Γιατί το τραπεζικό success story προσελκύει επενδυτές

Γιατί το τραπεζικό success story προσελκύει επενδυτές

Η Ελλάδα μέσα σε τέσσερις μήνες μετρά έξι συνολικά αναβαθμίσεις από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, με τη Scope - πλέον είναι επιλέξιμη από την ΕΚΤ - την DBRS και τη Standard and Poor’s να μας έχουν ήδη δώσει την επενδυτική βαθμίδα, ενώ τελούμε εν αναμονή της αναβάθμισης μας και από τον οίκο Fitch σε λίγες ημέρες. 

Μιας αναβάθμισης που είναι εξαιρετικά πιθανή, καθώς η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας παραμείνει υψηλότερα από εκείνη της Ευρωζώνης, στο 2,5%, χάρη στις επενδύσεις, τη δυναμική του τουρισμού, την ισχυρή ελληνική αγορά ακινήτων και την ευρύτερη προοπτική της πιστωτικής επέκτασης.

Και μόνο η αποκατάσταση της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας αρκούσε για να προσελκύσουμε τη ματιά της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.  

Όμως η διάθεση των μετοχών του ΤΧΣ, η εντυπωσιακή πρόσφατη ολοκλήρωση του placement στην Εθνική Τράπεζα με τις BlackRock, Fidelity, Capital, Lazard, Norges, Allianz, Wellington, GIC, Romero, IRWS να είναι μερικοί μόνο από τους κορυφαίους διαχειριστές στον κόσμο που έσπευσαν να τοποθετηθούν, υπερκαλύπτοντας σε χρόνο ρεκόρ κατά 8 φορές το βιβλίο προσφορών, η συμφωνία εξαγοράς του 9% περίπου της Alpha Bank από τη UniCredit Bank και τα καλά αποτελέσματα του εννεαμήνου, εκτόξευσαν στην κυριολεξία το ενδιαφέρον των επενδυτικών funds για τις ελληνικές μετοχές με επίκεντρο μετά από πολλά χρόνια τις ελληνικές τράπεζες. 

Το ενδιαφέρον αυτό κορυφώνεται αυτές τις ημέρες στο roadshow για πολλές ελληνικές εισηγμένες στο Λονδίνο και ομιλητή τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στο πλαίσιο του Greek Investment Conference του Χρηματιστηρίου Αθηνών και της Morgan Stanley, στο οποίο συμμετέχει η «αφρόκρεμα» των διεθνών επενδυτικών funds που διαχειρίζονται τρισεκατομμύρια κεφαλαίων. 

Στις εταιρείες οι οποίες έχουν εξασφαλίσει τα περισσότερα ραντεβού  για «τετ α τετ» ενημέρωση είναι και οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες.

Το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες αναδείχθηκε και στο συνέδριο της J.P. Morgan στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα, στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα σε Νέα Υόρκη και Βοστώνη ανάμεσα σε επενδυτές και την JPM, με τα βασικά θέματα να αφορούν τις τράπεζες της Ελλάδας, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Τουρκίας.

Τεράστιο είναι το ενδιαφέρον και για τις ομολογιακές εκδόσεις των ελληνικών τραπεζών, με πιο πρόσφατη εκείνη της Εurobank. Η τράπεζα άντλησε 500 εκατoμμύρια ευρώ με τη συνολική ζήτηση να φτάνει στα 1,6 δισ. ευρώ, δηλαδή η έκδοση υπερκαλύφθηκε πάνω από 3 φορές και το τελικό επιτόκιο υποχώρησε στο 5,875%.

Οι προοπτικές και οι προκλήσεις

Η αλλαγή κλίματος για τον τραπεζικό κλάδο έχει διαφανεί ήδη και από το μπαράζ εκθέσεων με αναβάθμιση των τιμών στόχων για τις ελληνικές τράπεζες από πολλούς αναλυτές.

Οι αναλύσεις αυτές εστιάζουν στα εξής:

- Tα ισχυρά αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών αποτελούν στην ουσία τον καρπό  του ισχυρού μετασχηματισμού του ισολογισμού τους τα τελευταία τέσσερα χρόνια. 

Η ποιότητα του ενεργητικού τους συνεχίζεται να βελτιώνεται, έχοντας μειώσει αισθητά τα «κόκκινα» ανοίγματά τους. 

Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν τις προσπάθειες εξυγίανσης του εναπομείναντος ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων, προκειμένου να επιτευχθεί η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εξακολουθώντας να  βγάζουν προς πώληση πακέτα NPEs. Το γεγονός ότι το ενδιαφέρον αυτή την περίοδο από τους ξένους φορείς εξυπηρέτησης επισφαλών χρεών είναι αρκετά έντονο, συνεπικουρεί  αυτές τις προσπάθειες.

Αυτή τη στιγμή, ο μέσος δείκτης NPE υποχωρεί κατά 57 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση στο 5,3%.

Η Standard &Poor’s μάλιστα εκτιμά ότι ο δείκτης NPE του εγχώριου τραπεζικού συστήματος θα υποχωρήσει χαμηλότερα του 5% έως τα τέλη του 2025 μέσω πωλήσεων και οργανικών ανακτήσεων. 

-Oι ισχυρές επιδόσεις τους σε ετήσια βάση αντικατοπτρίζουν τη συσσώρευση κεφαλαίου, με τη σταδιακή μετατόπιση και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών προς μια διατηρήσιμη διψήφια παραγωγή ενσώματων ιδίων κεφαλαίων. 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις αποτελούν πάνω από το 65% της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών, εξ’ου και  η Standard & Poor's στην κατά τ’άλλα θετική έκθεση της για τις ελληνικές τράπεζες επισημαίνει ότι η ποιότητα της κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών εξακολουθεί να είναι αδύναμη και οι προοπτικές βελτίωσης παραμένουν χαμηλές, περιορίζοντας τυχόν περαιτέρω αναβαθμίσεις.

Όμως και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν θέσει αυξημένους κεφαλαιακούς στόχους για την προσεχή τριετία, επιδιώκοντας τον σταδιακό περιορισμό του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογίας. 

Άλλωστε η αυξημένη κερδοφορία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου.

Είναι σημαντικό ότι η ικανότητα κερδοφορίας τους βελτιώνεται, με την DBRS σε πρόσφατη έκθεση της να επισημαίνει ότι οι τράπεζες στην Ελλάδα, μαζί με τις ιρλανδικές, τις ισπανικές και τις πορτογαλικές εμφανίζουν τα υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια, καθώς δραστηριοποιούνται σε αγορές με υψηλό ποσοστό δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο και έχουν ήδη ανατιμήσει μεγάλο μέρος, αν όχι όλο το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο.

Επίσης δεν έχουν μεταβιβάσει μεγάλο μέρος των αυξήσεων των επιτοκίων στους καταθέτες, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις με υψηλά επιτόκια ως ποσοστό των συνολικών καταθέσεων να είναι χαμηλές.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι λογικά το NIM -περιθώριο επιτοκίου- από ένα σημείο και μετά θα αρχίσει να μειώνεται, καθώς πιστεύουμε ότι οι τράπεζες θα αναγκαστούν να αυξήσουν τα επιτόκια που προσφέρουν στους καταθέτες τους. Επομένως ο κύκλος αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους -NII- που καθοδηγείται από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο -NIM- πλησιάζει πλέον το τελικό στάδιο.

Ωστόσο, τα οφέλη της τρέχουσας κατάστασης λογικά θα επεκταθούν τουλάχιστον εως και το πρώτο τρίμηνο του 2024, συνθήκη που διασφαλίζει ότι η οργανική κερδοφορία τα αμέσως επόμενα τρίμηνα θα συνεχίσει να είναι ισχυρή. 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, το ποσοστό των στεγαστικών δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών είναι χαμηλό, γύρω στο 20% και τα ανώτατα όρια επιτοκίων που εφάρμοσε η κυβέρνηση  από τον Μάιο του 2023 για διάρκεια 12 μηνών προκειμένου  να αποφευχθούν περαιτέρω αυξήσεις στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, έχουν εφαρμοστεί σε σχετικά υψηλό επίπεδο, οπότε δεν περιμένουμε τα αμέσως επόμενα τρίμηνα κάποια αρνητική επιρροή.

Ως εκ τούτου, τα καλύτερα επιτοκιακά περιθώρια, το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, τα ισχυρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες, η ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης και ο εξορθολογισμός των δραστηριοτήτων τους μέσω μέτρων αποδοτικότητας κόστους και πωλήσεων μη βασικών στοιχείων ενεργητικού, έχουν ως αποτέλεσμα οι δείκτες κόστους προς έσοδα να βελτιωθούν σε 40% ή και χαμηλότερα.

Όλα αυτά έχουν βελτιώσει σημαντικά την τελική γραμμή των ισολογισμών τους, ανοίγοντας την προοπτική διανομής μερισμάτων από τις ελληνικές τράπεζες για πρώτη φορά από το 2009, παρά το γεγονός ότι το 2024 αναμένεται να είναι ένα πιο «σφιχτό» έτος για την πιστωτική επέκταση και όπως εξηγήσαμε παραπάνω για τα επιτοκιακά περιθώρια, ενώ την ίδια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε το αυξημένο κόστος έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη των εποπτικών απαιτήσεων.

Εντούτοις, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και οι προοπτικές διαγράφονται θετικές χάρη στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας μας που αμβλύνει τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(σ.σ:Η ΤτΕ στην τελευταία της έκθεση  αναφέρθηκε εκτενώς σε αυτούς κινδύνους, από μια πιθανή κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων έως την επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων, την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και της απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων).

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.