Η Ελλάδα που αγάπησαν οι ζωγράφοι

Η Ελλάδα που αγάπησαν οι ζωγράφοι

Το φυσικό κάλλος και η ντόπια αρχιτεκτονική, δοσμένα μέσα από το φίλτρο του Έλληνα ζωγράφου, μας έδωσε τοπιογραφίες μοναδικής ομορφιάς και τέτοιας δύναμης που επανακαθόρισε την εικόνα που έχουμε για όψεις του ελληνικού τοπίου. Αυτούς τους ζωγράφους έχει συγκεντρώσει το Greek Sale του οίκου Bonhams, που έχει προγραμματιστεί στο Παρίσι την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου.

Το ελληνικό τοπίο, πέρα από τους ισχυρούς συμβολισμούς που προσλαμβάνει στην κουλτούρα της Δύσης, δεν έπαψε να συγκινεί τους δημιουργούς που γεννήθηκαν στον τόπο μας και άσκησαν το βλέμμα τους στο φως και την ιδιαιτερότητά του. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς προχώρησαν σε αποτυπώσεις με προσωπικό χαρακτήρα, έξω από τη μνημειογραφία που μαγνήτισε τους ξένους καλλιτέχνες. Το φυσικό κάλλος και η ντόπια αρχιτεκτονική, δοσμένα μέσα από το φίλτρο του Έλληνα ζωγράφου, μας έδωσε τοπιογραφίες μοναδικής ομορφιάς και τέτοιας δύναμης που επανακαθόρισε την εικόνα που έχουμε για όψεις του ελληνικού τοπίου. Αυτούς τους ζωγράφους έχει συγκεντρώσει το Greek Sale του οίκου Bonhams, που έχει προγραμματιστεί στο Παρίσι την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου. Παρουσιάζουμε μια επιλογή από ζωγραφικά τοπία, που δε μας δείχνουν εικόνες του γύρω μας, αλλά περιπλανήσεις του γύρω μας.

Υπήρξε ο πιο «διεθνής» Έλληνας καλλιτέχνης με συμμετοχές στις κορυφαίες διοργανώσεις και με βραβεύσεις που θα ζήλευε κάθε ζωγράφος. Ο Γιάννης Σπυρόπουλος, προτού καθιερωθεί στην αφαίρεση, έπλασε τοπιογραφίες με όραμα κι έντονη προσωπική γραφή. Η δουλειά αυτή, παρότι πρώιμη, αποκλίνει από τον συρμό της μεταπολεμικής εποχής και τοποθετεί τις συνθέσεις του στην πρώτη γραμμή της αφαίρεσης με «ελληνικό χρώμα». Αντιπροσωπευτικό αυτής της ταυτότητας είναι το έργο «Το λιμάνι της Βενετίας, Μύκονος IV», ζωγραφισμένο το 1951. Το κοσμαγάπητο νησί, στη γραφική όψη του λιμανιού της χώρας, αποτυπώνεται στην πηγαία εντύπωση του περίφημου καλλιτέχνη. Εκτιμάται 10.000 – 12.000 ευρώ (λαχνός 67).

Κι αν ο Σπυρόπουλος στάθηκε «πατέρας» της ελληνικής αφαίρεσης, ο Γκίκας υπήρξε ο δημιουργός που συνέδεσε την ελληνικότητα της ζωγραφικής με το διεθνές ρεύμα του μοντερνισμού, βάζοντας το ελληνικό τοπίο στα μεγάλα ευρωπαϊκά σαλόνια. Στο έργο του «Θέα στον Πόρο», φιλοτεχνημένο το 1958, δεν ενδιαφέρεται να αντιγράψει τη θάλασσα με τη βάρκα στην προκυμαία. Επιδιώκει να ανιχνεύσει τη συγκίνηση που του προκαλεί και να την κρατήσει άθικτη μέσα στο πανέμορφο έργο (γκουάς σε χαρτί). Ξεκινά στα 4.000 ευρώ (λαχνός 146).

Στην ίδια τιμή, 4.000 ευρώ, προσφέρεται και μια όψη της Αθήνας που εξακολουθεί να γοητεύει όσους την περπατούν. Πρόκειται για τον κεντρικό δρόμο της Πανεπιστημίου, μετά τη βροχή, όπως τιτλοφορεί το έργο ο Παύλος Μαθιόπουλος. Ο ζωγράφος έζησε την Αθήνα στο γύρισμα του περασμένου αιώνα και γοητεύτηκε από την πόλη και τον κοσμοπολιτισμό της καλής αθηναϊκής κοινωνίας. Το έργο είναι μια μεταφορά στο χρόνο μέσα από το βλέμμα ενός περαστικού κυρίου με κοστούμι και καπέλο εποχής, την ώρα που περνά το τραμ. Ζωγραφισμένο με παστέλ σε χαρτί, κρατά ολοζώντανο τον παλμό της πόλης (λαχνός 35).

Όσοι αγαπούν την Αθήνα, δεν πρόκειται να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά στην πανοραμική άποψη της πρωτεύουσας από τον Σπύρο Βασιλείου. Η εξιδανικευμένη εικόνα της πόλης με τα γνωστά σύμβολα του καταξιωμένου ζωγράφου, όπως προβάλλει στο χρυσό φόντο, ανυψώνεται σε μνημειακή αγιογραφία (118 x 152 εκ.). Η δική του ερμηνεία του «τόπου» μοιάζει διαχρονική και γι’ αυτό κλασική, μονίμως ενεργή. Έχει καταγωγή από ένα βαθύ ελληνικό κοίτασμα που θα έλεγε κανείς ότι πηγάζει από τον Μεσοπόλεμο και τις ερμηνείες της ελληνικότητας για να εκβάλει στον αναθεωρητικό μοντερνισμό (τοποθετεί το έργο μέσα στο έργο). Οι τιμές στα έργα του Βασιλείου είναι αισθητά μειωμένες τον τελευταίο καιρό, για αυτό και ξεκινά χαμηλά, στις 12.000 ευρώ (λαχνός 86).

Στις 12.000 ευρώ ορίστηκε η τιμή εκκίνησης για ένα εξίσου μνημειακό έργο από έναν νεότερο δημιουργό που θα μείνει κι αυτός κλασικός. Ο Γιώργος Ρόρρης ζωγράφισε το «Μετρό της Αθήνας» την περίοδο 1994-1996 κι έτσι όπως αποδίδει τον οικιστικό οργασμό της περιόδου, είναι σα να κλείνει μια εποχή. Διαχρονικό αποτυπώνεται το ελληνικό φως που γλυκαίνει κάθε αστικό ίχνος, ακόμη κι αυτό που δε φαίνεται προσφιλές στο μάτι. Το έργο εκτέθηκε στο Παρίσι, στην γκαλερί Flak και κοσμεί το εξώφυλλο του καταλόγου που παρουσιάστηκε την περίοδο εκείνη (λαχνός 131).

Ένα αρχιτεκτόνημα που απηχεί τη φυσιογνωμία του τόπου μέσα στην παράδοση είναι το «Παραδοσιακό σπίτι στην Καστοριά» του Νίκου Εγγονόπουλου. Το 1972, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο εξέδωσε μια συλλογή 18 έργων από τη σειρά «Ελληνικά Σπίτια» του Εγγονόπουλου. Ο σημαντικός καλλιτέχνης ενδιαφέρθηκε για την ιστορική φυσιογνωμία της αρχιτεκτονικής κι όπως θα γράψει ο άλλος μεγάλος μας, ο Δημήτρης Πικιώνης, «τα σπίτια του Εγγονόπουλου είναι “ψυχογραφίες” σπιτιών». Στις τελευταίες δημοπρασίες βλέπουμε ότι οι τιμές στα έργα του ζωγράφου κινούνται ψηλά με αυξητική τάση. Το συγκεκριμένο έργο προσφέρεται στις 6.000 ευρώ (λαχνός 24).

Τελευταίο, αλλά όχι μικρότερο σε δύναμη, παρουσιάζουμε ένα τοπίο της Σίφνου στο βλέμμα ενός κορακιού (μελάνι σε χαρτί, 201 x 154 εκ.). Ο Παναγιώτης Τέτσης στο συγκεκριμένο έργο δείχνεται, πέρα από μάστορας του χρώματος, δημιουργός που κατόρθωσε να βγάλει μοναδικές ποιότητες σ το φως του μαύρου. Η Σίφνος είναι ένας τόπος που τον γνώρισε καλά, καθώς τον επισκεπτόταν τα καλοκαίρια σχεδόν πενήντα χρόνια. Εδώ, όμως, σε σηκώνει πάνω από το να βλέπεις ένα ωραίο τοπίο ή ένα θαυμάσιο ηλιοβασίλεμα, και σου ανοίγει τα μάτια σε αυτό που το πουλί ονειρεύεται. Εκτιμάται 15.000 – 20.000 ευρώ (λαχνός 73).