Αν η αγορά δεν κάνει ποτέ λάθος, όπως λέει ένα παλιό γνωμικό της Wall Street, τότε γιατί συνεχίζει σε ράλι, παρά τις ανησυχίες για τη Β. Κορέα, την αβεβαιότητα για την πολιτική του Trump, τη σύσφιξη της πολιτικής από τη Fed και τις ανησυχίες για υπερβολικές αποτιμήσεις;
Είναι, απλό, απαντάει στο αμερικανικό δίκτυο Marketwatch, ο Brian Reynolds, αναλυτής της Canaccord Genuity. Η αγορά ανεβαίνει διότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία συνεχίζουν να κατακλύζουν τις πιστωτικές αγορές με μετρητά, σε επίπεδο ρεκόρ, ενώ οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούν αυτά τα χρήματα για την επαναγορά μετοχών.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η πιστωτική άνθηση μπορεί να διαρκέσει τουλάχιστον τρία χρόνια, ενδεχομένως και πέντε. Αν ο Reynolds επαληθευτεί, τότε η bull αγορά θα είναι η μακροβιότερη στην ιστορία. Σημειώνεται ότι η αγορά «bull» ορίζεται από πολλούς ως η άνοδος σε ποσοστό τουλάχιστον 20%, από το χαμηλό μιας αγοράς «bear», χωρίς να σημειωθεί πτώση 20%.
Σε αντίθεση με τους επενδυτές που ανησυχούν περισσότερο για τις επιρροές που προέρχονται από την οικονομία, την πολιτική, ακόμη και τις φυσικές καταστροφές, τα συνταξιοδοτικά ταμεία νοιάζονται μόνο για ένα πράγμα. «Ο μοναδικός τους στόχος είναι να κερδίσουν 7,5% από την πιστωτική αγορά», τονίζει ο Reynolds. «Επικεντρώνονται σε αυτό το στόχο άσχετα με το αν η οικονομία επιταχύνει ή επιβραδύνει, αν υλοποιούνται ή όχι φορολογικές μεταρρυθμίσεις, ή αν η Fed αυξάνει ή μειώνει τα επιτόκια.
Όπως εξηγεί, το 7,5% είναι αυτό που πρέπει να κερδίζουν τα συνταξιοδοτικά για να καλύπτουν το κενό ανάμεσα σε αυτό που πρέπει να πληρωθεί σε συντάξεις και στα υφιστάμενα ποσά. Η γενικότερη αντίληψη είναι ότι οι μετοχές εμπεριέχουν υπερβολικά υψηλό ρίσκο, ενώ την ίδια ώρα τα πιο ασφαλή αμερικανικά κρατικά ομόλογα αποδίδουν 2,31%. Έτσι, επιλέγουν υψηλότερες αποδόσεις σε εταιρικά ομόλογα και πιστωτικά εργαλεία.
Τον περασμένο Αύγουστο, οι εκδόσεις ομολόγων υψηλών αποδόσεων έφτασαν τα 1,21 τρισ. δολάρια, λίγο χαμηλότερα από το ετήσιο ιστορικό ρεκόρ των 1,23 τρισ. δολαρίων το 2016. Αν συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό, τότε θα ξεπεράσουν τα 1,8 τρισ. δολάρια στο σύνολο του έτους.