Η Wall Street περίμενε μια οριακή μέχρι σημαντική αναθεώρηση των στοιχείων για τις θέσεις απασχόλησης στις ΗΠΑ. Αλλά η πραγματικότητα αποδείχθηκε ακόμα πιο δυσοίωνη. Η ετήσια αναθεώρηση του Γραφείου Στατιστικής Εργασίας (BLS), που δημοσιεύθηκε χθες, έδειξε ότι οι ΗΠΑ πρόσθεσαν 911.000 λιγότερες θέσεις εργασίας από τον Μάρτιο του 2024 έως τον Μάρτιο του 2025 σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, έναντι των 700.000 που προέβλεπαν οι αναλυτές και οι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι. Αυτή η αρνητική αναθεώρηση, η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από το 2000, έρχεται σε μια περίοδο ιδιαίτερης πολιτικής και οικονομικής αναταραχής, ενισχύοντας την αίσθηση της στασιμότητας που απειλεί την αμερικανική οικονομία.
Η αγορά εργασίας, ιστορικά αποτελεί το κυρίαρχο σημείο αναφοράς του αμερικανικού μοντέλου. Οι μνήμες από την ανεργία μετά το κραχ του 1929, στοιχειώνουν ακόμα τους πολίτες, τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς στις ΗΠΑ, όπως ο εφιάλτης του πληθωρισμού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης τους Ευρωπαίους.
Η ισχυρή απασχόληση, η οποία μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν πυλώνας σταθερότητας, δείχνει σημάδια αποδυνάμωσης. Η έκθεση του BLS για τον Αύγουστο αποκάλυψε μόλις 22.000 νέες θέσεις εργασίας, με την ανεργία να αυξάνεται οριακά στο 4,3%. Το υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2021. Η αναθεώρηση του Ιουνίου έδειξε απώλεια 13.000 θέσεων απασχόλησης, την πρώτη μηνιαία μείωση από τον Δεκέμβριο του 2020, ενώ ο Ιούλιος αναθεωρήθηκε και αυτός προς τα πάνω σε 79.000 από 73.000. Η υγειονομική περίθαλψη και οι υπηρεσίες υποστήριξης αποτέλεσαν τη μοναδική πηγή ανάπτυξης, προσθέτοντας 31.000 και 16.000 θέσεις αντίστοιχα, αλλά ακόμα και αυτοί οι αριθμοί βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο των τελευταίων 12 μηνών.
Η επιβράδυνση της αγοράς εργασίας εντείνει τις ανησυχίες για στασιμότητα. Έναν συνδυασμό χαμηλής ανάπτυξης και αυξανόμενου πληθωρισμού. Οι τιμές καταναλωτή για τον Αύγουστο, αναμένεται να δείξουν περαιτέρω αύξηση, ενισχύοντας την πίεση πάνω στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Η μέση διάρκεια ανεργίας εκτοξεύτηκε στις 24,5 εβδομάδες, που είναι η μεγαλύτερη από τον Απρίλιο του 2022, ενώ ο αριθμός των μόνιμων απολύσεων αυξήθηκε και αυτός. Επιπλέον, η εμπιστοσύνη των εργαζομένων καταρρέει, σύμφωνα με έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης. Η οποία να δείχνει ότι η πιθανότητα εύρεσης νέας εργασίας μετά από απόλυση έπεσε στο 44,9%, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό από το 2013.
Η πολιτική διάσταση της κρίσης είναι εξίσου έντονη. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει κλιμακώσει τις επιθέσεις του κατά του BLS, χαρακτηρίζοντας την αναθεώρηση του Αυγούστου ως απάτη και απολύοντας την Επίτροπο Erika McEntarfer, την οποία αντικατέστησε με τον E.J. Antoni, έναν επικριτή του οργανισμού BLS που προέρχεται από το Heritage Foundation, το οποίο υποστηρίζει τις οικονομικές επιλογές του Αμερικανού προέδρου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι σύμμαχοί του ισχυρίζονται ότι τα στοιχεία του BLS έχουν «μαγειρευτεί» για να ευνοήσουν την προηγούμενη διοίκηση Μπάιντεν. Κατηγορώντας ταυτόχρονα τον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ, για την καθυστέρηση στη μείωση των επιτοκίων. Βέβαια το περιβάλλον του Λευκού Οίκου, δηλαδή η υπουργός Εργασίας Lori Chavez-DeRemer και ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ υποστηρίζουν ότι η πολιτική που ασκείται στον χώρο των επενδύσεων θα οδηγήσει σε «έκρηξη του αριθμού των νέων θέσεων απασχόλησης», αν και τα τρέχοντα δεδομένα δεν υποστηρίζουν τέτοιες αισιόδοξες προβλέψεις.
Και ενώ ο Λευκός Οίκος πίσω από τις αδύναμες επιδόσεις και τα δυσάρεστα δεδομένα ανακαλύπτει πολιτικές παρεμβάσεις, οι ειδικοί τεχνοκράτες, απορρίπτουν τις σχετικές κατηγορίες, τονίζοντας ότι οι αναθεωρήσεις του BLS είναι μέρος μιας τυπικής διαδικασίας που βασίζεται σε πιο πλήρη και επικαιροποιημένα δεδομένα, όπως είναι αυτά της Τριμηνιαίας Απογραφής Απασχόλησης και Μισθών (QCEW). Τα αποτελέσματα των αναθεωρήσεων του 2025 ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, με τη μείωση των 911.000 θέσεων να ξεπερνά την περσινή αναθεώρηση των 818.000 θέσεων. Οι μεγαλύτερες μειώσεις εντοπίστηκαν στους κλάδους της φιλοξενίας (-176.000), των υπηρεσιών (-158.000) και του λιανικού εμπορίου (-126.200).
Η Wall Street παρακολουθεί στενά αυτές τις εξελίξεις, ελπίζοντας ότι η αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας θα πιέσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μειώσει τα επιτόκια στη συνεδρίασή της στις 16-17 Σεπτεμβρίου. Ενώ οι επενδυτές ονειρεύονται μια «μεγάλη» μείωση μισής ποσοστιαίας μονάδας, οι τρέχουσες εκτιμήσεις δείχνουν πιο συντηρητική μείωση κατά 25 μονάδες βάσης. Η Bank of America, μετά την έκθεση του Αυγούστου, αναθεώρησε τις προβλέψεις της, αναμένοντας πλέον δυο μειώσεις. Τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, καθώς ο Πάουελ φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην αγορά εργασίας έναντι του πληθωρισμού. Διότι η «ανεργία» έρχεται πάντα πρώτη ως κίνδυνος και ο «πληθωρισμός» δεύτερος όπως προαναφέραμε, στο μυαλό των τεχνοκρατών που στηρίζουν ακόμα το αμερικανικό όνειρο.
Η σύγκρουση του Λευκού Οίκου με το BLS –μετά το μέτωπο που έχει ανοίξει με την Fed- εγείρει ανησυχίες για την προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των στατιστικών δεδομένων και τη σκοπιμότητα των πολιτικών παρεμβάσεων. Η απόλυση της McEntarfer και η υποψηφιότητα του Antoni, ο οποίος έχει προτείνει ακόμα και την προσωρινή παύση της δημοσίευσης των μηνιαίων εκθέσεων, έχουν προκαλέσει αντιδράσεις από οικονομολόγους, οι οποίοι προειδοποιούν για τον κίνδυνο πολιτικοποίησης ενός ακόμα ανεξάρτητου οργανισμού.
Η αξιοπιστία του BLS είναι κρίσιμη όχι μόνο για την εσωτερική πολιτική, αλλά και για τις διεθνείς αγορές, που βασίζονται στα δεδομένα του για να αξιολογήσουν την υγεία της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Διότι, ουδείς επενδύει στα τυφλά. Εξ άλλου η γενικότερη συγκρουσιακή στάση του Λευκού Οίκου, προς τους οργανισμούς των οποίων τα στοιχεία δεν συμβαδίζουν με τις «ιδεολογίες Τραμπ», ανησυχεί τους πάντες.
Η αμερικανική αγορά εργασίας βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η μεγάλη αναθεώρηση του BLS, η επιβράδυνση της απασχόλησης και η πολιτική ένταση μεταξύ του Λευκού Οίκου και του οργανισμού υπογραμμίζουν την ανάγκη για προσεκτική πλοήγηση.
Οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναθεωρήσουν τα σχέδιά τους και να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, χαμηλής ανάπτυξης και πολιτικής αβεβαιότητας, ενώ η Fed από την πλευρά της θα πρέπει να αντιμετωπίσει το δύσκολο έργο της εξισορρόπησης μεταξύ σταθερότητας και ανάπτυξης. Η επόμενη περίοδος θα δείξει αν η αισιοδοξία του Λευκού Οίκου για μια «έκρηξη νέων θέσεων εργασίας» θα επαληθευτεί ή αν η αγορά εργασίας θα συνεχίσει να χάνει δυναμική, σπρώχνοντας την οικονομία σε τελματώδεις καταστάσεις και τα χρηματιστήρια σε φουρτουνιασμένες θάλασσες.