Η επανεμφάνιση γεωπολιτικών διλημμάτων που μοιάζουν με εκείνα του Ψυχρού Πολέμου υπογραμμίζουν ότι η ιστορία, αν και δεν επαναλαμβάνεται αυτούσια, οι παλιές δυναμικές και τα στρατηγικά διλήμματα επανέρχονται υπό νέες συνθήκες. Ο εξοπλισμός της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ συνεχίζεται με αποκορύφωμα την πιθανή τοποθέτηση πυραύλων Tomahawk με σκοπό να πλήξουν τα εργοστάσια κατασκευής των ρωσικών drones στα βάθη της Ρωσίας.
Η Ρωσική αντίδραση ως αντίμετρα προς τις ενέργειες των ΗΠΑ έχει ήδη ξεκινήσει. Η πρόσφατη συμφωνία αναζωπύρωσης στρατιωτικών σχέσεων με την Κούβα που είχαν διακοπή για πολλά χρόνια, και η στενότερη συνεργασία με τη Βενεζουέλα, αναδεικνύουν πώς η στρατηγική λογική της συμμετρίας και της αποτροπής παραμένει ενεργή.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς τεχνικό ποια όπλα, πού και πώς, αλλά θεμελιωδώς πολιτικό: ποια είναι τα όρια της αποδεκτής στρατηγικής συμπεριφοράς, πώς ορίζεται η εθνική ασφάλεια και πώς η γεωγραφία μεταφράζεται σε ισχύ.
Η Βενεζουέλα επανέρχεται στο επίκεντρο ως κρίσιμος κόμβος, με διπλή διάσταση: από τη μία, η διάβρωση της κρατικής ισχύος και η σχέση με παράνομες δραστηριότητες, όπως η σύνδεση με καρτέλ ή ένοπλες ομάδες, δημιουργούν μηχανισμούς αδυναμίας στο εσωτερικό της, που μπορούν να αξιοποιηθούν από τις ΗΠΑ για να αποτρέψουν την συνεργασία της με την Ρωσία, από την άλλη, η στρατιωτική και πολιτική συνεργασία με τη Ρωσία μετατρέπει τη χώρα σε πιθανή πλατφόρμα ρωσικής επιρροής στην Αμερική.
Η ιστορική μνήμη των δεκαετιών του 1980 και 1990, όταν οι εξωτερικοί παίκτες χρησιμοποιούσαν περιφερειακούς δρώντες για να προωθήσουν αντίστοιχους στόχους, χρησιμεύει ως επώδυνη υπενθύμιση για τα ρίσκα που συνεπάγεται η ανεξέλεγκτη εξωτερική παρέμβαση.
Κεντρικό γεωοικονομικό στοιχείο του προβλήματος είναι τα Στενά της Φλόριντα με την Κούβα μήκος 90 χιλ. και ο θαλάσσιος διάδρομος του Κόλπου του Μεξικού. Οι εμπορικές ροές από τα λιμάνια του Κόλπου αντιπροσωπεύουν πάνω από 40% των αμερικανικών εισαγωγών και εξαγωγών, και οποιαδήποτε διατάραξη σε αυτά τα θαλάσσια περάσματα θα είχε άμεσες οικονομικές συνέπειες στις ΗΠΑ.
Η δυνατότητα της Ρωσίας να υπονομεύσει αυτή την πρόσβαση, μέσω υποβρυχίων, μετακινήσεων ναυτικών μονάδων ή ακόμη και την τοποθέτηση βάσεων κοντά σε κρίσιμους διαύλους, παραμένει, ως ένα μοχλός πίεσης προς τις ΗΠΑ. Η γεωγραφική εγγύτητα Κούβας–Φλόριντα δίνει στην περιοχή συμβολική, αλλά και πρακτική, βαρύτητα, καθιστώντας την έδαφος υψηλής ευαισθησίας στην αμερικανική πολιτική ασφάλειας.
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι μεγάλες δυνάμεις συχνά επιχειρούν να αποκτήσουν «ενεργητικές απαντήσεις» όταν νιώθουν απειλή στο σύστημα αποτροπής τους. Η τοποθέτηση Tomahawk σε περιοχές πλησίον της Ρωσίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσπάθεια επέκτασης της ικανότητας χτυπήματος και άσκησης πίεσης.
Η Ρωσική απόκριση, υπό τη λογική της αμοιβαιότητας, θα ήταν να αναζητήσει αντίστοιχες πλατφόρμες κοντά στην Αμερική. Η Κούβα, λόγω της ιστορικής σχέσης της με τη Ρωσία και της στρατηγικής της θέσης, εμφανίζεται ως το πιο ρεαλιστικό σημείο τέτοιας αντίδρασης, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι θα εξελιχθεί άμεσα σε νέα κρίση.
Η πρόσφατη επανεμφάνιση ρωσικών στρατιωτικών συμφωνιών στην Καραϊβική ουσιαστικά λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ψυχολογικής επιρροής. Ακόμη κι αν η Ρωσία δεν προχωρήσει σε ανοιχτή στρατιωτική αντιπαράθεση ή σε ολοκληρωμένη μπλοκάρισμα θαλασσίων διαύλων, η ίδια η παρουσία και οι στρατιωτικές διπλωματικές κινήσεις δημιουργούν ασφάλεια κόστους και χρόνου για τη Ρωσία, καθώς υποχρεώνουν τις ΗΠΑ να αναθεωρήσει στρατηγικές, να κρατήσουν δυνάμεις σε ετοιμότητα και, σε ακραίες συνθήκες, να πρέπει να διαχειριστεί και να δοκιμάσει διεθνείς συμμαχίες και οικονομικές επιπτώσεις.
