάδες αυτό που μας είπε η Fed εχθές: Πιθανότατα η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να προχωρήσει σε άλλη μια αύξηση επιτοκίων έως τα τέλη του 2023, ενώ για ένα μεγάλο μέρος του 2024 τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά, με τους αξιωματούχους της Fed να αποκαλύπτουν ότι ήδη οι αναμενόμενες τεσσερις μειώσεις επιτοκίων για το επόμενο έτος που είχαν υποδείξει στις προβλέψεις του Ιουνίου έχουν μειωθεί σε δύο. 

Αν δε παρατηρήσει κανείς τα διαγράμματα, θα δει ότι η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων τις τελευταίες εβδομάδες αποτελεί βίο παράλληλο με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου. 

Η αγορά αναγνωρίζει στο πετρέλαιο τον παράγοντα που ενδεχομένως θα αναγκάσει τις δύο μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες να αυξήσουν περαιτέρω το κόστος του χρήματος, παίρνοντας το ρίσκο να επιτείνουν την ήδη ορατή επιβράδυνση. 

Βλέπετε, αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα ή αυξηθούν περαιτέρω, θα δώσουν νέα δυναμική στον πληθωρισμό ακυρώνοντας την όποια πρόσφατη πρόοδο. Ήδη στην Ευρωζώνη έμεινε στάσιμος τον Αύγουστο, « κολλημένος» στο 5,3% ενώ η αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων στις ΗΠΑ είναι οριακή.

Τα υψηλά επιτόκια μπορεί να είναι το όπλο μας κατά των πληθωριστικών πιέσεων, όμως την ίδια στιγμή σφυροκοπούν τις προοπτικές της ανάπτυξης και αυξάνουν τον κίνδυνο ύφεσης, επηρεάζοντας δυσμενώς την καμπύλη των ομολογιακών αποδόσεων.

Συνωστισμός στην αναχρηματοδότηση χρέους

Όσο πλησιάζουμε στο 2024 υπάρχει άλλος ένας κίνδυνος. Τα υψηλά επιτόκια να πλήξουν το χρηματοδοτικό κόστος των επιχειρήσεων σε μια χρονιά που θα υπάρχουν τεράστιες ανάγκες αναχρηματοδότησης, κάτι που επισήμανε πρόσφατα και ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz και αρθρογράφος του Bloomberg, El Erian.

Δεν ξέρουμε αν «τώρα ξεκινά ο πόνος» όπως επισήμανε ο El Erian, αλλά σίγουρα υπάρχουν ανάγκες αναχρηματοδότησης της οικονομίας που με αυτά τα επιτόκια δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με ομαλό τρόπο.

Ακόμα λοιπόν και στο καλύτερο σενάριο να έχουμε πλησιάσει ικανοποιητικά το τελικό επιτόκιο, η παραμονή του για μεγάλο χρονικό διάστημα στα τρέχοντα επίπεδα-γεγονός για το οποίο μας έχουν προετοιμάσει οι Κεντρικοί Τραπεζίτες- θα πλήξει νομοτελειακά τις εταιρείες, ειδικά εκείνες με σημαντικές αναχρημαδοτήσεις χρέους μπροστά τους, αλλά και όσους πολίτες έχουν στεγαστικά δάνεια με υποθήκες δεκαετιών.

Ο Ελ Εριάν δεν είναι ο μόνος που προειδοποιεί για τις επιπτώσεις της παραμονής των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. 

Σύμφωνα με το Βloomberg, o Τόρστεν Σλοκ, επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Apollo, επισήμανε την αύξηση των ποσοστών μη εξυπηρέτησης στις πιστωτικές κάρτες ως προειδοποιητικό σημάδι ότι ο αντίκτυπος των αυξήσεων επιτοκίων αρχίζει να ταρακουνά τις πιστωτικές αγορές.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, μόνο η αγορά junk bond στις ΗΠΑ έχει χρέος 41 δις δολάρια που λήγει το 2024 και επιπλέον 113 δισ. δολάρια το 2025.

Συνωστισμός επικρατεί και στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, με το μέσο κουπόνι για τις εκδόσεις ομολόγων των εταιρειών με την υψηλότερη αξιολόγηση στην Ευρώπη να διαμορφώνεται από τις αρχές του Σεπτεμβρίου στο 3,9% και με πολλούς αναλυτές να ανησυχούν ότι το υψηλό κόστος δανεισμού θα φρενάρει περαιτέρω την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Για παράδειγμα, ο γαλλικός όμιλος Eurofins Scientific με έδρα το Λουξεμβούργο, που παρέχει υπηρεσίες δοκιμών και υποστήριξης στις βιομηχανίες φαρμακευτικών προϊόντων, τροφίμων, περιβάλλοντος, γεωργίας και καταναλωτικών προϊόντων και σε κυβερνήσεις, εξέδωσε ομόλογο υψηλής εξασφάλισης με κουπόνι 4,75%, ήτοι το υψηλότερο από κάθε άλλη εταιρεία, η οποία βρίσκεται στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας. 

Για λόγους σύγκρισης το Bloomberg αναφέρει ότι σε παρόμοιες εκδόσεις χρέους το 2022 το κουπόνι της Eurofins ανερχόταν στο 4% και το 2021 στο 0,875%.

Η διαφορά του χρηματοδοτικού κόστους είναι κάτι παραπάνω από προφανής και ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα πρέπει να προετοιμαστούν καταλλήλως δεδομένου ότι το 2024 διευρύνονται σημαντικά οι ωριμάνσεις ομολόγων.

Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του Βloomberg, το ποσό των ωριμάνσεων ομολόγων υψηλής αξιολόγησης θα εκτοξευθεί στα 166 δισ. ευρώ το 2024, 193 δις ευρώ το 2025 και στα 200 δισ. ευρώ το 2026.

Δώστε βάση δε στη συμβουλή της S&P σε σχετική της ανάλυση, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες με σημαντικό όγκο αναχρηματοδοτήσεων μπροστά τους θα είναι συνετό να ξεκινούν να σκέφτονται την αναχρηματοδότηση από 18 εως και 24 μήνες πριν τη λήξη των ωριμάνσεων. 

Αυτό που θέλει διακριτικά να πει η S&P είναι ότι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες εφεξής ενίοτε μπορεί να είναι αρκετά δύσκολες και ως εκ τούτου καλό θα είναι να υπάρχει ένα ικανοποιητικό περιθώριο χρόνου προκειμένου η εκάστοτε εταιρεία να μπορεί να διαχειριστεί με επιτυχία τις λήξεις των ομολόγων της. 

Την ίδια στιγμή να υπενθυμίσουμε ότι ο πονοκέφαλος δεν τελειώνει στο εταιρικό χρέος.Τα δημοσιονομικά ελλείμματα διατηρούν υψηλά τα επίπεδα του δημοσίου χρέους, καθώς πολλές κυβερνήσεις προχώρησαν σε δαπάνες για να τονώσουν την ανάπτυξη και να ανταποκριθούν στην άνοδο των τιμών τροφίμων και ενέργειας, παρά το γεγονός ότι μόλις είχαν ολοκληρώσει μια μεγάλη δημοσιονομική παρέμβαση για την πανδημία. 

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.

 

Διαβάστε Περισσότερα