Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, χαιρέτισε μια «νίκη», αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε να επενδύσει επιπλέον 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ — αν και παραμένει ασαφές αν η δέσμευση αυτή μπορεί να υλοποιηθεί.
Όταν ρωτήθηκε από το CNBC τι θα συμβεί αν η ΕΕ δεν τηρήσει τη δέσμευσή της, ο Τραμπ απάντησε: «Τότε θα πληρώνουν δασμούς 35%».
Η επενδυτική δέσμευση αποτελεί μέρος της εμπορικής συμφωνίας Ιουλίου μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία περιλαμβάνει δασμούς 15% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, καθώς και συμφωνία για αυξημένες επενδύσεις και αγορά αμερικανικής ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων.
Περιγράφοντας την επένδυση ως ένα «δώρο», ο Τραμπ δήλωσε στο CNBC την Τρίτη ότι η ΕΕ «μας έδωσε 600 δισ. δολάρια που μπορούμε να επενδύσουμε όπου θέλουμε».
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διευκρίνισε σε ανάλυση της εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ ότι «ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να επενδύσουν τουλάχιστον 600 δισ. δολάρια (περίπου 550 δισ. ευρώ) σε διάφορους τομείς στις ΗΠΑ έως το 2029».
Εκπρόσωπος της ΕΕ δήλωσε στο CNBC ότι η Κομισιόν επικοινώνησε με ευρωπαϊκές βιομηχανίες και τομείς για να διαπιστώσει τις επενδυτικές τους προθέσεις στις ΗΠΑ.
Πώς μπορεί να υλοποιηθεί η επένδυση;
Ο Αλμπέρτο Ρίτσι, συνεργάτης πολιτικής στο European Council on Foreign Relations, δήλωσε στο CNBC ότι οι επενδύσεις θα μπορούσαν να γίνουν σε οποιονδήποτε τομέα των ΗΠΑ.
«Αλλά αν δούμε τις πρόσφατες τάσεις, η μεταποίηση, τα χρηματοοικονομικά, τα χημικά και η τεχνολογία είναι οι πιο πιθανοί τομείς», είπε, σημειώνοντας ότι οι τελικοί αποδέκτες των κεφαλαίων θα εξαρτηθούν από τις αποφάσεις των επιμέρους εταιρειών.
Άλλοι πιθανοί τομείς — στους οποίους ο Τραμπ θα ήθελε επίσης να δει αυξημένες επενδύσεις — περιλαμβάνουν την αυτοκινητοβιομηχανία, τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα αεροσκάφη, σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Ράινς, ανώτερο σύμβουλο και επίτιμο πρόεδρο της Έδρας Scholl στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS).
Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, ο Ράινς σημείωσε ότι «αυτά τα πράγματα πάντα προχωρούν πιο αργά απ’ ό,τι αναμένεται».
«Η πολιτική αβεβαιότητα που έχουν δημιουργήσει οι ενέργειες του Τραμπ θα επιβραδύνει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η πραγματοποίηση μιας επένδυσης πολλών εκατομμυρίων δεν είναι απόφαση που λαμβάνεται ελαφρά τη καρδία», σημειώνει.