Η παγκόσμια οικονομία και κυρίως αυτή των ΗΠΑ που αντιπροσωπεύει το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, βρίσκεται σε μια περίοδο αστάθειας και αβεβαιότητας, όπου οι ισορροπίες ανάμεσα σε επιχειρήσεις, καταναλωτές και κράτη μεταβάλλονται ραγδαία. Ένα από τα κεντρικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εταιρείες είναι η αδυναμία τους να μετακυλίσουν πλήρως τις αυξήσεις τιμών στους καταναλωτές, λόγω εξάντλησης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο την Αμερική αλλά έχει παγκόσμια διάσταση, με ιδιαίτερη σημασία για χώρες που βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης ή αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα πληθωρισμού.
Η μετακύλιση κόστους και τα όριά της: Παραδοσιακά, όταν αυξάνονται οι τιμές πρώτων υλών, ενέργειας ή μεταφορών, ή οι δασμοί, οι επιχειρήσεις μετακυλίουν αυτά τα κόστη στους καταναλωτές, αυξάνοντας τις τελικές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Όμως, οι εταιρείες των ΗΠΑ διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν πλέον να προχωρήσουν σε νέες ανατιμήσεις χωρίς να καταρρεύσει η ζήτηση, ιδιαίτερα σε αγαθά που απευθύνονται σε χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να απορροφήσουν μέρος των αυξημένων δαπανών, με αποτέλεσμα να πιέζονται τα περιθώρια κέρδους τους. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των δασμών απορροφάται από τους εισαγωγείς και τα εργοστάσια παραγωγής του εξωτερικού
Το φαινόμενο αυτό εξηγεί γιατί μεγάλες εταιρείες επιλέγουν να «συμπιέσουν» την παραγωγικότητα του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού, χωρίς να προχωρούν σε νέες προσλήψεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης και αυτοματισμών αποκτά αυξημένη σημασία, καθώς βοηθά στη διατήρηση ή και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας χωρίς επιπλέον κόστος μισθοδοσίας. Οι θέσεις εργασίας των ΗΠΑ ήταν λιγότερες από τις αναμενόμενες, καθώς πολλές εταιρίες δεν προχώρησαν σε προσλήψεις επειδή η παραγωγικότητα τους διατηρήθηκε ή και αυξήθηκε με τη χρήση νέων τεχνολογιών.
Η κόπωση του καταναλωτή: Κατά την περίοδο της πανδημίας, οι καταναλωτές είχαν τη δυνατότητα να αντέξουν το σοκ των αυξήσεων των τιμών, καθώς λάμβαναν κρατική ενίσχυση με τη μορφή επιταγών ή άλλων πακέτων στήριξης. Αυτή η πρόσκαιρη ενίσχυση δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι οι αγορές μπορούσαν να απορροφήσουν συνεχείς αυξήσεις τιμών. Ωστόσο, σήμερα οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Τα νοικοκυριά έχουν εξαντλήσει το «μαξιλάρι» ρευστότητας που διέθεταν και πλέον αδυνατούν να απορροφήσουν νέες αυξήσεις.
Η πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται στα στοιχεία χρέους: τα στεγαστικά δάνεια παραμένουν σταθερά, αλλά τα υπόλοιπα χρέη — πιστωτικές κάρτες, δάνεια αυτοκινήτων, καθυστερήσεις πληρωμών — αυξάνονται σημαντικά. Αυτό δείχνει ότι οι καταναλωτές προσπαθούν να διατηρήσουν το επίπεδο κατανάλωσης μέσω δανεισμού, κάτι που δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Το ερώτημα είναι αν αυτή η αδυναμία θα περιοριστεί στα χαμηλά εισοδήματα ή αν θα «μεταναστεύσει προς τα πάνω», επηρεάζοντας και τη μεσαία τάξη.
Η αντίφαση στις αγορές: Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που αναδεικνύονται είναι η παράλληλη άνοδος τόσο των υψηλού κινδύνου όσο και των χαμηλών κινδύνων επενδυτικών εργαλείων. Μετοχές και επιτόκια βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά, αλλά και ο χρυσός και τα κρατικά ομόλογα σημειώνουν αντίστοιχη άνοδο. Αυτό συνιστά μια «ανωμαλία» στις αγορές, καθώς παραδοσιακά όταν το ένα κινείται ανοδικά, το άλλο κινείται καθοδικά.
Η εξήγηση πιθανώς βρίσκεται στην αβεβαιότητα: οι επενδυτές δεν γνωρίζουν αν η τρέχουσα συγκυρία θα οδηγήσει σε ύφεση ή σε σταθεροποίηση. Έτσι, κατανέμουν τα κεφάλαιά τους τόσο σε επικίνδυνα όσο και σε ασφαλή περιουσιακά στοιχεία. Αυτό αντανακλά την αμφιθυμία για το πώς θα εξελιχθεί η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία.
Το ζήτημα της νομισματικής πολιτικής: Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) θα έπρεπε να είχε προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων ήδη από τον Ιούλιο. Το επιχείρημα βασίζεται στην επιδείνωση της αγοράς εργασίας και στη βελτίωση των στοιχείων για τον πληθωρισμό. Η καθυστέρηση της Fed ενέχει τον κίνδυνο η οικονομία να βρεθεί μπροστά σε μια μη γραμμική επιδείνωση όπου τα πράγματα χειροτερεύουν αργά και ξαφνικά χειροτερεύουν πολύ γρήγορα.
