Το πλαφόν στο πετρέλαιο πλήττει την οικονομία - Ο Πούτιν κλείνει την κάνουλα
Ρωσία

Το πλαφόν στο πετρέλαιο πλήττει την οικονομία - Ο Πούτιν κλείνει την κάνουλα

Οι νέες κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη Μόσχα, και κυρίως η επιβολή πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου, έχουν ξεκινήσει να πιέζουν τη ρωσική οικονομία. Ο Πούτιν αντιδρά υπογράφοντας την απαγόρευση εξαγωγών πετρελαίου στις χώρες που υιοθέτησαν το πλαφόν.

Συγκεκριμένα, ο ρώσος υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουανόβ δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι το πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου που επιβλήθηκε από τη G-7, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Αυστραλία, συμπιέζει τα ρωσικά εισοδήματα και δυνητικά θα ωθήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα της Μόσχας υψηλότερα από το αναμενόμενο 2% το επόμενο έτος.

Τα σχόλιά του αντιπροσωπεύουν την πιο σαφή μέχρι σήμερα παραδοχή εκ μέρους της Μόσχας πως το πλαφόν των 60 δολαρίων το βαρέλι μπορεί πράγματι να πλήξει τα δημόσια οικονομικά.

Τα ανώτατα όρια τιμών στις εξαγωγές αργού και διυλισμένου πετρελαίου της Ρωσίας θα μπορούσαν να αναγκάσουν το Κρεμλίνο να μειώσει την παραγωγή μεταξύ 5% και 7% το επόμενο έτος, όπως γνωστοποίησε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλεξάντερ Νόβακ. Ωστόσο, η Μόσχα θα πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα μέσω της εγχώριας έκδοσης ομολόγων και του ταμείου της για τις βροχερές ημέρες, πρότειναν αξιωματούχοι.

Η αντίδραση της Ρωσίας

Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν υπέγραψε σήμερα διάταγμα με το οποίο απαγορεύει τις εξαγωγές πετρελαίου και παραγώγων του σε κράτη που υιοθέτησαν το πλαφόν στην τιμή - το οποίο επέβαλαν η G7, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Αυστραλία.

Το πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου θα ισχύσει από την 1η Φεβρουαρίου μέχρι την 1η Ιουλίου 2023.

«Ανόητο» το πλαφόν

Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είχε αποκαλέσει στις 9 Δεκεμβρίου το πλαφόν «ανόητο», λέγοντας πως η οροφή των 60 δολαρίων το βαρέλι ανταποκρίνεται στην τιμή στην οποία πουλά ήδη η Ρωσία, και προσθέτοντας: «Μην ανησυχείτε για τον προϋπολογισμό».

Πιέζεται η Ρωσία

«Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί πλήρως ο αντίκτυπος του ανώτατου ορίου τιμής του πετρελαίου της G7 και της απαγόρευσης της ΕΕ στις εισαγωγές ρωσικού αργού που τέθηκαν σε ισχύ στις 5 Δεκεμβρίου, αλλά οι αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι η οικονομία της Ρωσίας αρχίζει να αισθάνεται την πίεση», δήλωσε ο οικονομολόγος Nicholas Farr.

«Τα δεδομένα υψηλής συχνότητας δείχνουν ότι οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου έχουν μειωθεί από τότε που επιβλήθηκαν οι κυρώσεις και η διαφορά μεταξύ των τιμών του αργού πετρελαίου Brent έναντι των τιμών του πετρελαίου των Ουραλίων διευρύνθηκε σε υψηλό έξι μηνών την περασμένη εβδομάδα».

Μάλιστα, ο Farr ανέφερε ότι αυτό θα επιδεινώσει το πλήγμα στα ενεργειακά έσοδα της Ρωσίας από τις μειώσεις των παγκόσμιων τιμών τους τελευταίους μήνες. Το διεθνές πετρέλαιο αναφοράς Brent υποχώρησε από το ανώτατο όριο των 98 δολαρίων το βαρέλι τον Οκτώβριο σε περίπου 77 δολάρια νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ανακάμπτοντας σε περίπου 84,50 δολάρια/βαρέλι μέχρι το πρωί της Τρίτης στην Ευρώπη.

Εν τω μεταξύ, το ρωσικό ρούβλι υποχώρησε σχεδόν κατά 10% έναντι του δολαρίου την περασμένη εβδομάδα, καθιστώντας το μακράν το νόμισμα με τις χειρότερες επιδόσεις, αφού αψήφησε τις προσδοκίες για μεγάλο μέρος του έτους.

Μια βασική συνέπεια της αποδυνάμωσης του ρουβλίου θα είναι η ανοδική πίεση στον πληθωρισμό λόγω του υψηλότερου κόστους εισαγωγής. Η Τράπεζα της Ρωσίας (CBR) τερμάτισε τις περικοπές των επιτοκίων τον Οκτώβριο και αφού διατήρησε αμετάβλητη τη νομισματική της πολιτική τον Δεκέμβριο, προειδοποίησε ότι οι πληθωριστικοί κίνδυνοι «επικρατούν» έναντι των αποπληθωριστικών.

Εάν το ρούβλι συνεχίσει να πέφτει το 2023, εκτιμάται ότι το CBR μπορεί να αναγκαστεί να εξετάσει την επανεισαγωγή των αυξήσεων επιτοκίων προκειμένου να διατηρήσει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο και η Capital Economics πιστεύει ότι η διάβρωση της ρωσικής ανθεκτικότητας στις δυτικές κυρώσεις θα αναδειχθεί ως βασικό θέμα το 2023.

Πιθανή μείωση του όγκου των εξαγωγών ενέργειας

Ο Σιλουάνοφ είπε πως μια μείωση του όγκου των εξαγωγών ενέργειας είναι πιθανή, καθώς ορισμένες χώρες αποφεύγουν τη Ρωσία και η Μόσχα επιδιώκει να αναπτύξει νέες αγορές.

«(Το πλαφόν) είναι σημαντικό στον βαθμό που σε εκείνες χώρες που έχουν θέσει το πλαφόν δεν θα υπάρξουν προμήθειες», είπε ο υπουργός. «Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν άλλες χώρες. Ναι, τα εφοδιαστικά κόστη θα αυξηθούν. Οι εκπτώσεις μπορεί να αλλάξουν ως αποτέλεσμα.»

Αν οι ποσότητες συρρικνωθούν, είπε ο Σιλουάνοφ, η Ρωσία έχει δύο πηγές επιπρόσθετης χρηματοδότησης: το Ταμείο Εθνικού Πλούτου (NWF), το οποίο συγκεντρώνει κρατικά αποθέματα, και τα δάνεια.

Η κυβέρνηση έχει δανειστεί πολύ αυτό το τρίμηνο έπειτα από αρκετούς άγονους μήνες μετά την απόφαση της Μόσχας να στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στην Ουκρανία για αυτό που αποκαλεί "ειδική στρατιωτική επιχείρηση.

Η Ρωσία περιμένει τώρα ότι θα χρησιμοποιήσει λίγο πάνω από 2 τρισεκ. ρούβλια (29 δισεκ. δολάρια) από το NWF το 2022 καθώς οι συνολικές δαπάνες υπερβαίνουν τα 30 τρισεκ. ρούβλια, περισσότερα από όσα προέβλεπε το αρχικό σχέδιο.

«Αφότου ξεκίνησε η ειδική στρατιωτική επιχείρηση, οι μακροοικονομικές συνθήκες άλλαξαν, ο πληθωρισμός αυξήθηκε και ένας μεγάλος όγκος πόρων απαιτείται προκειμένου να υποστηριχθούν οι οικογένειες», είπε ο Σιλουάνοφ.

Οι δαπάνες του NWF τον Δεκέμβριο μπορεί να φθάσουν το 1,5 τρισεκ. ρούβλια. Μέχρι την 1η Δεκεμβρίου, τα ρευστά περιουσιακά στοιχεία στο NWF ανέρχονταν συνολικά στα 7,6 τρισεκ. ρούβλια ή το 5,7% του ΑΕΠ της Ρωσίας.

Η Ρωσία εκτρέπει κονδύλια κατευθύνοντάς τα στην εσωτερική ασφάλεια και άμυνα, κάτι που αναμένεται να οδηγήσει σε περικοπές της χρηματοδότησης για τα σχολεία και τα νοσοκομεία το επόμενο έτος, και δανείζεται πολύ για αυτό τον σκοπό.

Το υπουργείο Οικονομικών έχει αντλήσει πάνω από 3 τρισεκ. ρούβλια από δημοπρασίες κυβερνητικού χρέους μόνο αυτό το τρίμηνο.