Ένα σενάριο το οποίο, αν επιβεβαιωθεί, θα επηρεάσει σημαντικά τις μετοχές, τα ομόλογα και την αγορά συναλλάγματος, προκρίνουν οι αγορές, ως το επικρατέστερο «μονοπάτι» για τη νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Το εν λόγω σενάριο προβλέπει δραστική μείωση των επιτοκίων έως και κατά 30% μέσα στο επόμενο εξάμηνο.
Στο μεταξύ, ο S&P 500 έσπασε χθες με… χαρακτηριστική άνεση και το φράγμα των 6.600 μονάδων, αντανακλώντας με αυτό το ιστορικό ρεκόρ (και) τις προσδοκίες των επενδυτών για τις αποφάσεις της Fed.
Ο νέος κύκλος νομισματικής χαλάρωσης θα ξεκινήσει αύριο Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου και ενδέχεται να διαρκέσει έως τη συνεδρίαση του ερχόμενου Μαρτίου, οδηγώντας το εύρος των βασικών επιτοκίων της Fed στο 3%-3,25% από 4,25%-4,50% σήμερα. Πρόκειται για συνολική μείωση της τάξης των 125 μονάδων βάσης (ή 30%) στο πιο αισιόδοξο σενάριο.
Μάλιστα, είναι πιθανό ορισμένα στελέχη της FOMC, όπως ο Κρις Γουόλερ και η Μισέλ Μπάουμαν, να ψηφίσουν αύριο υπέρ μίας jumbo μείωσης των 50 μονάδων βάσης. Οι συνθήκες είναι, ωστόσο, τόσο ρευστές που οι απόψεις των αναλυτών διίστανται και δεν λείπουν οι φωνές που κάνουν λόγο ακόμα και για παύση των μειώσεων μέσα στους επόμενους μήνες.
Ενώ, λοιπόν, ο Ντόναλντ Τραμπ αναζητεί τον άνθρωπο που θα αντικαταστήσει τον Τζερόμ Πάουελ στο τιμόνι της Fed, ο επενδυτικός κόσμος ετοιμάζεται για μία νέα τονωτική ένεση ρευστότητας.
Το πρώτο σκέλος του ζητήματος σχετίζεται με τη διαδρομή που θα επιλέξει ο Πάουελ έως το τέλος της θητείας του τον ερχόμενο Μάιο, με γνώμονα πάντα τα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την αγορά εργασίας. Υπάρχουν βέβαια και οι δεδομένες πιέσεις από τον Τραμπ για επιθετική μείωση των επιτοκίων.
Το δεύτερο σκέλος αφορά στο κατά πόσο οι μειώσεις θα πυροδοτήσουν ένα νέο ράλι ή οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει πέντε διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων της τάξης των 25 μονάδων βάσης έως την άνοιξη του 2026.
Θα συνεχίσουν ανοδικά οι αγορές με φόντο τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας ή θα κάνουν βήματα προς τα πίσω γιατί έχουν ήδη προεξοφλήσει τις μειώσεις και ανησυχούν για ύφεση;
Ας δούμε αρχικά τι «δείχνει» η αγορά ομολόγων. Σύμφωνα με την ING, η απόδοση του 2ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου στην περιοχή του 3,5% υποδηλώνει μπαράζ μειώσεων, καθώς η Fed θα πρέπει να μειώσει συνολικά τα επιτόκια κατά τουλάχιστον 100 μονάδες βάσης για να τα ρίξει χαμηλότερα από την απόδοση του 2ετούς τίτλου.
Επιπλέον, η ING εκτιμά ότι η Fed θα δώσει χαμηλότερους στόχους για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, προβλέποντας παράλληλα άνοδο της ανεργίας. Το συγκεκριμένο σκηνικό θα επιτρέψει στην αρμόδια Επιτροπή για τη νομισματική πολιτική (FOMC) να μειώσει τα επιτόκια στις συνεδριάσεις του Σεπτεμβρίου, του Οκτωβρίου, του Δεκεμβρίου, του Ιανουαρίου και του Μαρτίου.
Το άλλο σκέλος, αυτό της αντίδρασης των αγορών, μπορεί να εξεταστεί με βάση τα στατιστικά δεδομένα. Συνήθως οι αγορές πανηγυρίζουν με αξιοσημείωτα κέρδη τις μειώσεις των επιτοκίων, αν και υπάρχουν και κάποια ακραία παραδείγματα. Όπως του 2007, όταν σε διάστημα 12 μηνών από τη μείωση οι αγορές σημείωσαν πτώση 23,9% καθώς ξέσπασε η παγκόσμια κρίση με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Στον αντίποδα, τα χρηματιστήρια δέχθηκαν ώθηση άνω του 36% στους 12 μήνες μετά την πρώτη μείωση που έλαβε χώρα το 1982, καθώς σηματοδότησε μία μεγάλη στροφή από τα πρωτοφανή επίπεδα του 20% που είχαν φτάσει τα επιτόκια στον απόηχο της διπλής κρίσης της δεκαετίας του 1970.
Σύμφωνα με το MarketWatch, το οποίο επικαλείται στοιχεία της BMO Capital Markets, από το 1982 και μετά, στους 8 από τους 10 κύκλους χαλάρωσης, ο S&P 500 έχει εμφανίσει θετικές αποδόσεις στους 12 μήνες μετά την έναρξη των μειώσεων, με μέση απόδοση που αγγίζει το 11%.
Στην αγορά συναλλάγματος τα πράγματα είναι ενδεχομένως πιο απλά, καθώς η νομισματική πολιτική έχει σημαντικό αντίκτυπο στις μεταβολές των νομισμάτων των δέκα μεγαλύτερων οικονομιών, παρά τους δασμούς και τις απειλές της αγοράς ομολόγων.
Από τη δημοσίευση των στοιχείων για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ τον Ιούλιο, οι αγορές βλέπουν το ποτήρι… μισογεμάτο. Σήμερα οι επενδυτές ετοιμάζονται να καλωσορίσουν έναν κύκλο χαλάρωσης 125-150 μονάδων βάσης, χωρίς να υπάρχουν μάλιστα ξεκάθαρα σινιάλα ύφεσης. Η ING προβλέπει ότι η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου θα διαμορφωθεί στα 1,20 δολάρια στο τέλος του έτους.