Η συζήτηση των οικονομολόγων για μείωση κατά 50 μονάδες βάσης αντανακλά την ανάγκη άμεσης στήριξης της οικονομίας. Ωστόσο, τίθεται και το ερώτημα: μπορεί μια νομισματική πολιτική χαλάρωσης να αντιστρέψει βαθύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η κόπωση του καταναλωτή και η ανισότητα στα εισοδήματα;
Η σημασία της προσφοράς και της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας: Η στήριξη της ζήτησης μέσω μείωσης επιτοκίων δεν είναι από μόνη της αρκετή. Χρειάζεται ταυτόχρονα ενίσχυση της προσφοράς μέσω μεταρρυθμίσεων και μέτρων που θα διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα. Εδώ υπεισέρχεται η αισιοδοξία για τις μελλοντικές εξελίξεις στην παραγωγικότητα, ιδιαίτερα μέσω των νέων τεχνολογιών (της Τεχνητής Νοημοσύνης, της βιοτεχνολογίας, των νέων υλικών, των επιστημών ζωής κλπ.). Αν οι καινοτομίες αυτές οδηγήσουν σε θετικό «παραγωγικό σοκ», θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Οι κοινωνικές διαστάσεις: Το φαινόμενο της αδυναμίας μετακύλισης τιμών έχει και βαθιά κοινωνική διάσταση. Οι χαμηλόμισθοι καταναλωτές πλήττονται περισσότερο, καθώς διαθέτουν μικρότερη ανθεκτικότητα απέναντι σε ανατιμήσεις. Η εξάντληση των αποθεμάτων τους οδηγεί σε αυξημένο δανεισμό και σε κίνδυνο υπερχρέωσης. Αν η κατάσταση αυτή επεκταθεί στη μεσαία τάξη, μπορεί να πυροδοτήσει κοινωνικές εντάσεις και πολιτικές αναταράξεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να αγνοεί τη διάσταση της κοινωνικής συνοχής. Η προστασία των ευάλωτων ομάδων δεν είναι μόνο ηθική επιταγή αλλά και προϋπόθεση για τη σταθερότητα της κατανάλωσης, που αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης.
Πιθανές εξελίξεις και σενάρια: Η τρέχουσα συγκυρία αφήνει ανοιχτά πολλά σενάρια για την εξέλιξη της οικονομίας των ΗΠΑ:
- Σενάριο σταθεροποίησης: Αν η Fed προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων και συνδυάσει την πολιτική της με δομικές μεταρρυθμίσεις, η οικονομία μπορεί να αποφύγει ύφεση και να εισέλθει σε φάση σταθερής ανάπτυξης.
- Σενάριο ύφεσης: Αν οι καταναλωτές εξαντλήσουν τα αποθέματά τους και μειώσουν δραστικά την κατανάλωση, οι επιχειρήσεις θα δουν τα έσοδά τους να καταρρέουν, οδηγώντας σε ύφεση.
- Σενάριο κρίσης εμπιστοσύνης: Αν η αντίφαση μεταξύ χαμηλού και υψηλού κινδύνου επενδύσεων λυθεί αρνητικά, οι αγορές μπορεί να διορθώσουν βίαια, με επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα και στην πραγματική οικονομία.
Η ευρύτερη εικόνα: Τα παραπάνω φαινόμενα δεν είναι μεμονωμένα. Αντανακλούν τις δυσκολίες μιας παγκόσμιας οικονομίας που εξέρχεται από μια πανδημία, αντιμετωπίζει γεωπολιτικές εντάσεις και προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια νέα εποχή τεχνολογικών αλλαγών. Η Τεχνητή Νοημοσύνη, η βιοτεχνολογία και οι άλλες τεχνολογίες μπορεί να προσφέρουν λύσεις, αλλά μέχρι να αποδώσουν καρπούς, η κοινωνία και οι αγορές θα συνεχίσουν να κινούνται σε έδαφος αβέβαιο.
Η αδυναμία των επιχειρήσεων να μετακυλίσουν τις αυξήσεις τιμών στους καταναλωτές αποτελεί ένδειξη των ορίων του σημερινού οικονομικού μοντέλου. Οι καταναλωτές δεν μπορούν να σηκώσουν επιπλέον βάρη, οι επιχειρήσεις βλέπουν τα περιθώρια κέρδους να συρρικνώνονται και η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν αρκεί για να αποτρέψει μια ενδεχόμενη οικονομική κρίση.
Η λύση βρίσκεται σε μια συντονισμένη στρατηγική στήριξης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ενίσχυσης της παραγωγικότητας μέσω καινοτομίας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και συνετής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη τόσο τα δεδομένα όσο και τις κοινωνικές ανάγκες. Μόνο έτσι μπορεί να αποφευχθεί μια απότομη επιδείνωση και να δημιουργηθούν οι βάσεις για μια πιο ισχυρή και ανθεκτική οικονομία.
*Ο Ατσαλάκης Γιώργος, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων