Η νεκρανάσταση της Intel διπλασίασε την τιμή της
Shutterstock
Shutterstock

Η νεκρανάσταση της Intel διπλασίασε την τιμή της

Η είσοδος του αμερικανικού Δημοσίου, με 9,9% στο μετοχικό κεφάλαιο της Intel Corporation τον περασμένο Αύγουστο στα $20,47 ανά μετοχή, με τη συνολική επένδυση να  αγγίζει το $9 δισ., αποτέλεσε ένα «game changer», δηλαδή για μια αλλαγή παιχνιδιού. Σήμερα η μετοχή της Intel (INTC) έχει διπλασιάσει την τιμή της, ευρισκόμενη στα $41,53.

Όπως βλέπουμε στο ακόλουθο διάγραμμα 5ετίας η μετοχή της Intel από τα υψηλά επίπεδα των $60+ βρέθηκε στα χαμηλά $17,67. Το deal του Λευκού Οίκου, ανέστρεψε την καθοδική πορεία επαναφέροντας τη μετοχή στα επίπεδα του 2024. 

Στο γράφημα 52 εβδομάδων της μετοχής Intel φαίνεται ακόμα καλύτερα η εκτίναξη από τα χαμηλά του Ιουλίου μέχρι τα σημερινά επίπεδα των $41,53.

Συνολικά στα ταμεία της Intel, εισέρρευσαν περισσότερα από $11,1 δισ. προερχόμενα τόσο από τα προγράμματα CHIPS, Science Act του 2022 επί προεδρίας Μπάιντεν, όσο και από το πρόγραμμα Secure Enclave του υπουργείου Άμυνας. Η συμφωνία περιλαμβάνει και ένα πενταετές «warrant» για επιπλέον 5% μετοχών, το οποίο ενεργοποιείται μόνο εάν η Intel μειώσει το ποσοστό της στις υπηρεσίες παραγωγής chips κάτω από 51%.

Αυτή η κίνηση του Λευκού Οίκου, θεωρείται πρωτοφανής εκτός από περιόδους κρίσεων, όπως ήταν για παράδειγμα η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Είναι μια κίνηση εκτός πλαισίου, αυτό που αγγλοσάξονες ονομάζουν «out of the box», και έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις για τον ρόλο και την παρέμβαση της κυβέρνησης στην ιδιωτική οικονομία. Ιδίως στους κρίσιμους τομείς των ημιαγωγών, των κρίσιμων βιομηχανικών πρώτων υλών και των σπάνιων γαιών, εν μέσω ενός σκληρού ανταγωνισμού με την Κίνα.

Η Intel, ο γίγαντας των ημιαγωγών που κάποτε κυριαρχούσε στον χώρο των PCs και των servers, βρέθηκε τα τελευταία χρόνια στο περιθώριο των εξελίξεων. Παρά τις φιλόδοξες επενδύσεις που είχαν ως στόχο τον μεγάλο ανταγωνιστή της, την TSMC, η εταιρεία οδηγήθηκε σε διαδοχικές ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις, χάνοντας σημαντικά μερίδια αγοράς από την AMD και τη Nvidia. H Intel έμοιαζε με έναν παλαιό πρωταθλητή αγώνων δρόμου που ξέχασε να τρέχει, μένοντας πίσω τόσο στην παραγωγή όσο και στην καινοτομία.

Ωστόσο, μέσα στο Q3 όλα άλλαξαν. Το παράδειγμα των επενδύσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, το ακολούθησε η Nvidia η οποία κυριαρχεί στον χώρο των chips για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης με $5 δισ., αλλά και η ιαπωνική SoftBank με άλλα $5 δισ., διακρίνοντας μια σημαντική επενδυτική ευκαιρία στο χώρο του «edge computing». Με αυτόν τον τρόπο η Intel απέκτησε δυο νέους επενδυτικούς και επιχειρηματικούς συμπαίκτες. 

Είχε προηγηθεί η αλλαγή του CEO της Intel. Ο νέος CEO Lip-Bu Tan, προχώρησε στη μείωση του προσωπικού κατά 20%, ρευστοποίησε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών που κατείχε η Intel στην FPGA, επιτάχυνε τις πωλήσεις των αποθεμάτων chips για PCs και μείωσε δραστικά τις μέχρι εκείνη τη στιγμή, φιλόδοξες επενδύσεις σε νέα εργοστάσια.

Τα αποτελέσματα του Q3 ήταν εντυπωσιακά. Η Intel ξεπέρασε τις εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών αναλυτών, με τα έσοδα να ξεπερνούν τα $13,5 δισ. δολάρια, και τα προσαρμοσμένα κέρδη $0,23 ανά μετοχή, έναντι του αναμενόμενου $0,01.

Παράλληλα, εμφάνισαν αύξηση και τα περιθώρια μικτού κέρδους, φθάνοντας το 40%. Η ζήτηση για chips σε data centers ξεπέρασε την προσφορά, ιδίως για αναβαθμίσεις CPU που υποστηρίζουν εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, με τις προβλέψεις να αναφέρονται σε υπερδιπλασιασμό της ζήτησης μέσα στο 2026.

Βέβαια, οι λύσεις που προσφέρει σε αυτόν τον τομέα η Intel, κυρίως με το Gaudi 3, δεν εμφανίζουν μεγάλη αποδοχή, με την πίεση από τους ανταγωνιστές της, να παραμένει ισχυρή. Η AMD κυριαρχεί στους servers, η Nvidia στους AI accelerators, και η TSMC κατασκευάζει chips για όλους.   

Σε ρυθμούς αντεπίθεσης, η Intel ανακοίνωσε ότι μπαίνουν σε μαζική παραγωγή τα Panther Lake processors, έτοιμα για laptops από την άνοιξη του 2026. Η συνεργασία με την Amazon Web Services (AWS) για custom Xeon και AI η fabric chips δείχνει ότι η λεγόμενη foundry υπηρεσία (IFS) κερδίζει έδαφος. 

Για τον Λευκό Οίκο η Intel είναι μια «εθνική υπόθεση». Με αποτέλεσμα σε μια εποχή όπου η Αμερική παλεύει να ξαναχτίσει αλυσίδες εφοδιασμού μακριά από την Κίνα, η Intel να μετατρέπεται σε σύμβολο ανθεκτικότητας και επιχειρηματικού πατριωτισμού.

Το «passive ownership», δηλαδή η παθητική συμμετοχή του αμερικανικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Intel, χωρίς δικαιώματα εκπροσώπησης στο Διοικητικό Συμβούλιο, ή ψηφοφορίας σε στρατηγικές αποφάσεις ή πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες αποτελεί μια ισχυρή εγγύηση για το μέλλον.

Ωστόσο, στην παγκόσμια οικονομία, όπου η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι το «νέο πετρέλαιο», το ερώτημα για την Intel είναι το κατά πόσο θα καταφέρει να μετατρέψει σε καινοτομία υποστήριξης της ΑΙ, όλα αυτά τα δισ. δολάρια που έχουν εισρεύσει στα ταμεία της.