Μπροστά σε νέα bull market τα διεθνή χρηματιστήρια;

Μπροστά σε νέα bull market τα διεθνή χρηματιστήρια;

Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη

Η εκλογή του κ. Donald Trump στην προεδρία των ΗΠΑ δημιουργεί νέα δεδομένα πλέον σε οικονομικό και όχι μόνο επίπεδο. Το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών μπορεί τα διεθνή χρηματιστήρια να το υποδέχθηκαν με σημαντικές απώλειες τις πρώτες ώρες, κατάφεραν όμως άμεσα να διαγράψουν τις απώλειες τους και να βρεθούν και πάλι με κέρδη.

Ίσως τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται πλέον για την παγκόσμια οικονομία να μην είναι ακόμη ορατά στο μεγαλύτερος μέρος αυτών, υπάρχουν όμως δύο αγορές οι οποίες υπέφεραν και συνεχίζουν να υποφέρουν από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Κι αυτές δεν είναι άλλες από την αγορά ομολόγων, κρατικών και εταιρικών, καθώς και αυτές των αναδυόμενων οικονομιών, κυρίως αυτών της Ασίας.

Όσον αφορά τις μετοχικές αξίες όμως, αυτές προς το παρόν συνεχίζουν να βρίσκονται σε κατάσταση αποτίμησης, χωρίς όμως ωστόσο να καταφέρνουν μέχρι στιγμής να μας αποκαλύψουν κάτι από τις προθέσεις τους. Πόσο όμως δύσκολο είναι να γνωρίζουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή τα διεθνή χρηματιστήρια, καθώς και την κίνηση αυτών στο μεσοπρόθεσμο μέλλον; Στο παραπάνω ερώτημα το μόνο ίσως στοιχείο το οποίο μπορεί να δώσει απάντηση σε ικανοποιητικό βαθμό, είναι αυτό της αποτίμησης. Υπάρχουν διάφορα οικονομικά μοντέλα τα οποία αποδεικνύουν ότι οι μετοχικές αξίες είναι είτε υπερτιμημένες είτε υποτιμημένες, οδηγώντας επαγγελματίες και επενδυτές στη χάραξη της επενδυτικής τους στρατηγικής.

Ένα από τα πιο γνωστά μοντέλα αποτίμησης, και πιο πολυσυζητημένο το τελευταίο χρονικό διάστημα, είναι το FED model το οποίο δημιουργήθηκε από τον οικονομολόγο Ed Yardeni, και σύμφωνα με το οποίο ο λόγος των προσδοκώμενων κερδών του δείκτη S&P 500 σε διάστημα δώδεκα μηνών ως προς την τιμή αυτού, ισούται με την απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου. Στην περίπτωση που ο παραπάνω λόγος είναι μεγαλύτερος της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου, τότε οι μετοχές θεωρούνται υποτιμημένες και το αντίστροφο.

Στην περίπτωση που τα προσδοκώμενα κέρδη των εταιριών του S&P 500 είναι μεγαλύτερα από αυτά του αμερικανικού δεκαετούς, οι επενδυτές θα προτιμήσουν να τοποθετηθούν σε αυτές ρευστοποιώντας τα ομόλογα τους, στην προσπάθεια τους να αναζητήσουν υψηλότερες αποδόσεις,  ενώ στην περίπτωση, που τα προσδοκώμενα κέρδη των εταιριών του S&P 500 είναι μικρότερα από την απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου, τότε οι επενδυτές θα προτιμήσουν να τοποθετήσουν τα χρήματα τους στο δεύτερο, επιλέγοντας και πάλι τη μεγαλύτερη απόδοση, χωρίς όμως αυτή τη φορά ρίσκο.

Φυσικά, ουδείς εγγυάται ότι τα προσδοκώμενα κέρδη του S&P 500 θα τα καρπωθούν οι επενδυτές σε διάστημα δώδεκα μηνών, χωρίς όμως αυτό να μειώνει το αποτέλεσμα του εν λόγω μοντέλου αποτίμησης. Σύμφωνα λοιπόν με τον δείκτη Shiller, τα προσδοκώμενα κέρδη του δείκτη S&P 500 ανέρχονται στο 3,98% για τους επόμενους δώδεκα μήνες (18/11/2016), ενώ η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου στις 18/11 βρισκόταν στο 2,348%, όπου σύμφωνα με το FED model οι μετοχές του δείκτη S&P 500 παραμένουν υποτιμημένες. Αυτό μπορούμε να το διακρίνουμε και στα παρακάτω δύο γραφήματα, όπου όπως παρατηρούμε στις 11/11 το εν λόγω μοντέλο δείχνει ότι οι μετοχές συνεχίζουν να παραμένουν υποτιμημένες.

 

Πηγή γραφήματος: www.yardeni.com

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι στο σκάσιμο της «φούσκας» των εταιρειών τεχνολογίας το 2000, το εν λόγω μοντέλο είχε ήδη αποτιμήσει τις μετοχές ως υπερτιμημένες, ενώ η διαρκής υποτίμηση στην οποία συνεχίζουν να παραμένουν οι μετοχές από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, οφείλεται κυρίως τόσο στην οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε έως και τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, καθώς και μετά από αυτήν στον πακτωλό τρισεκατομμυρίων που διέθεσαν οι κεντρικές τράπεζες στην προσπάθεια τους να στηρίξουν την οικονομία – και μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ και η Κίνα δείχνουν να κερδίζουν το στοίχημα της ανάκαμψης, ενώ ευρωζώνη και Ιαπωνία συνεχίζουν να διατηρούν τα μέτρα στήριξης των οικονομιών τους.

Εξάλλου, το P/E για τις μετοχές του S&P 500 έπειτα από το χαμηλό που κατέγραψε το 2011, έκτοτε συνεχίζει να ακολουθεί ανοδική πορεία, όπως διακρίνουμε στο παρακάτω γράφημα, ενώ η νέα οικονομική πολιτική του Αμερικανού προέδρου -τόσο στην πρόθεση του να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομών, όσο και στο προστατευτισμό που ενδέχεται να εφαρμόσει για την αμερικανική οικονομία- δημιουργούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις αμερικανικές εταιρείες.

 

Πηγή γραφήματος: www.macrotrends.net

Φυσικά στα παραπάνω θα πρέπει να υπολογίσουμε και το βαθμό επιρροής του buy back που εφάρμοσαν τα τελευταία χρόνια, και συνεχίζουν να εφαρμόζουν οι αμερικανικές εταιρείες, αλλά και τη διαμόρφωση της απόδοσης του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου σε διάστημα δώδεκα μηνών από τώρα, κάτι το οποίο θα εξαρτηθεί κυρίως από τη νομισματική πολιτική που θα ακολουθήσει η FED. Εάν η ομοσπονδιακή τράπεζα προχωρήσει σε μια νέα αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων το Δεκέμβριο, κάτι που θεωρείται σχεδόν βέβαιο, τότε το αμέσως επόμενο στοίχημα των αγορών θα είναι πόσες ακόμη αυξήσεις επιτοκίων θα ακολουθήσουν το επόμενο έτος.

Σε κάθε περίπτωση, η διάθεση των διεθνών χρηματιστηρίων να υποχωρήσουν προς χαμηλότερα επίπεδα, δεν είναι και πολύ μεγάλη μέχρι στιγμής, συνεχίζοντας να παραμένουν νωχελικές ώστε να αποτιμήσουν ορθότερα τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται τόσο σε οικονομικό όσο και γεωπολιτικό επίπεδο. Προς το παρόν, οψόμεθα!