Νέα διαμάχη στην ΕΚΤ για τη ρευστότητα στις αγορές
Shutterstock
Shutterstock

Νέα διαμάχη στην ΕΚΤ για τη ρευστότητα στις αγορές

Την… αποστράγγιση της οικονομίας της Ευρωζώνης ζητάει το Βερολίνο και αν την πετύχει θα αυξηθούν σημαντικά οι πιθανότητες ύφεσης. Η Γερμανία και οι χώρες που ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επιθυμούν δύο πράγματα. Πρώτον, να συρρικνωθεί ο ισολογισμός της για να μπορεί η ΕΚΤ να ανταπεξέλθει σε μελλοντικές κρίσεις και δεύτερον να περιοριστεί η υπερβολική ρευστότητα που διοχετεύτηκε στο σύστημα την περασμένη δεκαετία και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έτσι ώστε να αποφευχθεί ένα δεύτερο πληθωριστικό κλίμα που θα θυμίζει τη δεκαετία του ’70.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το γερμανικό λόμπι ασκεί πιέσεις έτσι ώστε η ΕΚΤ να ανακοινώσει πριν το τέλος του 2023 ότι οι επανεπενδύσεις του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της πανδημίας, γνωστού ως PEPP, θα τερματιστούν μέσα στο 2024. Αν περάσει η πρόταση των Γερμανών, κάτι που θεωρείται πολύ πιθανό, τότε σε συνδυασμό με τις 10 αυξήσεις επιτοκίων που έχουν γίνει από τον Ιούλιο του 202 έως τον Σεπτέμβριο του 2023, θα επιδεινωθούν οι συνθήκες και η ομαλή προσγείωση της οικονομίας θα δυσκολέψει. 

Μα καλά, θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος, γιατί το Βερολίνο ζητάει πιο περιοριστικά μέτρα όταν η γερμανική οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση;

Την απάντηση έδωσε πριν λίγες ημέρες ο επικεφαλής της Bundesbank. Η Γερμανία, είπε σε συνέντευξή του ο Γιοαχίμ Νάγκελ, έχει να δει τόσο υψηλό πληθωρισμό από το 1951 και επομένως τάσσεται υπέρ της εφαρμογής αυστηρότερων μέτρων. Επίσης, ο ίδιος σημείωσε πως οι συνθήκες σήμερα είναι πρωτοφανείς γιατί η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να διατηρεί τα επιτόκια υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τη γερμανική οικονομία, ο Νάγκελ δεν αποδέχθηκε τον χαρακτηρισμό «ασθενής της Ευρώπης, τονίζοντας ότι ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ύφεση 0,3%-0,6% φέτος, πολλοί υποτιμούν την ικανότητα της γερμανικής βιομηχανίας να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να ακμάσει. 

Τα επιχειρήματα των «γερακιών» της ΕΚΤ, όπως του Νάγκελ, του Ολλανδού Κλας Νοτ, του Αυστριακού Ρόμπερτ Χόλτζμαν και του Βέλγου Πιερ Ουνς, για το θέμα της ρευστότητας, έχουν βάση. Διότι, στόχος είναι η συρρίκνωση του ισολογισμού της ΕΚΤ με απώτερο σκοπό να έχει τη δυνατότητα να αναλάβει δράση σε μελλοντικές κρίσεις, παρέχοντας την απαιτούμενη ρευστότητα χωρίς να κινδυνεύει η φερεγγυότητά της. Μέχρι και ο Πορτογάλος Μάριο Σεντένο – ο οποίος ανήκει στα «περιστέρια» του διοικητικού συμβουλίου – έχει δηλώσει ότι η ΕΚΤ μπορεί πλέον με μεγαλύτερη σιγουριά να προχωρήσει στο QT, ήτοι στη συρρίκνωση του ισολογισμού της, κάτι που μπορεί να γίνει μέσω του τερματισμού των επανεπενδύσεων των προγραμμάτων APP και PEPP. 

Όμως τα περισσότερα «περιστέρια», όπως ο Ιταλός Ινιάτσιο Βίσκο και ο δικός μας Γιάννης Στουρνάρας, προειδοποιούν για τον κίνδυνο να παραμείνει για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα περιοριστική η νομισματική πολιτική. Όσο τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, το… κανονικό QE ή APP και το έκτακτο QE πανδημίας ή PEPP, λήγουν και τα ποσά δεν επιστρέφουν στις αγορές, τόσο περιορίζεται η ρευστότητα στο σύστημα. Όσο επιδεινώνονται οι συνθήκες, τόσο επιβαρύνεται η οικονομική δραστηριότητα και εμποδίζεται η ανάπτυξη χωρών όπως η Ελλάδα, που προσπαθούν να ανακάμψουν μετά από διαδοχικές κρίσεις που κράτησαν πάνω από δέκα χρόνια.

Οι χώρες του Νότου επισημαίνουν ότι ο πρόωρος τερματισμός της επανεπένδυσης των ποσών κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP, αποτελεί σαφές προμήνυμα για διατήρηση της σφιχτής νομισματικής πολιτικής για καιρό. Παρ’ όλα αυτά, αναμένεται να ψηφίσουν υπέρ του τερματισμού για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί το PEPP ήταν ένα έκτακτο πρόγραμμα που πλέον ο συναγερμός της πανδημίας έχει λήξει και δεύτερον γιατί δεν θέλουν να κατηγορηθεί η ΕΚΤ ότι παρέχει δημοσιονομική στήριξη.

Την ίδια ώρα και καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του κύκλου αύξησης των επιτοκίων, το debate φουντώνει για το πότε πρέπει να αρχίσουν οι μειώσεις. Ορισμένοι αναλυτές, όπως της Capital Economics, παρατάσσονται με τα περιστέρια, εκτιμώντας ότι στο τέλος της ημέρας η στρατηγική «υψηλότερα για περισσότερο» δεν θα επιβιώσει. Και αυτό γιατί η Ευρωζώνη θα περάσει μία ήπια ύφεση και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει, ωστόσο η επιμονή του δομικού πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα δεν θα επιτρέψει τις πρώτες μειώσεις επιτοκίων πριν το δεύτερο εξάμηνο του 2024.