Η ικανότητα του αντιπάλου να «παίζει με την ψυχολογία» και να δημιουργεί στρατηγικές αβεβαιότητες αποτελεί σημαντικό μέρος της σύγχρονης γεωπολιτικής.
Οι οικονομικές συνέπειες μιας υποθετικής απώλειας πρόσβασης στα Στενά της Φλόριντα θα ήταν πολλαπλές. Πρώτον, η ανακατεύθυνση εμπορικών ροών μέσω λιγότερο αποδοτικών θαλάσσιων διαδρομών, π.χ. προς τη χερσόνησο του Γιουκατάν, θα αύξανε το κόστος μεταφοράς, τον χρόνο και την ευπάθεια της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Δεύτερον, η Ευρώπη, ιδιαίτερα η Δυτική Ευρώπη που συνδέεται εμπορικά με τις ΗΠΑ, θα δεχόταν σοβαρές πιέσεις, καθώς το κόστος και οι καθυστερήσεις θα επηρέαζαν επίσης τις διασυνοριακές συναλλαγές. Τρίτον, η στρατιωτική ετοιμότητα και οι δαπάνες θα αυξάνονταν, καθώς το κόστος του ναυτικού και αεροπορικού ελέγχου των διαύλων θα ανερχόταν. Συνεπώς, η «στρατηγική αποσταθεροποίησης» μετατρέπεται εύκολα σε οικονομική κρίση υψηλού κόστους.
Η ανάμειξη μη κρατικών οντοτήτων, όπως τα καρτέλ ναρκωτικών ή ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες, προσθέτει ένα σύνθετο, μη-γραμμικό στοιχείο στον χάρτη κινδύνου. Κατά το παρελθόν, οι εξωτερικοί παράγοντες αξιοποίησαν τέτοιους δρώντες ως «πρακτικούς πολλαπλασιαστές» επιρροής, παρέχοντας όπλα ή πόρους προκειμένου να υπονομεύσουν κυβερνήσεις ή να αποσταθεροποιήσουν περιοχές.
Η σημερινή σύζευξη μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και γεωπολιτικής στρατηγικής δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου οι συμβατικές και μη-συμβατικές μορφές ισχύος αλληλεπιδρούν, με απρόβλεπτες συνέπειες για την σταθερότητα των χωρών της Καραϊβικής.
Απέναντι σε αυτό το πλαίσιο, η διαμόρφωση πολιτικής απαιτεί πολυεπίπεδη στρατηγική: διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική. Πρώτον, η διπλωματία πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση των θεσμών της περιφέρειας, στην υποστήριξη διαλόγου και στην αποφυγή κλιμάκωσης μέσω αμοιβαίων δεσμεύσεων.
Δεύτερον, η οικονομική πολιτική οφείλει να μειώσει την ευπάθεια των αλυσίδων εφοδιασμού, επενδύοντας σε εναλλακτικές ροές και σε ανθεκτικότητα υποδομών. Τρίτον, σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, χρειάζεται συντονισμός με συμμάχους για να διασφαλιστεί η ελευθερία πλοήγησης και η πρόληψη μονομερών απειλών, χωρίς όμως να επιδεινωθεί η αντιπαράθεση με κινήσεις που θα δώσουν πρόσχημα για περαιτέρω αντίδραση.
Η έξοδος του ναυτικού των ΗΠΑ στην Καραϊβική με ισχυρές δυνάμεις είναι μήνυμα προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής να μην συνάψουν υπονομευτικές συνεργασίες με την Ρωσία, όπως την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και ταυτόχρονα αποκόπτει την θαλάσσια δίοδο των καρτέλ ναρκωτικών της Βενεζουέλας με αυτά που δρουν εντός των ΗΠΑ.
Καθώς στο εσωτερικό των ΗΠΑ ο στρατός «κυνηγά» τα καρτέλ των ναρκωτικών, περιορίζει την δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν από εξωτερικές δυνάμεις για να δημιουργήσουν αποσταθεροποίηση.
Συμπερασματικά, η κατάσταση δεν είναι απλώς μία αναβίωση παλαιών εντάσεων. Είναι μια σύγχρονη πρόκληση που διαμορφώνεται από παλιές στρατηγικές λογικές και νέες τεχνολογικές, πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες.
Η επιτυχής διαχείριση θα απαιτήσει ρεαλιστική εκτίμηση κινδύνου, συνεργασία περιφερειακών και διεθνών εταίρων και την ικανότητα να γίνει διάκριση ανάμεσα σε πραγματικές απειλές και στρατηγικές χειρονομίες που αποσκοπούν περισσότερο στην επιρροή παρά στην άμεση σύγκρουση. Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η σταθερότητα σε μια περιοχή όπου η γεωγραφία, η ιστορία και η πολιτική ισχύος τέμνονται με ιδιαίτερα σύνθετο τρόπο.
Η παγκόσμια ειρήνη μπορεί να προέλθει από σταθερές συμμαχίες που με διπλωματία και αμυντική ισχύ, θα λειτουργούν ως αποτροπή στους ελάχιστους εναπομείναντες υπέρ-φιλόδοξους ηγέτες, που δεν διστάζουν να θυσιάζουν την ευημερία των ίδιων των λαών τους, και εισβάλουν σε άλλες χώρες για να αναστήσουν τις χαμένες αυτοκρατορίες τους. Η ιστορία όμως έχει διδάξει ότι ποτέ καμία αυτοκρατορία δεν κατάφερε να ανασυσταθεί.
* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων
